Του Αλέξανδρου Σκούρα
Η πλειοψηφία των διεθνών δεικτών συνήθως κατατάσσει τη χώρα μας στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό συμβαίνει εν μέρει λόγω πολιτισμικών και πολιτικών ομοιοτήτων που έχουμε με την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία ή επειδή θεωρούμαστε ως κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού ή ακόμα και επειδή ουδέποτε περάσαμε κομμουνισμό, σε αντίθεση με τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Όμως, όσο οι πρώην σοβιετικές οικονομίες και οι χώρες της Μεσογείου αναπτύσσονται, τόσο αυξάνονται και οι φωνές για την μετατόπιση της χώρας μας στην Ανατολική Ευρώπη.
Ας μη γελιόμαστε, γεωγραφικά δεν είμαστε ποτέ στη δυτική πλευρά της ηπείρου μας, όμως, τουλάχιστον στα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχαμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε πιο κοντά στην Ιταλία παρά την Σλοβακία ή την Λιθουανία. Αυτή η συνθήκη δυστυχώς δεν ισχύει πλέον. Η χώρα μας, πέρα από την απώλεια του ενός τετάρτου του παραγόμενου πλούτου της λόγω χρεοκοπίας, αντιμετωπίζει και σοβαρά θεσμικά προβλήματα που θυμίζουν περισσότερο χώρες σε μεταβατικό στάδιο παρά τις τυπικές, σταθερές, φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης. Ταυτόχρονα, τα πρώην Σοβιέτ αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς και χώρες όπως η Τσεχία, η Σλοβακία, η Εσθονία και η Σλοβενία πλέον μας έχουν ξεπεράσει σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ ανά κάτοικο. Αναλογιστείτε το αυτό για μία στιγμή… Χώρες που ξεκίνησαν κυριολεκτικά κάτω από μηδέν, λιγότερο από 30 χρόνια μετά την πτώση του τείχους Βερολίνου μας έχουν φτάσει και μας έχουν ξεπεράσει στο επίπεδο διαβίωσης, την οικονομική ελευθερία, ακόμα και στην ικανοποίηση των πολιτών.
Βέβαια, η συζήτηση αυτή έχει γίνει τόσες φορές που δεν αγγίζει ούτε κάποια ιδιαίτερη συναισθηματική χορδή στους ψηφοφόρους ούτε και συγκινεί τους κουρασμένους πολιτικούς μας. Όμως, οι χώρες αυτές που πλέον ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία και αισθάνονται ότι ζουν σε ένα πολύ πιο δυναμικό παρόν από το δικό μας, έπρεπε σε διάφορα στάδια της περασμένης τριακονταετίας να χτίσουν θεσμούς, οικονομικά συστήματα, ακόμα και κουλτούρες που να είναι προσαρμοσμένες στο σύγχρονο, ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Λίγο πολύ, το ίδιο αίτημα φαίνεται να έχει σήμερα και ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού κοινού, έστω και σε μία πολύ πιο καχύποπτη και κυνική έκδοση. Η ανάγκη για κάτι φρέσκο, διαφορετικό, και ελπιδοφόρο άλλωστε ήταν και η κινητήριος δύναμη της παρούσας κυβέρνησης ώστε να ξεπηδήξει από το ιστορικό 3% της ριζοσπαστικής αριστεράς και να φτάσει σε επίπεδα σχηματισμού κυβέρνησης.
Οι λόγοι για τους οποίους η σημερινή κυβέρνηση δεν πείθει πλέον είναι πολλοί. Οι κωλοτούμπες σε οικονομική και εξωτερική πολιτική υπενθύμισαν ακόμα και στους πιο ρομαντικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ότι η πολιτική είναι παιχνίδι σκληρό, παιχνίδι που πρωταρχικό ρόλο έχει η διαιώνιση της εξουσίας και τα λεγόμενα “κουκιά”. Όμως, υπάρχει και ένας βαθύτερος λόγος στον οποίο οι Έλληνες, μη μαθημένοι σε τέτοιου είδους προσδοκίες, δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία. Ο λόγος αυτός είναι η παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης Τσίπρα να οικειοποιηθεί και να αποκτήσει την ιδιοκτησία του κυβερνητικού της προγράμματος. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του είχαν, και σε κάποιον βαθμό ακόμα έχουν, τη δυνατότητα να πουν τις σκληρές αλήθειες για τις συντάξεις, τον κατώτατο μισθό, την φορολογία και την ανάπτυξη, όμως κάτι τέτοιο έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με ολόκληρη την ιστορία της παράταξης της. Είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ψυχή του κυβερνώντος κόμματος και για τον λόγο αυτό, κάθε φορέας κριτικής προς τον αντιμεταρρυθμιστικό λόγο της κυβέρνησης αυτόματα θεωρείται ως εχθρός του λαού, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.
Αντίθετα, στις χώρες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, οι πολιτικοί ηγέτες είχαν το θάρρος να πουν τα πράγματα με το όνομά τους και να υπερασπιστούν τις, αρκετά συχνά, δυσάρεστες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να εφαρμόσουν ώστε σήμερα οι χώρες τους να μας έχουν ξεπεράσει. Για παράδειγμα η Εσθονία, μέλος του ΟΟΣΑ, έχει το ανταγωνιστικότερο φορολογικό σύστημα, αποτελεί πρότυπο ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, έχει χαμηλή και σταθερή φορολογία και έχει ένα από τα πιο υγιή επιχειρηματικά κλίματα στον κόσμο. Όποιος λοιπόν νομίζει ότι η μετάβαση της Εσθονίας, και των υπολοίπων χωρών που ακολουθούν τον δρόμο που εκείνη χάραξε, ήταν εύκολη και στρωμένη με ροδοπέταλα, πλανάται πλάνην οικτράν.
Στην πραγματικότητα, η μετάβαση αυτή αποτελεί άθλο που επιτεύχθηκε από πολιτικούς με όραμα και πίστη στις ικανότητες των ιδίων και των λαών τους. Όπως έχουμε ξαναπεί στη στήλη αυτή, πρωταρχικό ρόλο σε αυτή την πορεία έπαιξε ο τ. Πρωθυπουργός Μαρτ Λάαρ ο οποίος το 2002 έγραφε ότι “δεν υπάρχει καμία εναλλακτική έναντι της ανοιχτής οικονομίας. Στο κοντινό μέλλον πρέπει να μετατρέψουμε την Εσθονία σε ακαταμάχητο πόλο έλξης ανθρώπων, νέων τεχνολογιών, και κεφαλαίου.” Δεκαέξι χρόνια μετά, η Εσθονία έχει φτάσει σε αυτό το σημείο δικαιώνοντας το όραμα του σπουδαίου ηγέτη της. Εμείς τι κάνουμε;