Του Κώστα Υφαντή*
Η τελευταία σοβαρή κρίση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας χρονολογείται ακριβώς πριν είκοσι χρόνια, όταν «ιδιωτικοποιήθηκε» η ελληνική εξωτερική πολιτική και το αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη/αρπαγή του Αμπντουλά Οτσαλάν από την ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι. Η κρίση έληξε με τον διεθνή εξευτελισμό της Αθήνας. Ακολούθησε η κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας και ο εκλογικός εξοστρακισμός της παλιάς κραταιάς κεμαλικής φρουράς και η άνοδος των συντηρητικών του AKP και του Ταγίπ Ερντογάν.
Η εικοσαετία 1999-2019 είναι η μεγαλύτερη περίοδος χωρίς μείζονα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μία περίοδος κατά την οποία άνθησε το διμερές εμπόριο, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι τουριστικές ροές, δημιουργήθηκαν θεσμοί και προσδοκίες διαλόγου. Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα παρέμειναν άλυτα, έγινε μία ουσιαστική προσπάθεια οι δύο χώρες να αποκτήσουν ουσιαστικά πλαίσια συνεργασίας σε πεδία χαμηλής πολιτικής. Φυσικά η ένταση δεν έλειψε, αλλά διατηρήθηκε σε χαμηλά και απολύτως ελεγχόμενα επίπεδα.
Εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, όμως, οι συνθήκες, οι δηλώσεις και ο εκνευρισμός θυμίζουν άλλες εποχές. Οι αιτίες είναι πολλές και γνωστές. Η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, η αποτυχία των διπλωματικών φιλοδοξιών της Άγκυρας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και η απομόνωση της που γίνεται πιο επώδυνη από την προώθηση του ενεργειακού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας παρά τις απειλές της Άγκυρας. Και μπορεί στην Συρία να κατάφερε η τουρκική εξωτερική πολιτική να εξουδετερώσει τον κουρδικό «κίνδυνο», αλλά και σε αυτή την περίπτωση ήταν η Ρωσία, η ισχύς της και ο στρατιωτικός της οπορτουνισμός που ευθύνεται και λιγότερο η αποφασιστικότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Και φυσικά, υπάρχει και η διελκυστίνδα με την Ουάσιγκτον.
Αν πρέπει να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τα παραπάνω, αυτό θα ήταν ότι υπό αυτές τις συνθήκες η Άγκυρα δεν «αντέχει» μια διπλωματική ήττα στην Κύπρο. Για την Άγκυρα, η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας απλώς δεν μπορεί να υπάρξει ερήμην και σε αντίστιξη με τα Τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα.
Η Αθήνα και η Λευκωσία δεν πρέπει να τρέφουν αυταπάτες. Η Άγκυρα δεν μπλοφάρει. Από την στιγμή που οι προσπάθειές της να προσεταιρισθεί κράτη της περιοχής για να προχωρήσουν σε οριοθετήσεις παρακάμπτοντας την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα απέτυχαν, η δημιουργία τετελεσμένων με ίδια μέσα ήταν μονόδρομος. Και θα συνεχίσει. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι αν επιδιώκει ένα θερμό επεισόδιο έτσι ώστε να κατοχυρώσει με την χρήση βίας τις προτιμήσεις της. Θα έλεγα πως ενώ δεν είναι αυτοσκοπός, μία ένταση που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κρίση είναι μέσα στα σενάρια της τουρκικής ηγεσίας. Αν στην Άγκυρα έχουν πειστεί ότι έτσι θα αποκτήσουν θέση στο τραπέζι των εξελίξεων, τότε η ανάλυση κόστους-οφέλους για το ενδεχόμενο μιας κρίσης αποκτά θετικό πρόσημο.
Αυτό βεβαίως έχει και μία ακόμη οδυνηρή διάσταση για τη Ελλάδα. Η ελληνική αποτροπή έχει καταρρεύσει. Η Άγκυρα θεωρεί είτε ότι δεν έχουμε την απαραίτητη ισχύ είτε ότι δεν έχουμε το στομάχι. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα είναι τεράστιο. Ο χρόνος είναι λίγος αλλά η Αθήνα πρέπει να (έχει ήδη) σχεδιάζει την αντίδρασή της στο χειρότερο σενάριο. Είναι εξωφρενικό να μιλάμε για μια τέτοια προοπτική αλλά δυστυχώς ο Θουκυδίδης εξακολουθεί να αρνείται επίμονα να απαξιωθεί. Και ενώ ο σχεδιασμός για το απευκταίο είναι απαραίτητος, άλλο τόσο είναι απαραίτητη μια ευφυής στρατηγική που θα οδηγεί στην αποκλιμάκωση. Οι δίαυλοι με την άλλη πλευρά πρέπει να παραμείνουν ανοιχτοί.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωσταντινούπολης