Οι διάφοροι νόμοι για την «προστασία» της πρώτης κατοικίας το μόνο που κατάφεραν ήταν να τραυματίσουν σοβαρά την αγορά ακινήτων και να επιφέρουν έτσι πλήγμα στην Οικονομία και στην πράξη να καταστρέψουν πολλούς ανθρώπους που επιχείρησαν δήθεν να διασώσουν. Η λύση δεν βρίσκεται στην παροχή ασπιρίνης για βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Αλλά σε σοβαρά στεγαστικά προγράμματα.
Όσοι δεν πήραν στεγαστικό δάνειο στην εποχή που οι τραπεζίτες τα μοίραζαν ως μπόνους έξω από τα φασφουντάδικα σε όποιον έκανε λογαριασμό μεγαλύτερο από δέκα ευρώ, θα αισθάνονται σίγουρα ως οι μεγάλοι αδικημένοι της ιστορίας. Κι αυτό διότι το κοινωνικό σύνολο κλήθηκε στην πράξη να πληρώσει το όνειρο στέγασης ολίγων συμπολιτών μας. Τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια πληρώθηκαν στην πράξη από το σύνολο των φορολογουμένων. Σαν να λέμε ότι πληρώσατε με τους φόρους σας την πρώτη κατοικία του γείτονά σας. Γιατί άραγε αυτό θεωρείται κοινωνικά δίκαιο; Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να χορηγηθεί με τους ίδιους ακριβώς όρους στεγαστικό δάνειο σε όσους τυχόν δεν πρόλαβαν! Είτε έχουμε κοινωνική πολιτική είτε δεν έχουμε…
Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική! Οι διάφορες διατάξεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας δεν κατόρθωσαν να διασώσουν όσους υποσχέθηκαν. Εκείνο που πραγματικά κατάφεραν ήταν να δημιουργήσουν ένα κύμα στρατηγικών κακοπληρωτών που διέλυσαν στην κυριολεξία την στεγαστική πίστη και την αγορά ακινήτων. Ακόμη και σήμερα οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα φειδωλές στην παροχή στεγαστικών δανείων και παρά το γεγονός ότι διαφημίζουν τη επιστροφή τους στο τερέν για την προσέλκυση νέων πελατών. Έχουν καεί στο χυλό.
Αν δεν υπήρχε νόμος Κατσέλη αλλά ένα αυστηρό σύστημα διακανονισμών, με βάση τα χρόνια που απέμειναν για την αποπληρωμή του δανείου, το παρελθόν του δανειολήπτη και την πραγματική του κατάσταση στην περίοδο εξέτασης του αιτήματός του, τότε οι τιμές των ακινήτων θα είχαν συγκρατηθεί σε καλύτερα επίπεδα τιμών. Πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό, αφού ο δανειολήπτης δεν παύει να οφείλει το δάνειό του, αν ο πλειστηριασμός του ακινήτου δεν καλύψει την οφειλή του! Διότι στον πλειστηριασμό θα φτάναμε έτσι ή αλλιώς, αργά ή γρήγορα. Ήταν κάτι που παρέλειψε να πει η κυρία Κατσέλη στο κοινό της. Έτσι έχει σημασία ποια είναι η αγοραία τιμή του ακινήτου. Προς το συμφέρον των δανειοληπτών και των τραπεζών ήταν να διατηρηθούν οι τιμές σε υψηλότερα επίπεδα και να υπάρχει αγορά. Έτσι δεν θα είχαμε τόσα πολλά κόκκινα δάνεια.
Το πολιτικό σύστημα αρνήθηκε να πιάσει στα χέρια του την καυτή πατάτα. Προτίμησε απλά να την κλωτσήσει πιο κάτω, μέχρι που έφτασε στο πιάτο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Καλώς ή κακώς η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να αναβάλει την επίλυση του θέματος για αργότερα. Κάθε τέτοια προσπάθεια θα επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο.
Οι πλειστηριασμοί δεν μπορούν να σταματήσουν, επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξυγίανσης της αγοράς. Την ίδια ώρα χρειάζεται να αλλάξει το νομικό πλαίσιο και να αναγνωρίζεται η οφειλή του δανειολήπτη μόνο για το ακίνητο για το οποίο παίρνει το δάνειο και όχι για το σύνολο της περιουσίας του. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και οι τράπεζες είχαν ευθύνη για την χορήγηση του δανείου.
Το πιο σημαντικό όμως είναι να προχωρήσει η πολιτεία σε ουσιαστικά στεγαστικά προγράμματα. Έχει σκεφτεί κανείς πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για φοιτητικές εστίες; Πόσο μεγάλη είναι η επιβάρυνση των νοικοκυριών να στείλουν το παιδί τους να σπουδάσει σε μια επαρχιακή πόλη; Επίσης, το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δημιουργήσει νέους πρότυπους οικισμούς και να παραχωρήσει τα σπίτια με ευνοϊκούς όρους σε νέες οικογένειες. Και να μειώνει το επιτόκιο, για παράδειγμα, με κάθε νέο παιδί. Αλλά και πάλι μιλάμε για ευνοϊκούς όρους και όχι για δώρα σε φίλους και συγγενείς. Ναι, η Πολιτεία πρέπει να αναλάβει δράσεις που θα ενισχύουν την αίσθηση κοινωνικής ασφάλειας των πολιτών και ταυτόχρονα να δώσει ώθηση στην Οικονομία. Την ίδια ώρα όμως θα πρέπει να προστατεύσει τα συναλλακτικά ήθη. Η απώλεια της Πίστης στις συναλλαγές ισοδυναμεί με βόμβα στα θεμέλια της Οικονομίας, καθιστώντας βέβαιη την απώλεια για όλους μας. Με τους νόμους Κατσέλη δεν υπάρχουν κερδισμένοι. Κι αυτό το μάθημα κόστισε, δυστυχώς, ακριβά.
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]