Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα χωριό, στη μέση του δάσους. Ενός δάσους που ήταν γεμάτο με χελώνες. Κάποια μέρα εμφανίστηκε στο χωρίο ένας έμπορος με τον βοηθό του. Ο έμπορος, αφού ανέλυσε στους κατοίκους του χωριού τις ιατρικές και θεραπευτικές ιδιότητες, που είχε το καβούκι της χελώνας, τους πρότεινε να συνεργαστούν.
Σύμφωνα με τους όρους τις συνεργασίας, ο έμπορος θα προσέφερε 5 δηνάρια για κάθε χελώνα, που θα του έφερναν οι κάτοικοι του χωριού. Καθώς το δάσος ήταν γεμάτο με χελώνες, τις πρώτες ημέρες, οι χωρικοί μάζεψαν πάρα πολλές χελώνες τις οποίες αγόρασε αμέσως ο έμπορος, καταβάλλοντας 5 δηνάρια για κάθε μια.
Ο πληθυσμός των χελωνών, μειώθηκε επικίνδυνα. Οι χωρικοί δεν έμπαιναν στον κόπο να πιάσουν τις υπόλοιπες χελώνες για 5 δηνάρια. Τότε ο έμπορος τους πρότεινε να προσφέρει 10 δηνάρια για κάθε χελώνα. Οι χωρικοί ξεχύθηκαν και πάλι στο δάσος και μάζεψαν κι άλλες χελώνες. Λόγω της μεγάλης προσπάθειας τους, ο πληθυσμός των ελεύθερων χελωνών, έφτασε στα όρια της εξαφάνισης του είδους.
Ο έμπορος μάζεψε στην κεντρική πλατεία του χωριού τους χωρικούς και τους είπε, ότι πρέπει να βρουν και την τελευταία χελώνα. Και γι’ αυτό τους ανακοίνωσε, ότι θα πλήρωνε πλέον 50 δηνάρια για κάθε χελώνα και ότι θα ταξίδευε μέχρι την πόλη για δυο - τρεις ημέρες, για να φέρει δηνάρια για να τους χρυσοπληρώσει.
Και πράγματι πήρε την άμαξα του και έφυγε από το χωριό, αφήνοντας όμως πίσω τον βοηθό του, με όλες τις χελώνες που είχε ήδη αγοράσει. Οι χωρικοί, τις κοίταζαν και τις ξανακοίταζαν μέσα σε μια μεγάλη γυάλα που τις κρατούσε ο βοηθός και αισθάνονταν ηλίθιοι που τις είχαν δώσει προς 5 και 10 δηνάρια στον έμπορο, ενώ θα μπορούσαν να τις έδιναν σήμερα προς 50 δηνάρια τη μια.
Τότε ο βοηθός τους πλησίασε και τους είπε: «αφού δεν υπάρχουν άλλες χελώνες στο δάσος, τι λέτε να σας πουλήσω αυτές στις χελώνες προς 40 δηνάρια τη μια και όταν επιστρέψει ο έμπορος, του τις δίνετε προς 50 δηνάρια τη μία;»
Οι χωρικοί ενθουσιάστηκαν με την πρόταση των 50 δηναρίων ανά χελώνα. Και ήταν λογικό. Από εκεί που είχαν πληρωθεί από 5 έως 10 δηνάρια, ανά χελώνα, θα ελάμβαναν τώρα 50 ολόκληρα δηνάρια. Άνοιξαν λοιπόν τα σεντούκια τους, πούλησαν τα ζώα τους, πούλησαν τα αγροτικά εργαλεία τους, δανείστηκαν από τα διπλανά χωριά και του έδωσαν 40.000 δηνάρια για να αγοράσουν τις 1.000 χελώνες που ήταν μέσα στη γυάλα. Και μετά από μία ημέρα, θα τις πωλούσαν ξανά στον έμπορο για 50.000 δηνάρια.
Όμως την επόμενη ημέρα, όχι μόνο δεν εμφανίστηκε ο έμπορος των χελωνών, αλλά είχε εξαφανιστεί και ο βοηθός του με τα 40.000 δηνάρια, που είχαν μαζέψει με τόσο κόπο οι χωρικοί. Και η αλήθεια είναι, ότι έχουν περάσει 10 χρόνια, αλλά ο έμπορος δεν έχει εμφανιστεί ακόμα.