Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*
Το γενέθλιο γεγονός του σύγχρονου κοινωνικού κράτους υπήρξε το 1782 ο poor law της βασίλισσας Ελισάβετ. Προηγουμένως τα καθήκοντα της αλληλεγγύης προς τους αναξιοπαθούντες βάρυναν κυρίως τα εκκλησιαστικά ιδρύματα.
Εκείνη η νομοθεσία υπέρ των φτωχών, όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα της φτώχειας, αλλά αντιθέτως δημιούργησε σοβαρές παρενέργειες, αφού εμπόδισε το πνεύμα αποταμίευσης, αυξάνοντας ταυτοχρόνως τις δαπάνες και τους φόρους.
Η αύξηση των έμμεσων φόρων έπληξε και την εργατική τάξη. Ακόμη, η δημιουργία κρατικών υπηρεσιών πρόνοιας γέννησε μεγάλες καταχρήσεις και τελικά ο νόμος καταργήθηκε το 1834 έπειτα από τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις των νέων στην Αγγλία κατά της υποχρεωτικής κοινωνικής πολιτικής, των τελωνειακών δασμών και του προστατευτισμού. Από την εποχή εκείνη χρονολογείται η αγγλική παροιμία «βρίσκει κανείς όσους φτωχούς επιθυμεί, αρκεί να τους πληρώνει».
Ήταν τέτοια η κατακραυγή κατά των αναδιανεμητικών μηχανισμών του κράτους, που για σχεδόν εβδομήντα χρόνια οι κοινωνικές δαπάνες παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα. Την απουσία του κράτους κάλυπτε αποτελεσματικά η ιδιωτική πρωτοβουλία και οι ελεύθεροι συνεταιρισμοί των εργατών. Η φιλανθρωπική δράση γνώρισε πρωτοφανείς διαστάσεις σε όλο τον δυτικό κόσμο. Ο Τοκβίλ επεσήμανε στο έργο του την «αλληλέγγυα διάσταση» του καπιταλισμού στην Αμερική.
Αλλά και στην Ελλάδα του 19ου αιώνα η κοινωνική αλληλεγγύη δεν υπήρξε κρατική, στηρίχθηκε στους πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού, των οποίων το κοινωνικό έργο είναι τεράστιο. Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς; Σίνα, Ζάππα, Αρσάκη, Βερναρδάκη, Βαρβάκη, Κοργιαλένη, Συγγρό, Μαρασλή, Ζάγκα, Τοσίτσα κ.ά. Ατέλειωτος ο κατάλογος των ευεργετών της χώρας που στήριξαν το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο στο νέο βασίλειο.
Τα χρόνια πέρασαν και στον 20ό αιώνα η πρόνοια θεσμοθετήθηκε. Οι φιλελεύθεροι συναίνεσαν στη θεσμοποιημένη αλληλεγγύη, θεωρώντας ότι είναι προς το συμφέρον αυτών που συνεισφέρουν μέσω των φόρων να υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας που θα εξασφαλίζει την κοινωνική γαλήνη, χωρίς όμως να τραυματίζει τον ευαίσθητο μηχανισμό της αγοράς και τα ατομικά δικαιώματα στη βάση συμπεφωνημένων αρχών και διαφανών διαδικασιών.
Σταδιακά η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη υπό το βάρος των κολεκτιβιστικών θεωριών και μιας αυτονομημένης από τον έλεγχο των πολιτών γραφειοκρατίας μετεξελίχθηκε με τη βοήθεια κρατικιστών πολιτικών σε πατερναλιστικό κράτος, όχι πρόνοιας αλλά εύνοιας ειδικών και καλά οργανωμένων συμφερόντων. Ο εκφυλισμός αυτός των θεσμών του κράτους πρόνοιας υπονόμευσε την οικονομία και στρέβλωσε τον μηχανισμό της αγοράς.
Η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας οδήγησε στη χειραφέτηση της θεσμοθετημένης αλληλεγγύης από το κράτος. Με τις νέες αντιλήψεις η παροχή βοήθειας πρέπει να έχει ως σκοπό την ανεξαρτησία του δικαιούχου και δεν πρέπει να θίγει την αξιοπρέπειά του. Στη σύγχρονη φιλελεύθερη εκδοχή της η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη δεν λειτουργεί ως «χρυσό κλουβί», δεν αναπαράγει ούτε διαιωνίζει τη φτώχεια. Οι υπηρεσίες πρόνοιας πληρώνονται από τον προϋπολογισμό, αλλά δεν τις παρέχει το κράτος.
Το κράτος χρηματοδοτεί τον δικαιούχο κι αυτός μπορεί να επιλέξει μεταξύ περισσότερων ιδιωτών παρόχων κοινωνικών υπηρεσιών. Ο ανταγωνισμός βελτιώνει τις υπηρεσίες πρόνοιας υπέρ των δικαιούχων με μικρότερο κόστος υπέρ των φορολογουμένων. Ο έλεγχος από το κράτος και τους πολίτες γίνεται αποτελεσματικότερος, καθώς το κράτος δεν είναι την ίδια στιγμή και ελεγχόμενος.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής, 30 Νοεμβρίου