Μια στο τόσο, οι παλιοί συμμαθητές μαζεύονται. Κλείνουν ένα μαγαζί (ας πούμε το Ταε Κβο Ντο) και δίνουν ραντεβού για να τα πουν. Ξεκινούν για την μάζωξη με ενθουσιασμό πιστεύοντας ότι θα αναβιώσουν τα νιάτα τους και την παλιά ομορφιά τους, καταλήγουν όμως πάντα να κλαίνε την μοίρα τους όλοι μαζί. Διότι μόνο όταν συναντηθούν αναμεταξύ τους ανακαλύπτουν πόσο αδηφάγος είναι ο χρόνος και πόσο ξεπερασμένους τους έχει καταντήσει.
Την συγκέντρωση την διοργανώνει εκείνος που από τα παλιά χρόνια ήταν ο αρχηγός της τάξης. Όχι απαραιτήτως ο καλύτερος μαθητής, αλλά οπωσδήποτε ο πιο μάγκας, ο πιο καταφερτζής, ο πιο ηγετικός, ο πιο φιγουρατζής, ο πιο όμορφος. Αυτός που οδηγούσε την μαθητική κοινότητα στις πιο ωραίες εκδρομές, στις πιο επεισοδιακές πλάκες, στα πιο πετυχημένα πάρτι, στα πιο επεισοδιακά σκασιαρχεία. Αυτός αναλαμβάνει πάλι την πρωτοβουλία της συγκέντρωσης, αυτός κανονίζει τα διαδικαστικά, αυτός έχει και την πρωτοκαθεδρία όταν τους δει όλους να φθάνουν κουτσά στραβά και να κάθονται στις καρέκλες τους.
Και σηκώνεται πάλι πάνω κι αρχίζει να μιλά με τον παλιό οίστρο και ενθουσιασμό, το ’χει ακόμα ο μπαγάσας αυτό το ξεσηκωτικό που διέθετε από έφηβος. Τα λόγια του είναι ακριβώς τα ίδια με τα παλιά, το ίδιο επαναστατικά και οργισμένα, το ίδιο περίτεχνα και εκρηκτικά όπως τότε. Μόνο που πλέον δεν απευθύνεται σε οργισμένα νιάτα που είναι έτοιμα να χαλάσουν και να ξαναφτιάξουν τον κόσμο μέσα σε λίγα λεπτά, αλλά απευθύνεται σε κάτι γερόντια και γερόντισσες που έχουν σακουλιάσει τα μάτια τους, τρίζουν τα ισχία τους, έχουν νερουλιάσει τα κρέατα τους και έχουν γίνει λαπάς τα μυαλά τους.
Και κοιτάζονται αναμεταξύ τους στο ακροατήριο και αντί όπως κάποτε να αρπάζουν όπλα για την επανάσταση ή τα μαντήλια και για τα τσάμικα, κοιτάζουν κουρασμένα τον διπλανό και τον απέναντι και μονολογούν σιωπηλά «ρε πως καταντήσαμε». Διότι ο αδηφάγος χρόνος που πέρασε, δεν βάρυνε μόνο τους ώμους τους αλλά βάρυνε και τις ψυχές τους, καθότι στα καλά χρόνια γνωρίστηκαν σαν κάλπικες δεκάρες μεταξύ τους και κατάλαβε ο ένας (σύντροφος) τι κουμάσι είναι ο άλλος (συναγωνιστής).
Τότε που ήταν παιδιά με παρθένα μυαλά και προθέσεις, ο καθένας έλεγε και υποσχόταν ό,τι του κατέβαινε χωρίς κόστος, αλλά τώρα μόλις πουν κάτι παρόμοιο θα τους κοιτάξει ο διπλανός με τόσο φαρμακερό βλέμμα που θα μείνει η κουβέντα τους στην μέση. Ο μόνος που συνεχίζει ακάθεκτος είναι ο διοργανωτής και αρχηγός, αυτός δεν χαμπαριάζει ούτε από ντροπές ούτε από αυτοκριτικές. Αυτός ήταν, είναι και θα είναι εσαεί ο αρχηγός της τάξης, μόνο που –φευ- τώρα πια σε κάθε του ατάκα δεν εισπράττει ιαχές και κυμματισμούς σημαιών, αλλά ένα χλιαρό γεροντίστικο χειροκροτηματάκι, έτσι για το θεαθήναι.
Κι αφού περάσει κουτσά στραβά η ώρα με αναπολήσεις των νιάτων και με τζούφιες υποσχέσεις περί ενός μέλλοντος που ξέρουν πως δεν θα ‘ρθει, αποχωρούν κατακουρασμένοι και εσωτερικά κλαμένοι για να πάνε σπιτάκι τους. Διότι συνειδητοποιούν ότι αυτή η τάξη, αυτή η σειρά, την είχε την ιστορική της ευκαιρία και την έχασε. Γι αυτούς δεύτερο γιουρούσι δεν θα υπάρξει, ίσως για τα παιδιά τους κάποτε στο μέλλον. Μόνο στην αναπόληση έχουν δικαίωμα, εκεί στο Τάε Κβο Ντο που βρίσκεται η ταβέρνα του reunion…