Με ενδιαφέρει μόνο το «παράλογο»∙ μόνο εκείνο που δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα. Με ενδιαφέρει μόνο η ζωή στην ανόητη έκφανσή της.
Ο ηρωισμός, το πάθος, η λεβεντιά, η ηθική, η υγιεινή, η ηθικότητα, το συναίσθημα και η απληστία είναι για εμένα λέξεις και αισθήματα που μισώ.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως και σέβομαι: την έκσταση και τον ενθουσιασμό, την έμπνευση και την απόγνωση, το πάθος και την εγκράτεια, την ασωτία και τη σοφία, τη θλίψη και το πένθος, τη χαρά και το γέλιο.
Ντανιήλ Χαρμς, Ημερολόγιο 31 Δεκεμβρίου 1937
Τον Φεβρουάριο του 1942, την χρονιά που έμεινε στην ιστορία ως η τρομακτικότερη για την πόλη του Λένινγκραντ, το οποίο πολιορκούσαν οι Γερμανοι, ο Ντάνιελ Χαρμς, αυτή η ευγενική και αλλόκοτη προσωπικότητα του Αργυρού αιώνα της ρωσικής ποίησης, ένας από τους πιο αυθεντικούς εκπροσώπους του ρωσικού Φουτουρισμού, πέθανε από λιμοκτονία, στο ψυχιατρικό κατάστημα της φυλακής «Κρεστί», όπου τον κρατούσαν από τον Αύγουστο του 1941. Αμέσως μετά τη σύλληψη του, ο ποιητής υποκρίθηκε πως είναι τρελός για να αποφύγει την εκτέλεση. Η σύλληψή του βασίστηκε σε ανώνυμη καταγγελία, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής διέδιδε επιζήμιες απόψεις ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. θα χάσει τον πόλεμο με την Γερμανία.
Η σύζυγος του Μαρίνα Μάλιτς, χρόνια πολλά αργότερα, στις αναμνήσεις της περιγράφει μία τρομακτική σκηνή, σχετικά με το θάνατο του Χαρμς.
«Έφτιαξα ένα μικρό πακέτο, βάζοντας μέσα μάλλον ένα μικρό κομμάτι ψωμιού για να του το δώσουν στη φυλακή. Το πακέτο ήταν μικροσκοπικό. Είπα σε όλους τους γνωστούς μου ότι θα πάω στη φυλακή, ώστε όλοι να το γνωρίζουν όλοι στην περίπτωση που δεν κατάφερνα να πάω, αν δεν είχα πια τις δυνάμεις να περπατήσω μέχρι εκεί.
Έφυγα. Ο ήλιος έλαμπε. Το χιόνι αστραποβολούσε. Παραμυθένια ομορφιά.
Συνάντησα δύο αγοράκια. Φορούσαν χλαίνες. Έμοιαζαν με γυμνασιόπαιδες της εποχής του τσάρου. Ο ένας κρατούσε τον άλλο που δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο δεύτερος έσερνε τα πόδια του και ο πρώτος απλά τον κουβαλούσε. Το αγοράκι που έσερνε το άλλο παρακαλούσε: «Μία βοήθεια! Μία βοήθεια! Μία βοήθεια! Μία βοήθεια!»
Έσφιγγα το μικρό πακετάκι και, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να το δώσω. Το ένα αγοράκι είχε αρχίσει ήδη να σωριάζεται. Με αισθήματα φρίκης κατάλαβα πως πεθαίνει. Το δεύτερο άρχισε, με τη σειρά του, να παραπατάει.
Γύρω μου όλα έλαμπαν. Ήταν μία ομορφιά απόκοσμη και μέσα σ’ αυτή τα αγοράκια… Περπατούσα ήδη αρκετές ώρες. Ήμουν κουρασμένη πολύ. Τελικά, ανέβηκα στην ακτή κι έφτασα στη φυλακή.
Εκεί, στο παραθυράκι όπου παραλάμβαναν τα δέματα, νομίζω πως δεν υπήρχε κανείς, ίσως όμως να ήταν μερικοί άνθρωποι. Χτύπησα το παράθυρο. Άνοιξαν. Είπα το επίθετο: Γιουβάτσεφ – Χαρμς και έδωσα το δεματάκι με το φαγητό.
Θα πρέπει να πέρασαν δύο ή πέντε λεπτά. Το παραθυράκι άνοιξε ξανά και ο άντρας που το είχε παραλάβει μου είπε:
Πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου,- και πέταξε το δεματάκι μου.
Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Δεν ένιωθα τίποτα. Μόνο ένα κενό μέσα μου. Τότε μία σκέψη πέρασε από το μυαλό μου: “Μήπως ήταν καλύτερα να το έδινα στ’ αγοράκια;”. Έτσι κι αλλιώς όμως δεν θα μπορούσα να το σώσω.»
Γεννήθηκε αυτός ο παράξενος ποιητής στις 30 Δεκεμβρίου 1905, τη χρονιά που ξέσπασε η ρωσική επανάσταση, ο μεγάλος ιστορικός κύκλος της οποίας κλείνει στις μέρες μας, με την πλήρη παλινόρθωση εκείνης της πολιτικής τάξης πραγμάτων που υπάρχει στο ιστορικό της DNA. Έζησε μόλις 36 χρόνια, μα κληροδότησε μερικές από τις πιο εμπνευσμένες σελίδες της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Όταν τον ρωτούσαν πού θα ήθελε να περάσει τη ζωή του, απαντούσε: πάνω στην ντουλάπα, για να μπορώ να βλέπω. Ωστόσο ο ίδιος θεωρούσε πως «Δίκιο έχει εκείνος, στον οποίο ο Θεός χάρισε τη ζωή ως τέλειο δώρο». Γιος επαναστάτη, ο οποίος μετά την εξορία του μεταστράφηκε ως άλλος Σαούλ κι έγινε Πέτρος, γράφοντας θρησκευτικά βιβλιαράκια. Στην εξορία του στη Σαχαλίνη, ο πατέρας του γνώρισε τον Τσέχωφ, ο οποίος τον αποθανάτισε ως πρωταγωνιστή στο διήγημά του «Αφήγημα άγνωστου ανθρώπου».
Στο έργο του, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι ανάμεσα στην φαντασία και την περιγραφή της με τη βοήθεια λέξεων, οι οποίες δεν είναι παρά εργαλεία ή καλύτερα παιχνίδια στα χέρια του δημιουργού.
Ήταν φυσικό να μην μπορεί να ενταχτεί στον κανόνα της νεαρής σοβιετικής λογοτεχνίας, η οποία έσπευσε ασμένως να υιοθετήσει τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και να αναγάγει σε δόγμα τη φράση του Στάλιν «οι σοβιετικοί συγγραφείς είναι μηχανικοί των ψυχών».
Το 1925 - 1926 ξεκινάει η θυελλώδης λογοτεχνική του πορεία. Γίνεται μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Ποιητών, απαγγέλει, κατά τη συνήθεια της εποχής, ποιήματα δικά του αλλά και ομοτέχνων του μπροστά σε πολυπληθή ακροατήρια. Ινδάλματά του ήταν ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ και ο Καζιμίρ Μαλέβιτς. Το 1927 γίνεται μέλος της «Ένωσης πραγματικής τέχνης», την εποχή που ο Μαγιακόφσκι και οι Φουτουριστές καλούσαν να πετάξουν από το ατμόπλοιο του μοντερνισμού τον Ντοστογιέφσκι και τον Πούσκιν, να απορριφθούν όλες οι συντηρητικές μορφές τέχνης και να διαδοθούν οι αυθεντικές μέθοδοι απεικόνισης της πραγματικότητας, το γκροτέσκο και η ποιητική του παραλόγου.
Του άρεσε να κυκλοφορεί φορώντας κοντό παντελόνι και να στέκεται γυμνός στο παράθυρο του διαμερίσματός του. Η πρώτη του σύζυγος Έσθερ Ρουσακόβα δεν άντεξε τον εκκεντρικό χαρακτήρα και τις πολυάριθμες ερωτικές του περιπέτειες κι έτσι χώρισαν το 1932. Το 1934 παντρεύτηκε την Μαρίνα Μάλιτς, η οποία τον συντρόφευσε μέχρι τον σκληρό του θάνατο.