Του Χάρη Τσιλιώτη*
Οι λαοί των κρατών μελών της ΕΕ και φυσικά και ο ελληνικός λαός, καλούνται να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το μοναδικό όργανο της ΕΕ που έχει άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Ιδιαίτερα οι Έλληνες εκλογείς καλούνται να εκλέξουν τους 21 αντιπροσώπους της χώρας μας.
Η αλήθεια είναι ότι οι Ευρωεκλογές πανευρωπαϊκά υπολείπονται σε πολιτική σημασία έναντι των εθνικών εκλογών για την ανάδειξη των μελών των εθνικών κοινοβουλίων αλλά και των τοπικών εκλογών για την εκλογή των αυτοδιοικητικών αρχόντων, γι αυτό και τα ποσοστά αποχής σε όλες σχεδόν τις χώρες είναι μεγάλα.
Οι λόγοι της έλλειψης του ενδιαφέροντος για τις ευρωεκλογές είναι πολλοί. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός είναι ότι το Στρασβούργο και οι Βρυξέλλες πέφτουν μακριά σε σχέση με τις πρωτεύουσες των κρατών μελών και ακόμη μακρύτερα από τους Δήμους ή τις Περιφέρειες που ψηφίζουν οι ψηφοφόροι, ούτως ώστε το ενδιαφέρον να είναι αντιστρόφως ανάλογο της απόστασης.
Ένας σημαντικός, όμως, λόγος είναι και η εντύπωση που κυριαρχεί στον πολύ κόσμο ακόμα και σε εκπροσώπους της πολιτικής ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό όργανο, η σημασία του υστερεί σε σχέση με αυτήν των εθνικών κοινοβουλίων καθότι δεν νομοθετεί και η βασική του αρμοδιότητα είναι να εκδίδει ψηφίσματα. Είναι όμως έτσι;
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η αλήθεια είναι ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα πρώτα χρόνια της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης την εποχή της ΕΟΚ στερείτο νομοθετικών και εν γένει ουσιαστικών αρμοδιοτήτων. Πράγματι εξέδιδε ψηφίσματα, μη δεσμευτικού χαρακτήρα, και η μόνη αποφασιστική αρμοδιότητα που είχε ήταν η έγκριση ή απόρριψη του προϋπολογισμού της Κοινότητας. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στον Ρήνο και το Κοινοβούλιο σταδιακά αποκτούσε ολοένα και περισσότερες αρμοδιότητες κάθε φορά που τροποποιούντο οι ιδρυτικές Συνθήκες. Με την τελευταία δε τροποποίηση που επέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας το Κοινοβούλιο απέκτησε δύο πολύ σημαντικές αρμοδιότητες:
Κατέστη συννομοθέτης με το Συμβούλιο (Υπουργών) για το μεγαλύτερο μέρος των νομοθετημάτων που παράγονται στην ΕΕ και εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, παρέχοντας ή αίροντας παράλληλα την εμπιστοσύνη του στην Επιτροπή. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το 70% με 80% περίπου της ενωσιακής νομοθεσίας, που είναι ή καθίσταται και εθνική νομοθεσία και επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητά μας πρέπει να έχει όχι μόνο την έγκριση του Κοινοβουλίου αλλά συνδιαμορφώνεται από αυτό.
Ο δε Πρόεδρος της Επιτροπής δεν μπορεί να εκλεγεί εάν δεν έχει την έγκριση του Κοινοβουλίου. Στην πράξη μάλιστα το Κοινοβούλιο έχει ένα άτυπο δικαίωμα βέτο στην επιλογή των Επιτρόπων υπό την έννοια ότι εάν κάποιος επιλεγείς Επίτροπος από τον Πρόεδρο δεν είναι αρεστός στο Κοινοβούλιο και ο Πρόεδρος εμμείνει στον διορισμό του, το Κοινοβούλιο μπορεί να μην παράσχει την εμπιστοσύνη του σε ολόκληρη την Επιτροπή, αναγκάζοντας τον Πρόεδρο να υπαναχωρήσει και να «συμμορφωνθεί» τελικά στην υπόδειξη του Κοινοβουλίου. Παραδείγματα τέτοια υπάρχουν στο παρελθόν. Η δε επιλογή του Προέδρου γίνεται αφού ληφθούν σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών και η δύναμη των πολιτικών ομάδων.
Υπάρχει άτυπη συμφωνία δε, μεταξύ των ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής πρέπει να προέρχεται από τις τάξεις της πλειοψηφήσασας κοινοβουλευτικής ομάδας και κατά προτίμηση πρέπει να είναι ο υποψήφιος της ομάδας αυτής (Spitzenkanditat).
Πέραν της παραπάνω θεσμικής σημασίας που έχουν οι Ευρωεκλογές λόγω του αυξημένου δικαιοπολιτικού ρόλου που έχει αποκτήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, υπάρχουν και άλλοι καθαρά πολιτικοί λόγοι που καθιστούν την σημασία των επερχόμενων Ευρωεκλογών ιδιαίτερα σημαντική. Για πρώτη φορά το διακύβευμα στις Ευρωεκλογές συνδέεται με το δίλημμα ευρωπαϊστές/ευρωσκεπτικιστές ή καλλίτερα αντιευρωπαϊστές. Δυστυχώς, για όσους είμαστε ευρωπαϊστές και πιστεύουμε συνειδητά με συνέπεια και συνέχεια στην ευρωπαϊκή ιδέα, τα αποτελέσματα των εκλογών αυτών είναι πιθανό να μην είναι ικανοποιητικά και να είναι τέτοια που θα μας κάνουν να τρίβουμε τα μάτια μας αρνητικά.
Ίσως όχι και τόσο πολύ στην Ελλάδα όσο σε άλλες χώρες, όπως στις χώρες του σκληρού πυρήνα της ΕΕ, όπου ο ευρωπαϊσμός είναι μέχρι τώρα η κυρίαρχη αντίληψη και νοοτροπία, χώρες ιδρυτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία και Βέλγιο αλλά και άλλες. Θα δούμε κόμματα αντισυστημικά, κόμματα ξενοφοβικά, κόμματα αντιευρωπαϊκά και κόμματα τα οποία δεν έχουν σεβασμό και πίστη στους θεσμούς και στη Δημοκρατία, εκμεταλλευόμενα ένα κλίμα που εν πολλοίς, ή εν μέρει έστω, έχει δημιουργηθεί από αβελτηρία των Ευρωπαίων ταγών στην ΕΕ, όπως είναι το θέμα του προσφυγικού το οποίο πράγματι έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλη αναστάτωση σε ευρείες μάζες Ευρωπαίων πολιτών που δεν έχουν καμία σχέση με την ακροδεξιά και την ξενοφοβία.
Παρόλα αυτά, έχουν απογοητευτεί από αυτήν την εξέλιξη και φοβάμαι ότι με την ψήφο τους θα θελήσουν να τιμωρήσουν τα κατεστημένα κόμματα και να αναδείξουν αντισυστημικές δυνάμεις, οι οποίες εκμεταλλευόμενες αυτήν την αβελτηρία μιλούν κατά της Ευρώπης και προβάλλουν την αντιευρωπαϊκή τους καμπάνια. Έτσι ο κίνδυνος της αποχής θα αποδειχθεί σχετικά μικρός μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο της ανάδειξης αντισυστημικών και αντιδραστικών δυνάμεων της άκρας εθνικολαϊκιστικής δεξιάς και της άκρας ριζοσπαστικής/λαϊκιστικής αριστεράς.
Δεδομένων των ανωτέρω που προανέφερα σχετικά με τις αυξημένες αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου και του γεγονότος ότι πολλές αποφάσεις στην ΕΕ απαιτούν την σύμπραξη αυτού, καθίσταται ορατός ο κίνδυνος «μπαχαλοποίησης» του Κοινοβουλίου και κατ' επέκταση της ΕΕ, εάν οι δυνάμεις αυτές αναδειχθούν ενισχυμένες. Και όλα αυτά χωρίς ακόμη να έχει επιλυθεί ο γόρδιος δεσμός του Brexit στην Μεγάλη Βρετανία, όπου κι εκεί οι αντιδραστικοί του Φάρατζ αναμένεται να αναδειχθούν με διαφορά πρώτη δύναμη.
Στην χώρα μας βέβαια λόγω της ιδιόρρυθμης κατάστασης που έχει δημιουργήσει η παρατεταμένη οικονομική και δημοσιονομική κρίση και μετά από το αποτυχημένο πείραμα της δήθεν «περήφανης» διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015, που μας κόστισε από 100 έως 200 δις ευρώ, ο ελληνικός λαός βλέπει πολύ επιφυλακτικά τέτοιου είδους δημαγωγούς και λαϊκιστές. Τους είδε άλλωστε και τους «χάρηκε». Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να ψηφίσει συνειδητά και παρά τις όποιες (δικαιολογημένες, υπερβολικές ή αδικαιολόγητες) γκρίνιες για την ευρωπαϊκή στάση στην ελληνική κρίση κόμματα φιλοευρωπαϊκά που θα διαχειριστούν με υπευθυνότητα τα ελληνικά συμφέροντα. Επίσης, θα πρέπει να εκλέξει Ευρωβουλευτές με γνώση, πείρα και σοβαρότητα περί των ευρωπαϊκών θεμάτων.
Η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι και εν τέλει αυτή ήταν με τα όποια λάθη που μας έσωσε από την τυπική και καταστροφική χρεοκοπία, που θα συνεπάγετο μία εθνική καταστροφή εν καιρώ ειρήνης. Γι αυτό η σημασία αυτών των Ευρωεκλογών είναι ιστορική και για την Ευρώπη και για την Ελλάδα και δεν θα πρέπει να τις υποτιμήσουμε.
* Ο κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου