Της Γιάννας Γ. Παναγοπούλου*
Ενώ η συζήτηση για την αναθεώρηση διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της χώρας είναι σε εξέλιξη, τόσο μεταξύ του πολιτικού κόσμου όσο και των μελών της επιστημονικής κοινότητας, ο Πρωθυπουργός, δείχνει να μη βιάζεται να ξεκινήσει τη διαδικασία. Είναι βέβαια ο ίδιος που το καλοκαίρι του 2016, εργαλειοποιώντας το Σύνταγμα για να καλύψει τα αδιέξοδα της πολιτικής του, ανακοίνωσε μια εξωθεσμική παρακοινοβουλευτική διαδικασία δημόσιου δήθεν διαλόγου αλλά και το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος, με το διορισμό μιας λαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ήταν η περίοδος του συνταγματικού λαϊκισμού και της συνταγματικής δημαγωγίας.
Αν και από την πρόσφατη απαντητική επιστολή στην κα Γεννηματά φαίνεται να παραμερίζει τις αντισυνταγματικές διαδικασίες αναθεώρησης δημοψηφισματικού χαρακτήρα τύπου multiple-choice, εντούτοις αναφέρεται προσχηματικά στην ανάγκη ευρύτερης ιδεολογικής αναθεώρησης, ως διαφυγή, για να καθορίσει δηλαδή το χρόνο που εξυπηρετεί την κυβέρνησή του, ενδεχομένως δε και για να καλύψει την έλλειψη επεξεργασμένων προτάσεων.
Από την άλλη πλευρά διατυπώνεται ο αντίλογος ότι δεν υπάρχουν συνθήκες συναίνεσης, ούτε θεσμική εμπιστοσύνη μεταξύ των κομμάτων για τη δημιουργία κλίματος συναινετικής συνταγματικής μεταρρύθμισης. Είναι λοιπόν ενδεδειγμένη η πολιτική συγκυρία για μια νηφάλια αναθεωρητική πρωτοβουλία; Υπάρχουν ιδανικές συνθήκες συναίνεσης για συνταγματική αναθεώρηση;
Όσο όμως δεν επικεντρωνόμαστε στις προκλήσεις της εποχής και στην ανάγκη να ξεπεράσουμε στις θεσμικές παθογένειες της χώρας, η αντιπαράθεση δεν μπορεί είναι γνήσια, αλλά θα εκτυλίσσεται σε μικροκομματικές συγκρούσεις για επικοινωνιακή χρήση, και θα κλείνει το μάτι στο συνταγματικό λαϊκισμό..
Διέξοδο μπορούν να αποτελέσουν οι εντοπισμένες συνταγματικές αλλαγές στις διατάξεις που είναι ώριμες και μπορούν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων και πάντως μιας ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Για παράδειγμα είναι αναγκαία η αποσύνδεση της μη εκλογής του Προέδρου Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του, η κατάργηση της αυτοδίκαιης ασυλίας των βουλευτών, η αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και οι περαιτέρω εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστών και των μελών των Ανεξάρτητων αρχών. Το Σύνταγμα πρέπει να ενισχύσει την πολιτική σταθερότητα και τον εκλογικό κύκλο, τους θεσμούς και το κράτους δικαίου, να ρυθμίσει τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας για την απελευθερωμένη και αχειραγώγητη λειτουργία και των δύο, να επιτρέψει τη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ με διαδικασίες αυστηρής πιστοποίησης και αξιολόγησης. Να ενισχύσει τη θεσμική λειτουργία και την αποκομματικοποίηση του κράτους, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια στη Δημόσια Διοίκηση.
Αυτές, οι μερικές έστω, κρίσιμες όμως συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, που θα έχουν προστιθέμενη αξία στην αντιμετώπιση των θεσμικών παθογενειών της χώρας, θα είναι κρίμα να χαθούν περιμένοντας αν και πότε θα δημιουργηθεί το κατάλληλο πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον και οι ιδανικές συνθήκες μιας ευρείας συνταγματικής αναθεώρησης με θεσμική κουλτούρα και Συνταγματικό πατριωτισμό.
* Η κ. Γιάννα Γ. Παναγοπούλου, ΔΝ Δικηγόρος, Πολιτική Υπεύθυνη του Τομέα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ποταμιού και Μέλος της ΜΕ.ΣΥ.Α., Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής.
Φωτογραφία: Intimenews