Η «συλλογική ευθύνη» αθώων παιδιών

Η «συλλογική ευθύνη» αθώων παιδιών

<...> Η μαμά έσκυψε από πάνω μου. Φορούσε ένα κόκκινο τσεμπέρι και μία ανοιχτόχρωμη ρόμπα. Σπάνια τα φορούσε αυτά, μα έτσι έμεινε χαραγμένη στην μνήμη μου. Στην συνέχεια εναλλάσσονταν οι θάλαμοι, άλλαζε ο αριθμός των κρεβατιών, από μερικά σε κάθε θάλαμο, μέχρι τρεις σειρές, η μία μετά την άλλη. Και πιο συγκεκριμένα, όλα αυτά έγινε στο Σεστρορέτσκε, το 1939-1940. Οι βόλτες στην αυλή. Οι προβολείς φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό. «Τι είναι αυτό;» - «Είναι η αδελφούλα που ψάχνει τον αδελφούλη της στον ουρανό». Μας πήγαιναν στην όχθη της λίμνης. Η όχθη είχε σημύδες και σορβιές με ξεραμένους καρπούς. Πάνω στα κύματα λικνιζόταν το ξύλινο στρογγυλό πιόνι της ντάμας που είχα ρίξει.

Στον λοφίσκο κάναμε διαγωνισμό με έλκηθρα. Μία ψηλή ξύλινη, ανοιχτή πολυθρόνα με μακριά παγοπέδιλα. Από πίσω τους, μετά την εκκίνηση, στεκόταν η γκουβερνάντα και κατεβαίναμε μαζί.

Η Πρωτοχρονιά. Στην γωνιά της μεγάλης, άδειας αίθουσας είναι το ψηλό έλατο με κομμένη την κορυφή του, η οποία έφτανε μέχρι το ταβάνι. Στο έλατο ήταν κρεμασμένα μερικά χάρτινα στολίδια. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν δυο ψάρια φτιαγμένα από χαρτόνι με ζωγραφισμένα λέπια. Το ένα, λαμπιρίζοντας το ασημί του χρώμα, ήταν κρεμασμένο λίγο πιο ψηλά, ήταν όμορφα, δεν μπορούσες να τραβήξεις το βλέμμα σου από αυτά.

Τα κοιτούσαμε περιμένοντας και βλέπαμε την πορτούλα στην αυλή. Κάποιος ερχόταν για να επισκεφτεί κάποιον, ίσως είναι η μαμά, ίσως έρχεται να με δεις, μπορεί να με πάρει από εδώ. Όχι, όχι, δεν έρχεται σ’ εμένα. Μα να, έρχεται κάποιος παππούς με μουστάκι για γενειάδα μακριά, φοράει μαύρο παλτό, είναι ψηλός και κρατάει ένα καλάθι με πορτοκάλια. Όλοι σκέφτονται πως έρχεται για εκείνους. Να, «ζήτω», έρχεται σ’ εμένα. Η γκουβερνάντα με δείχνει. Επιτέλους! Μια πιάνει από το χέρι και μοιράζουμε στα απογοητευμένα παιδιά πορτοκάλια. Δεν αφήνω το χέρι του. Είναι σαν όνειρο: φοβάμαι μην ξυπνήσω. Ντυνόμαστε και χαρούμενοι φεύγουμε.

Στον σιδηροδρομικό σταθμό Μοσκόφσκι του Λένινγκραντ, στην τεράστια αίθουσα αναμονής, ο παππούς με άφησε με τα πράγματα και πήγε να αγοράσει εισιτήριο. Το πρωί στο τραίνο, επειδή δεν είχαμε νερό, μου ένιψε το πρόσωπο με κολόνια.

Φτάνουμε στο σπίτι στο Μαλογιαροσλάβετς και, ω φρίκη! Ο παππούς δεν είναι εκεί και ορμούν πάνω κάτι γιαγιάδες. Δεν άντεξα και ξέσπασα στα κλάματα. Στην συνέχεια έμαθα πως ήταν η γιαγιά μου, η Γκλαφίρα Αλεξέγιεβνα και η αδελφή της, η Νίνα Αλεξέγιεβνα. Έμαθα πως ο πατέρας μου πετάει με το αεροπλάνο και κάθε φορά που τα αεροπλάνα μας πετούσαν προς την δύση, με όλη την δύναμη της φωνής μου, σηκώνοντας το κεφάλι, ούρλιαζα «μπαμπά!», ελπίζοντας πως θα με ακούσει.

Η γιαγιά είπε σε ορισμένα έμπιστα πρόσωπά της, πως αυτός - δείχνοντας εμένα - γεννήθηκε στα νησιά Σολοφκί. Για μένα αυτό ήταν κάτι παραμυθένιο, συνδεδεμένο με το κελάηδισμα των αηδονιών.

Ο πατέρας όντως, αφού αποφυλακίστηκε και εργάστηκε για ένα διάστημα στο Μεντβεζεγκόρσκ, βρήκε δουλειά στο χωριό Νιρόμπ στην περιοχή του Περμ, όπου διηύθυνε ένα τεράστιο αγρόκτημα ως αγρονόμος και ήταν υποχρεωμένος πολύ συχνά να ταξιδεύει με αεροπλάνα. Ο Κερίμ Βαντούντοβιτς Καζί Ζαντέ, γεννηθείς το 1900, στην συνέχεια έλαβε το επίθετο Καζίεφ, συνελήφθη στο Μπακού το 1928 και εξορίστηκε για 8 χρόνια στα νησιά Σολοφκί, όπου ασχολήθηκε με την επιστημονική έρευνα για τον εγκλιματισμό ζωοτροφών στις συνθήκες του αρκτικού κύκλου.

Η μαμά μου, η Άννα Βιατσεσλάβοβνα Μπριλιάντοβα, γεννηθείσα το 1909, σπούδασε στην σχολή Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Μετά την σύλληψή της το 1933, εξορίστηκε για 10 χρόνια στα νησιά Σολοφσκί, όπου ως ειδικός χωρίς πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης υποχρεώθηκε να κάνει αγροτικές εργασίες και εκεί γνώρισε τον προϊστάμενό της. Πιθανόν, να την έκρυψε, καθώς ήταν έγκυος, από τα μάτια των πληροφοριοδοτών. Σε αυτόν, κατά πάσα πιθανότητα, οφείλω το γεγονός πως γεννήθηκε. (Συνήθως, τις εγκύους τις έστελναν σε βαριές εργασία στα νησιά Ζαγιάτσκι, κουβαλούσαν βράχους στην ακτή για να αποβάλλουν.)

Γεννήθηκα στις 19 Απριλίου 1936, κατά πάσα πιθανότητα στο νησί Ανζέρ, στην σκήτη της Αγίας Τριάδας.

Το 1937, η μητέρα μου, μαζί με άλλους 1116 ανθρώπους, την φόρτωσαν σε μαούνες και την πήραν προς άγνωστη κατεύθυνση. Όπως έμαθα αργότερα (το 1996), τους μετέφεραν στο Μεντβεζεγκόρσκ. Ο τόπος εκτέλεσης ήταν σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από την πόλη. Για να κρατήσουν κρυφή την θηριωδία τους από τον ντόπιο πληθυσμό, τα κομμουνιστικά καθάρματα τους ξεγύμνωσαν εντελώς, τους ξυλοκόπησαν με ξύλινα και σιδερένια ρόπαλα, τους έριξαν στα φορτηγά και τους μετέφεραν στο Σανταρμόχ για να τους παραχώσουν. Στην συνέχεια, όργωσαν το χωράφι και φύτεψαν μικρά πεύκα, για να καλύψουν τα ίχνη τους.

Από το ορφανοτροφείο με πήρε ο παππούς μου, ο Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μπριλιάντοφ, την άνοιξη του 1941.

Υπογραφή

Τεϊμούρ Κερίμοβιτς Καζίεφ

Χωριό Οι νουθεσίες του Ιλίτς, περιοχή Πούσκινσκι, περίχωρα της Μόσχας.

* * *

Άννα Βιατσεσλάβοβνα Μπιρλιάντοβα (1909-1939)

28 ετών, φοιτήτρια της Σχολής Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Συνελήφθη στις 29 Αυγούστου 1933 με την κατηγορία της συμμετοχής σε «αντεπαναστατική, τρομοκρατική, μοναρχική οργάνωση» των πιστών της Καθολικής εκκλησίας.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1934 το Συμβούλιου της Ο.ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ την καταδίκασε σε 8 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Εξέτισε την ποινή της στα νησιά Σολοφσκί.

Στις 19 Απριλίου 1936 γέννησε στο στρατόπεδο τον γιο της Τεϊμούρ. Το φθινόπωρο του 1937 η υπόθεση της Άννας Μπριλιάντοβα αιφνιδίως επανεξετάστηκε. Στις 9 Οκτωβρίου 1937, η Ειδική Τρόικα της περιφερειακής διεύθυνσης Λένινγκραντ του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων την καταδίκασε σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε στις 3 Νοεμβρίου 1937. Στις 13 Ιουνίου 1957, το Στρατοδικείο της Στρατιωτικής Περιοχής Μόσχας, αποκατέστησε την Άννα Μπριλιάντοβα. Μετά θάνατον.

Έχει σωθεί ένα πορτραίτο του μικρού Τεϊμού στην κούνια με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 1937. Το σκίτσο αυτό η Άννα Μπριλιάντοβα πρόλαβε να το στείλει με μία επιστολή της, στους γονείς της. Μετά από το λίγο το στρατόπεδο όπου εξέτιε την ποινή της μετατράπηκε σε φυλακή και απαγορεύτηκε η αλληλογραφία. Τον φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, το όνομα της νεαρής μητέρας, περιλήφθηκε στον κατάλογο προς εκτέλεση «εχθρών του λαού» και μαζί με άλλους συγκρατούμενούς της, μεταφέρθηκε από τα νησιά Σολφσκί στο Μεντβεζεγκόρσκ.

Ωστόσο, στον κατάλογο των υπό μεταγωγή κρατουμένων, δίπλα στο επίθετο της Μπριλιάντοβα, υπάρχει μία καταγραφή με μολύβι «Στο Λένινγκραντ». Παρόμοια σημείωση υπάρχει και στο επίθετο της Μαρία Αστάφιεβα-Κόβατς, συζύγου Ούγγρου πολιτικού πρόσφυγα και μητέρας δύο παιδιών που γεννήθηκαν και αυτά στο στρατόπεδο των νησιών Σολοφκί, του Νικολάκι και της Έντας.

Κατά πάσα πιθανότητα, οι δύο αυτές γυναίκες δεν εκτελέστηκαν στο Σανταρμόχ, όπως οι υπόλοιποι καταδικασμένοι, αλλά μεταφέρθηκαν στο Λένινγκραντ και δολοφονήθηκαν εκεί. Οι εκτελεστές δεν ήθελαν να έχουν ανάμεσα στα πόδια τους μικρά παιδιά και έτσι παρέτειναν για σύντομο χρονικό διάστημα την ζωή των μητέρων, ώστε να μεταφερθούν ήρεμα τα παιδιά σε ορφανοτροφεία, στα οποία τα παρέδιδαν εγγράφως, χωρίς όμως τα πιστοποιητικά γέννησης. Μετά από αυτό, οι μητέρες τους ήταν άχρηστες και τις εκτελούσαν.

Ο μικρός Τεϊμούρ ήταν τυχερός. Τον πήρε από το ορφανοτροφείο ο παππούς του και ύστερα από πολλά χρόνια επέστρεψε από την εξορία ο πατέρας του. Ο Νικολάι και η Έντα Κόβατς όμως ορφάνεψαν εντελώς. Τον πατέρα τους τον μετέφεραν από τα νησιά Σολοφσκί στην Κολιμά και τον εκτέλεσαν.

Ο Κερίμ Βαντούντοβιτς Καζί Ζαντέ (1900- 1966) αναφέρεται στις επιστολές που είχε στείλει από τα νησιά Σολοφκί, ο π. Πάβελ Φλορένσκι.