Με τις χθεσινές ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τα μακροοικονομικά, διαμορφώνεται μια πιο καθαρή εικόνα για την ύφεση στη χρονιά που πέρασε. Η οικονομία συρρικνώθηκε βίαια, με μέγεθος που πλησιάζει τα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετούς κρίσης. Το βάθος της ύφεσης ήταν αναμενόμενο, δεδομένων των πρωτοφανών και άμεσων περιορισμών που επέφερε η πανδημία και η ανάγκη αντιμετώπισής της.
Στο σύνολο της χρονιάς, η ύφεση φαίνεται να καταγράφεται πολύ κοντά στις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ. Η μέτρηση για συρρίκνωση κατά 8,2% μπορεί να αναθεωρηθεί στη συνέχεια, ίσως προς μια ελαφρά επιδείνωση, κάτι που κάθε άλλο παρά αποκλείεται σε περιόδους τέτοιας μεταβλητότητας. Απέχει, όμως, σημαντικά από τις ακόμη δυσμενέστερες εκτιμήσεις του κρατικού προϋπολογισμού και των περισσότερων διεθνών οργανισμών.
Όπως και να γίνει η ανάγνωση των στοιχείων, η συρρίκνωση της οικονομίας είχε κέντρο την καθίζηση του εισερχόμενου τουρισμού και το τρίτο τρίμηνο, με την επίδραση από τους πολύ αδύναμους θερινούς μήνες να έχει βέβαια αρνητικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις γενικότερα στην οικονομία. Αναλογικά, το τέταρτο τρίμηνο ήταν καλύτερο. Στα τουριστικά έσοδα, χάθηκαν τα τρία τέταρτα της αμέσως προηγούμενης χρονιάς, παράγοντας που υπογραμμίζει την κρισιμότητα της αντιστροφής του στη φετινή χρονιά.
Εάν δεν υπάρξει τουλάχιστον διπλασιασμός αυτών των εσόδων το καλοκαίρι, εξέλιξη που είναι εφικτή μετά την πρόοδο στην εμβολιαστική διαδικασία, αλλά με ισχυρές αβεβαιότητες, η καταγραφή αξιόλογης ανάπτυξης στο σύνολο του έτους δεν θα είναι εύκολη. Άλλωστε, στο πρώτο τρίμηνο η ύφεση είναι ήδη και πάλι βαθιά.
Το ότι η ύφεση στη χώρα μας είναι μεγαλύτερη από πολλές άλλες οικονομίες της ευρωζώνης αντανακλά κυρίως τη δομή της παραγωγής. Η πολύ ισχυρότερη εξάρτηση από τον εισερχόμενο τουρισμό των θερινών μηνών, και η πληθώρα επιχειρήσεων, κυρίως εξαιρετικά μικρού μεγέθους, στην εστίαση και το λιανικό εμπόριο, οδήγησαν συνολικά σε καθίζηση της οικονομίας μεγαλύτερη από άλλες οικονομίες με περισσότερες τεχνολογικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις που προσανατολίζονται στη διεθνή αγορά. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη μπει στον θετικό κύκλο της ανάκαμψης στον οποίο μπαίνουν σταδιακά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, η ύφεση στη χώρα μας θα ήταν πολύ βαθύτερη, ίσως εκκινώντας και μια ανεξέλεγκτη κρίση, εάν τα όρια της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρώπη δεν έδειχναν μεγάλη ευελιξία, αρκετή ώστε να προσφέρουν προστασία και στις ασθενέστερες οικονομίες.
Καθώς όμως, αργά ή γρήγορα αλλά σίγουρα στο ορατό μέλλον, η φορά της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής αναπόφευκτα θα αλλάξει, γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμος ο ρόλος της οικονομικής πολιτικής στη χώρα, με κέντρο τις δημοσιονομικές προτεραιότητες και την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης. Η σταδιακή επαναφορά από τα μεγάλα σημερινά ελλείμματα σε δημοσιονομικά πλεονάσματα, που θα είναι βέβαια λελογισμένα, είναι απαραίτητη. Θα αφαιρέσει όμως ρευστότητα από περιοχές της οικονομίας, άρα οι επιλογές θα πρέπει να είναι τέτοιες που να σηματοδοτούν και να κατευθύνουν μια νέα αναπτυξιακή πορεία.
Εάν δεν υπάρξουν μη αναμενόμενες ανατροπές, το τέλος της κρίσης όσον αφορά το άμεσο υγειονομικό πρόβλημα πλησιάζει στους επόμενους λίγες μήνες. Το ίδιο, δυστυχώς δεν μπορεί να ειπωθεί για το σκέλος της που αφορά την οικονομία. Εκεί, η ανάκαμψη, που υπό προϋποθέσεις θα είναι αρχικά ισχυρή από το καλοκαίρι και μετά, μπορεί να εξασθενίσει γρήγορα στα επόμενα χρόνια εάν γίνει επιλογή για διαχείριση της οικονομίας με στόχο την διατήρηση της δομής της και όχι της σταδιακής αλλαγής της.
* Ο Νίκος Βρέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών