Tης Μαρίας Χούκλη
«Μα όλα έχουν ειπωθεί! Και συμβεί!».
Γιατί το πλοίο δεν αλλάζει ρότα; Μέχρι πότε οι επιβάτες του θα νομίζουν ότι απομακρύνονται από την προκυμαία, κάνοντας ότι δεν βλέπουν τους κάβους που τους κρατούν το σκαρί δεμένο στη στεριά; Μέχρι πότε οι κωπηλάτες θα υποδύονται ότι σαρώνουν το νερό που είναι στην πραγματικότητα μια απαστράπτουσα θάλασσα πολυαιθυλενίου; Όλα μοιάζουν σκηνοθετημένα.
Μοιάζουμε με το φελινικό κρουαζιερόπλοιο Γκλόρια Ν. που όλο έφευγε από το Λιμάνι της Νάπολης και ποτέ δεν απέπλευσε, καθηλωμένο από την αβάσταχτη ελαφρότητα των ταξιδιωτών του.
Όλοι συμμετέχουν στο παιχνίδι της ακινησίας. Πού θέλουμε να πάμε; Χίλιες φορές είπαμε ότι θέλουμε να θάψουμε τη στάχτη του παλιού εαυτού μας, τις παλιές ζωές και συνήθειες, έναν κόσμο που δεν θα επιστρέψει ποτέ. Συζητούμε σοβαροφανώς για όλα πλην των σημαντικών. Ερεθιστικές αφορμές «βαφτίζονται» δήλιο πρόβλημα. Όλοι δυσφορούν για τις νότες που δεν ακούγονται καλά, όταν όλος ο σκοπός είναι παράταιρος, δεν βγάζει μελωδία αλλά κρωγμούς. Πλάνες, άγνοια, φοβίες, ανασφάλειες και ωφελιμισμός κρύβονται από τους άλλους στο όνομα των καλών προθέσεων. Μήπως, όμως, αλληλοϋποστηριζόμαστε στις πλάνες, την άγνοια, τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τον ωφελιμισμό μας ανακυκλώνοντας έναν στείρο προβληματισμό «δίχως κρίση, χωρίς καρδιά» όπως θα μας μάλωνε ο Βέμπερ;
Ώρες-ώρες θυμίζουμε ηθοποιούς που απολαμβάνουν να παίζουν ξανά και ξανά τον ίδιο ρόλο, ούτε καν στην σκηνή αλλά σε μια διαρκή πρόβα, βλαστημώντας τον σκηνοθέτη πίσω από τις κουΐντες αλλά και ευγνωμονώντας τον, γιατί είναι μια κάποια λύση: σκεφτόμαστε ότι η δική του μπαγκέτα φταίει για την ακινησία του πλοίου. Σοπράνο και εργάτες πιστεύουν ότι τελικά δεν θα σταματήσουν οι μηχανές και το πλοίο θα συνεχίσει το μακάριο ταξίδι του.
Μόνο που το ηλιοβασίλεμα μπορεί να αποδειχθεί ψεύτικο, όπως το σκηνικό.