Της Μαρίας Χούκλη
Μα μπορεί να κακοφορμίσει μια χώρα; Ναι, είναι η απάντηση στο ερώτημα-παράφραση της απορίας του Γιώργου Σεφέρη για τον τόπο του, σε άλλες εποχές, αλλά με τα ίδια πολιτικά κουσούρια (Τρία Κρυφά Ποιήματα-Επι Σκηνής Δ'').
Η επικαιρότητα των ημερών προσφέρει απτές αποδείξεις για να κλείσουμε τα ρουθούνια μας.
Κοντά πενήντα χρόνια (!) έχουν περάσει από την Μεταπολίτευση και σαράντα (!) από την είσοδό μας στην ΕΕ, κυβερνήσεις ανέβηκαν και κατέβηκαν -δεξιές, σοσιαλιστικές και εσχάτως αριστερές- ουδεμία φρόντισε να λύσει το μείζον πρόβλημα διαχείρισης των απορριμάτων. Ουδεμία το έκανε σημαία της και το κατέστησε ύψιστη προτεραιότητα, ευχόμενη απλώς να μην της πέσει ο κλήρος να αντιμετωπίσει μια κρίση σκουπιδιών.
Προφανώς, μεγαλύτερη ευθύνη έχουν οι γαλαζοπράσινες ηγεσίες που ήταν επί δεκαετίες στην εξουσία, όμως οι νυν κυβερνώντες τους κοπιάρουν στον λαϊκισμό και την ανικανότητα με επιτυχία, για να μην πω , τους ξεπέρασαν.
Η γάγγραινα, βεβαίως, έχει απλωθεί, πέραν της κεντρικής πολιτικής σκηνής, στο χώρο της αυτοδιοίκησης. Περιφερειάρχες και δημαρχαίοι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, λουφάζουν. Απέχουν από το «απεχθές» κάδρο και αφήνουν τον Σκουρλέτη να «λούζεται» τις διαλυμένες σακούλες με το δυσώδες περιεχόμενο.
Μερίδιο στη γάγγραινα με τα σκουπίδια έχουν και οι τοπικές κοινωνίες που θέλουν καθαρά τα σπίτια τους, αλλά ούτε να ακούσουν για υγειονομική ταφή των απορριμάτων στην περιοχή τους. Είναι ίσως η μόνη φορά που χαρίζουν κάτι με χαρά, στους γειτονικούς δήμους.
Η συνταγή του δηλητηριώδους κοκτέιλ, σύμφωνα με αδιάψευστα ρεπορτάζ, περιλαμβάνει αναρίθμητες, εμβαλωματικές ρυθμίσεις, συγκεχυμένες -συχνά αλληλοαναιρούμενες- διατάξεις, διαρκείς παραβάσεις των ευρωπαϊκών κανονισμών, πρόστιμα και άλλα πρόστιμα για τις ανέλεγκτες χωματερές, χρηματικές ροές σε δήμους για να κρατήσουν στην περιοχή τους κορεσμένες ανοιχτές χωματερές, μονιμοποιήσεις συμβασιούχων της καθαριότητας που εν μια νυκτί γίνονται υπάλληλοι γραφείου, τεράστια οικιστικά συμφέροντα που γίνονται εκλογικές δεξαμενές και επομένως υπολογίσιμη δύναμη η οποία προσμετράται στο πολιτικό κόστος.
«Δυσώδης» και η άλλη ηχηρή υπόθεση των ημερών:η παρέμβαση του υπουργού Εθνικής Άμυνας σε εν εξελίξει έρευνα της δικαιοσύνης για μεγάλο κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών. Και όταν λέμε παρέμβαση, εννοούμε τηλεφωνικές επικοινωνίες που φέρεται να είχε με καταδικασμένο σε ισόβια για συμμετοχή στο κύκλωμα. Οι λεπτομέρειες, τι και ποιόν θα «έκαιγε» ο έγκλειστος δεν έχουν καμία σημασία. Ακόμη και αν ο ισοβίτης ζητούσε τσιγάρα, δεν ήταν δουλειά του υπουργού Εθνικής Άμυνας -και κανενός υπουργού- να του τα βρει. Πολύ περισσότερο που το διακύβευμα της υπόθεσης αυτής φαίνεται πως δεν ήταν τόσο «αθώο». Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο κύριος Καμμένος απαντά σε επίκαιρες ερωτήσεις της αντιπολίτευσης, επομένως δεν γνωρίζουμε πως δικαιολόγησε την ανάμιξη και τα κίνητρά του.
Πώς, όμως, το σχολίασε η κυβέρνηση; Έδειξε ενοχλημένη; Έστω κράτησε αποστάσεις από τον πολυπράγμονα εταίρο των ΑΝΕΛ;
Ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης (οι ιδιότητες έχουν χάσει πλέον το νόημά τους) δήλωσε από το βήμα της Βουλής ότι δεν συνέβη δα και κάτι το τρομερό.
«Ακόμη και παρατύπως να ενήργησε ο κ. Καμμένος, προκειμένου να ενθαρρύνει έναν ισοβίτη να μάθουμε την αλήθεια, δεν μπορείτε να χαρακτηρίσετε αρνητικό τον υπερβάλλοντα ζήλο του, ήταν μια προτροπή για να σπάσει ένα κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών».
Βλέπετε, λοιπόν, ότι η μπόχα που μας έχει κατακλύσει δεν είναι από τα σκουπίδια ούτε από τις αποκαλύψεις -αληθείς ή όχι -ενός ισοβίτη. Η δυσάρεστη μυρωδιά ξεκινάει και καταλήγει στο πολιτικό προσωπικό. Εκλέγεται για να λύσει προβλήματα όχι για να γίνει μέρος του προβλήματος, για να σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους, όχι να δρα παρατύπως, να πατάσσει τη διαφθορά και όχι να της κάνει τον τροχονόμο.
Αλλά ποιος επιλέγει το πολιτικό προσωπικό; Εμείς.
Ας μην παραπονιόμαστε, επομένως, που όζει η ζωή μας. Κακοφορμίσαμε και είναι δικό μας έργο.