Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η γυναίκα μου γράφει αστυνομικά και, όπως κάθε συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, έχει στο προσκεφάλι της το αυτοβιογραφικό βιβλίο του ειδικού ερευνητή τού FBI Τζον Ντάγκλας, «Στο μυαλό των σίριαλ-κίλερς. Η ψυχολογία στην υπηρεσία της δίωξης εγκλήματος» (στα ελληνικά κυκλοφορεί, σε μετάφραση Έφης Φρυδά, από τις Εκδόσεις Μελάνι: 469 σελίδες, α΄ έκδ. 2004). Είναι το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η εξαιρετική σειρά «Mindhunter» του Netflix, την οποία έχουν δει και στην Ελλάδα πάρα πολλοί τηλεθεατές. Και είναι το πρώτο βιβλίο στον τομέα του που περιγράφει βήμα-βήμα το πώς φτιάχτηκε, από το τίποτα σχεδόν, ένας νέος κλάδος της επιστήμης της ψυχολογίας, πώς γεννήθηκαν οι πρώτοι profilers της Δίωξης, πώς εντοπίστηκαν, συνελήφθησαν και ομολόγησαν ορισμένοι με βάση κάποια στοιχεία μόνο και χωρίς μαρτυρίες κλπ. κλπ. Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, και μία μαρτυρία από πρώτο χέρι.
Παρακολουθώντας τις έρευνες της ομάδας αυτής τού FBI καθώς παίρνει συνεντεύξεις από καθ' έξιν ή κατά συρροήν δολοφόνους που έχουν συλληφθεί και βρίσκονται πια στη φυλακή, βλέπουμε εκτός όλων των άλλων πώς «λειτουργεί» το μυαλό τους, τι φαντασιώνονταν, και τι ήθελαν (και τι απολάμβαναν) όταν έκαναν αυτά που έκαναν? και, μαζί με τους ειδικούς ντετέκτιβ, μαθαίνουμε και τι κοινά χαρακτηριστικά είχαν. Γιατί σχεδόν όλοι είχαν μερικές πολύ-πολύ χαρακτηριστικές ομοιότητες, όλες εντοπισμένες στην παιδική τους ηλικία. Δεν μιλάμε εδώ για φτώχεια, ή για παιδική κακοποίηση, ή για γονείς με ψυχοπαθολογία κ.ο.κ., για τις συνθήκες δηλαδή που ίσως έπαιξαν κάποιο ρόλο στο να γίνουν ό,τι έγιναν, αλλά για πράγματα που, σαν παιδιά, έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι για μία σειρά από λόγους — δεν χρειάζεται να πούμε εδώ ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι.
Λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν τρία κοινά χαρακτηριστικά, και μάλιστα και τα τρία μαζί. Και ήταν τα εξής: (1) νυχτερινή ενούρηση σε ηλικία που κάτι τέτοιο δεν συνηθίζεται, (2) πυρομανία και (3) κακοποίηση ζώων. Ξαναλέμε ότι αυτά τα τρία πήγαιναν μαζί: στο παρελθόν, ένας serial killer υπήρξε ένα παιδί (ένα αγόρι, για την ακρίβεια — δεν έχουμε γυναίκες serial killer) που κάπου στα δέκα του χρόνια έβρεχε εξακολουθητικά τις νύχτες το κρεβάτι του, ΚΑΙ του άρεσε να βάζει φωτιές (όχι να προκαλεί πυρκαγιές σε δάση: απλώς να «παίζει» με τη φωτιά), ΚΑΙ απολάμβανε τον βασανισμό ζώων.
Προσοχή: φυσικά δεν ισχύει το αντίστροφο. Οι serial killer έχουν μεν αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά ένα παιδί που επίσης έχει και τα τρία αυτά προβλήματα δεν πρόκειται βέβαια να γίνει δολοφόνος. Για την ακρίβεια, υπάρχουν πολύ λίγοι serial killer στον κόσμο ούτως ή άλλως. Μπορεί τα βιβλία και οι ταινίες με καθ' έξιν δολοφόνους να είναι πάρα πολλά (γιατί υπάρχει μεγάλο κοινό), μπορεί όλοι μας να ξέρουμε καλά μία, δύο ή και περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις τεράτων που αντλούν ηδονή από τον βιασμό, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναικών (όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά…), και φυσικά δεν υπάρχει κανείς μας που να μη γνωρίζει τον Χάνιμπαλ Λέκτερ (απροπό, ο δημιουργός του, ο σπουδαίος συγγραφέας Τόμας Χάρις, ήταν τακτικός ακροατής των διαλέξεων του Τζον Ντάγκλας στο Κουάντικο, στην Ακαδημία τού FBI), αλλά στην πραγματικότητα οι serial killer είναι ένα στατιστικώς ασήμαντο ποσοστό των ποινικών εγκληματιών. Είναι πολύ λίγοι, και ποτέ δεν θα γίνουν περισσότεροι. Είναι μια χούφτα όλη κι όλη δυστυχείς άνθρωποι, που «γεννήθηκαν» (;) ή «δημιουργήθηκαν» (;) για να σκορπίσουν πόνο και δυστυχία…
Από την άλλη όμως, το βιβλίο του Ντάγκλας κυκλοφόρησε πριν από 25 χρόνια και μιλά για τη δεκαετία τού '70. Έκτοτε, έχουν αλλάξει κάποια δεδομένα? ή μάλλον: έκτοτε προστέθηκε πολλή έρευνα στον τομέα της ψυχοπαθολογίας των εγκληματιών γενικώς, και όχι μόνο των κατά συρροήν δολοφόνων. Το προβληματικό όμως στοιχείο εδώ είναι ότι και πάλι οι ερευνητές διακρίνουν τα ίδια πάνω-κάτω μοτίβα κυρίως σε ανθρώπους (πάντα και μόνο σε άντρες, εννοείται) που ασκούν βία απέναντι σε γυναίκες (αλλά και σε γκέι). Δεν μιλούν μόνο για βιαστές και «δράκους», αλλά και για καλούς κατά τα άλλα συζύγους που, μία ωραία πρωία, μπορεί να σπάσουν στο ξύλο τη γυναίκα τους — και να τους αρέσει τόσο αυτό, που να το επαναλάβουν με την πρώτη ευκαιρία (την οποία «ευκαιρία», βέβαια, επινοούν ως γνωστόν πάντα οι ίδιοι, από μόνοι τους — ανεξαιρέτως).
Δεν ξέρουμε τι λένε οι εν λόγω ψυχολόγοι και ψυχίατροι για τη νυχτερινή ενούρηση ή για τα παιχνίδια με τα σπίρτα και τα στουπιά. Αλλά η συστηματική αναλγησία έναντι των ζώων σε παιδική και εφηβική ηλικία (γατιών και σκυλιών κυρίως, γιατί είναι τα πιο πρόσφορα καθώς υπάρχουν παντού, αλλά συχνά και πουλιών και άλλων μικρών αγριμιών), τα βασανιστήρια και η δολοφονία δηλαδή ανυπεράσπιστων ζώων, θεωρείται πλέον προδρομική κατάσταση μίας βίας ανδρικού τύπου που ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον βουλώσει ένα μάτι, σπάσει μερικά πλευρά, σκίσει δυο χείλια. (Προς Θεού, δεν μιλάμε εδώ για βιασμούς και γυναικοκτονίες, προφανώς).
Δεν νομίζουμε πως είναι φυσιολογικό να βγάζει ένα παιδί τα μάτια ενός σκύλου, να ρίχνει οινόπνευμα και να καίει μια αδέσποτη γάτα, και να το απολαμβάνει αυτό. Τέτοιες συμπεριφορές χρειάζονται προσοχή και μέριμνα. Φροντίδα από επαγγελματίες που ξέρουν. Γιατί δεν κάνει τέτοια πράγματα ένας ευτυχής άνθρωπος.