Τα νέα για την ελληνική οικονομία ήταν καλύτερα απ’ ό,τι περίμενε η πλειοψηφία των αναλυτών. Στο καλό, μάλιστα, σενάριο η ύφεση φέτος μπορεί να περιοριστεί στο 5%. Όμως, υπό προϋποθέσεις, όπως σημειώνει στο liberal.gr ο οικονομολόγος Πάνος Τσακλόγλου. Τέτοιες είναι μια καλή επίδοση του τουρισμού στο τρίτο τρίμηνο και αν καταφέρουμε να γλιτώσουμε ένα νέο lockdown στο τέταρτο, λόγω ενός δεύτερου κύματος πανδημίας.
Έχει τη σημασία του πάντως, όπως λέει ο κ. Τσακλόγλου, ότι οι προβλέψεις όλων των ελληνικών φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, βλέπουν ύφεση της ελληνικής οικονομίας μικρότερη από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις διεθνών οίκων και οργανισμών.
Στο ερώτημα. πού αποδίδει την απροσδόκητα χαμηλή ύφεση μόλις 0,9% του πρώτου τριμήνου, η απάντησή του είναι τόσο στην καλή πορεία της οικονομίας κατά το πρώτο δίμηνο, όσο και στα ίδια τα… δομικά της προβλήματα. Στο γεγονός, δηλαδή, ότι ακριβώς επειδή δεν έχουμε ισχυρή μεταποίηση, το ελληνικό ΑΕΠ δεν επηρεάστηκε στον ίδιο βαθμό με αυτό άλλων χωρών, όπου η συμμετοχή της βιομηχανίας είναι μεγάλη και άρα οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα πυροδότησαν σοβαρότατα προβλήματα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Τι μας δείχνει για την από εδώ και πέρα πορεία της ελληνικής οικονομίας η ύφεση μόλις 0,9% του πρώτου τρίμηνου, αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για επίδοση πολύ καλύτερη απ’ ό,τι άλλων χωρών, όπως και της Ευρωζώνης;
Όντως, τα νέα για τη χώρα μας ήταν καλύτερα από αυτά που ανέμενε η πλειοψηφία των αναλυτών. Νομίζω ότι η σχετικά χαμηλή μείωση του ΑΕΠ οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με την καλή πορεία της οικονομίας μας κατά το διάστημα μέχρι το lockdown, όπως αυτή πιστοποιείται από διάφορους δείκτες που καλύπτουν το πρώτο δίμηνο του έτους.
Ο δεύτερος παράγοντας μας έδωσε μεν καλό αποτέλεσμα, αλλά οφείλεται σε δομικά προβλήματα της οικονομίας μας. Πιο συγκεκριμένα, το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας μας είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και οι περισσότερες ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν είναι καλά ενσωματωμένες τις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής. Λόγω του lockdown - κυρίως στην Κίνα - τους πρώτους μήνες του έτους, αυτές οι αλυσίδες παραγωγής άρχισαν να δυσλειτουργούν και το αποτέλεσμα ήταν πολύ εντονότερο σε χώρες με μεγάλη συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ και καλά ενσωματωμένες στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής, παρά στην Ελλάδα.
- Μήπως όμως η παραπάνω επίδοση δείχνει ότι αν οι εξελίξεις στην οικονομία κινηθούν με τον ίδιο ρυθμό, τότε θα επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο, δηλαδή οι προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών για ύφεση φέτος κοντά στο 4,7%;
Το κύριο χαρακτηριστικό της παρούσας κρίσης είναι η μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τις εξελίξεις στην οικονομία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οικονομική δραστηριότητα περιορίστηκε σημαντικά κατά το δεύτερο τρίμηνο λόγω του lockdown. Το μεγάλο ερωτηματικό είναι το μέγεθος της ύφεσης του, παραδοσιακά καλού για την ελληνική οικονομία, τρίτου τριμήνου, για το οποίο είναι καθοριστική η συμβολή του τουρισμού. Όμως και για το τέταρτο τρίμηνο υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα. Οι επιδημιολόγοι μιλούν με βεβαιότητα για δεύτερο κύμα της πανδημίας. Αν αυτό είναι τόσο σοβαρό ώστε να οδηγήσει σε απόφαση για νέο lockdown, οι επιπτώσεις στην οικονομία θα είναι πολύ μεγάλες. Επομένως, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημά σας με κάποιο βαθμό βεβαιότητας.
- Το ρωτώ γιατί, με δεδομένο ότι η Ελλάδα εξαρτάται από τον τουρισμό, εφόσον αυτός πάει καλά και δεν επιβεβαιωθούν τα χειρότερα, δεν είναι πιθανό η τελική εικόνα του 2020 να αποδειχθεί αρκετά καλύτερη των αρχικών προβλέψεων;
Όντως, στο καλό σενάριο, η οικονομία μπορεί να γνωρίσει ύφεση κοντά στο 5% φέτος. Αλλά αυτό είναι απλώς … ένα από τα σενάρια. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, κατά την άποψή μου, οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες θα είναι η επίδοση του τουρισμού και η πιθανότητα ανάγκης για προσφυγή σε lockdown για δεύτερη φορά.
Πάντως, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι προβλέψεις όλων των ελληνικών φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, εκτιμούν ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2020 θα είναι μικρότερη από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις διεθνών οίκων και οργανισμών. Ας ελπίσουμε ότι θα επιβεβαιωθούν.
- Όσον αφορά την απόφαση της ΕΚΤ να ανεβάσει το συνολικό ύψος του QE Πανδημίας στα 1,35 τρισ. ευρώ, αυτό πόσο θα βοηθήσει την Ελλάδα και πώς;
Η διεύρυνση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης λόγω της πανδημίας που αποφάσισε στη τελευταία συνεδρίασή του το ΔΣ της ΕΚΤ, συμπαρασύρει σημαντικά προς τα πάνω το ποσό των ελληνικών ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος. Αυτό σίγουρα θα βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας, οποτεδήποτε η κυβέρνηση κρίνει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για έξοδο στις αγορές. Αυτό με στη σειρά του αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει και το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Επομένως, η ενέργεια αυτή όντως βοηθά πολύ την ελληνική οικονομία.
- Δηλαδή και με δεδομένο ότι το έκτακτο QE θα ισχύει τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 2021, μήπως αυτό είναι μια μεγάλη ευκαιρία για το Ελληνικό δημόσιο όχι μόνο να δανειστεί με καλύτερους όρους από τις αγορές, αλλά και να αναβαθμιστεί από τους ξένους οίκους, όπως και να προσελκύσει επενδυτές;
Δεν θα συμφωνήσω με αυτή την άποψη. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ήδη εξαιρετικά υψηλός. Επομένως, ο δανεισμός μας πρέπει να είναι λελογισμένος, όσο το απαιτεί η τρέχουσα αρνητική συγκυρία. Διαφορετικά, αν το χρέος μας αυξηθεί υπερβολικά, δίνεται ένα έμμεσο σήμα στους επενδυτές ότι για την αποπληρωμή του χρέους θα πρέπει να αυξηθεί μελλοντικά η φορολογία και επομένως, η κερδοφορία των επενδύσεών τους. Αυτό οδηγεί σε χαμηλότερες επενδύσεις, με αρνητικές συνέπειες για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας.
Αλλά και για τους οίκους αξιολόγησης, υψηλότερα επίπεδα χρέους οδηγούν σε υποβαθμίσεις και όχι αναβαθμίσεις των οικονομιών. Αυτό που λέτε θα είχε νόημα αν η Ελλάδα είχε μεγάλο δανεισμό με υψηλά επιτόκια και η χώρα μας επιχειρούσε την αντικατάσταση των ακριβών δανείων με άλλα φθηνότερα. Όμως, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους είναι διακρατικό, μακροχρόνιο και με πολύ ευνοϊκά επιτόκια. Επομένως, δεν συντρέχει ο παραπάνω λόγος.
Εναλλακτικά, η Ελλάδα θα μπορούσε να δανεισθεί τώρα και να δημιουργήσει ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα ώστε να μην είναι αναγκασμένη να προσφύγει στις αγορές αν οι συνθήκες χειροτερέψουν. Όμως, το να είναι απούσα μία χώρα από τις αγορές για μεγάλο χρονικό διάστημα δίνει ένα αρνητικό σήμα που μάλλον θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο έχουμε στην άκρη το «μαξιλαράκι» των 15.6 δισ ευρώ που δανειστήκαμε από τον ESM στο τέλος του Τρίτου Προγράμματος.
* Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.