Του Αλέξανδρου Σκούρα
Η συνταγματική, αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι με διαφορά το καλύτερο σύστημα που έχει σκεφτεί η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα. Ένα βασικό της θεμέλιο, που κρατά από την αρχαία Αθήνα και την εποχή της άμεσης δημοκρατίας, είναι ότι η άσκηση της κρατικής εξουσίας υπόκειται στον έλεγχο και τις επιλογές των πολιτών. Πολύ απλά, αυτό σημαίνει ότι αφού οι εξουσίες πηγάζουν από τους πολίτες, η ευθύνη για την επιλογή των πολιτικών που θα τις ασκήσουν ανήκει επίσης στους πολίτες.
Στη χώρα μας, από την εποχή της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μέχρι και τις μέρες μας, οι πολιτικοί έχουν καταφέρει μία τεράστια επιτυχία εις βάρος μας. Έχουν καταφέρει, με λίγες εξαιρέσεις, να μην τους κρατάμε υπόλογους στις προεκλογικές δεσμεύσεις τους και να αρκούμαστε όταν μας λένε λίγα ή λιγότερα προεκλογικά ψέματα σε σχέση με τους αντιπάλους τους. Αυτή η άρνηση της ευθύνης, από πλευράς πολιτών, συνήθως εκφράζεται στα καφενεία και τις φιλικές συζητήσεις μας με προτάσεις όπως «και τα μισά από όσα υπόσχεται να κάνει ο τάδε, εγώ θα είμαι ευτυχισμένος».
Η νοοτροπία αυτή είναι ιδιαίτερα προβληματική διότι ενισχύει τα χειρότερα ένστικτα και συμπεριφορές των πολιτικών μας εις βάρος των τίμιων αντιπάλων τους και στο τέλος ημών των ιδίων. Ας πάρουμε το θέμα από την αρχή. Η βιολογία και η ψυχολογία έχουν εξετάσει εδώ και δεκαετίες την επίπτωση των κινήτρων στη συμπεριφορά, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και σε άλλα θηλαστικά όπως οι χιμπατζήδες. Τα ευρήματα πάντοτε επιβεβαιώνουν αυτό που μας φαίνεται αυτονόητο: τα κίνητρα επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας. Όταν στην πολιτική η παροχολογία δεν τιμωρείται αλλά επιβραβεύεται, μπορούμε με μαθηματική ακρίβεια να προβλέψουμε ότι οι λαοπλάνοι παροχολόγοι θα αυξηθούν ενώ οι τίμιοι και υπεύθυνοι υποψήφιοι θα μειωθούν. Αυτή η πρόβλεψη δεν έχει τόσο να κάνει με το αν μας κυβερνούν καλοί ή κακοί άνθρωποι αλλά με τα κίνητρα που δίνουν οι κυρίαρχοι πολίτες στους πολιτικούς που ζητούν την ψήφο τους.
Μία άλλη σχετική παρατήρηση που αφορά τα κίνητρα των πολιτών έχει να κάνει και με τη χρεοκοπία της χώρας μας. Όταν ως πολίτες ζητήσαμε από τους βουλευτές και τις κυβερνήσεις μας μεγαλύτερες συντάξεις και μικρότερα όρια συνταξιοδότησης, ή απαιτήσαμε θέσεις στο δημόσιο για τα παιδιά μας και ταυτόχρονα χαμηλότερη φορολογία από εκείνη που θα μας επέτρεπε να πληρώσουμε τις αυξημένες δαπάνες μισθοδοσίας του κράτους, στην πραγματικότητα επιλέγαμε την αυτοκαταστροφή μας διότι, όπως σήμερα γνωρίζουν όλοι, οι πολιτικοί που θα μας ικανοποιούσαν τα παράλογα αιτήματά μας βρέθηκαν και με το παραπάνω.
Αν εξετάσουμε λοιπόν τα κίνητρα που δίνει η ευρέως αποδεκτή ρήση «και τα μισά να κάνει… εγώ θα είμαι ευχαριστημένος» βρίσκουμε ότι ωφελημένος βγαίνει αυτός που θα προτείνει πολλά πράγματα. Όταν κάποιος σοβαρός και μετρημένος υποψήφιος υπόσχεται 4 πράγματα και ο άλλος 80, το πλεονέκτημα το έχει αυτός με τις 80 υποσχέσεις. Καμία σημασία δεν έχει ότι για να ευχαριστήσουν το κοινό τους ο μεν πρέπει να εκπληρώσει 2 και ο άλλος 40 υποσχέσεις. Προεκλογικά δεν μπορεί κανείς με σιγουριά να προεξοφλήσει τα πεπραγμένα της επόμενης διακυβέρνησης (ίσως με εξαίρεση το περίφημο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ όπου μόνο οι φανατικοί υποστηρικτές του πίστεψαν ότι αυτά τα πράγματα είχαν ελπίδα να υλοποιηθούν).
Πέρα όμως από την ποσότητα των υποσχέσεων, η επίμαχη στάση καθορίζει και την ποιότητα. Αν κάποιος προτείνει 40 ρεαλιστικά και μικρής σημασίας πράγματα και 40 ουτοπικά, το ποσοστό παραμένει 50% αλλά η εκλογική του στήριξη πιθανότατα προέρχεται από την παροχολογία των 40 ουτοπικών υποσχέσεων.
Τέλος, και αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο, η στάση του «και τα μισά να κάνει» δίνει αυξημένα κίνητρα στους πολιτικούς να δημιουργήσουν και να συμμετάσχουν σε έναν πλειστηριασμό παροχολογίας. Στη χώρα μας το έχουμε ζήσει αυτό το φαινόμενο επανειλημμένως και τις συνέπειές του τις πληρώνουμε καθημερινά. Αν το κριτήριο δεν είναι το 100% των προγραμμάτων και των προεκλογικών υποσχέσεων, οι πολιτικοί δεν έχουν κανέναν λόγο να πουν την αλήθεια στους εκλογείς. Αντίθετα, γνωρίζουν καλά ότι η τιμιότητα και η ειλικρίνεια θα τους οδηγήσουν στη συντριβή την ώρα της κάλπης.
Η υπόθεση αυτή είναι ευχή και κατάρα για όλους μας. Αν αποφασίσουμε να ανταμείβουμε στην κάλπη εκείνους που προσέχουν τι υπόσχονται και προσπαθούν τίμια και καθαρά να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους, η ποιότητα της δημοκρατίας μας θα βγει κερδισμένη. Αν για ακόμα μία φορά γίνουμε πρόθυμοι αυτόχειρες που ανταμείβουν την παροχολογία ελπίζοντας στα μισά από όσα μας υποσχέθηκαν, είναι βέβαιο ότι θα ανακαλύψουμε νέους πάτους στο βαρέλι της πολιτικής μας.