Η εκπαίδευση παραμένει μία αποκλειστική εθνική αρμοδιότητα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη-μέλη ορθώς διατήρησαν αυτή την αρμοδιότητα, γιατί είναι σπουδαίας σημασίας για την συγκρότηση και την συνοχή της κοινωνίας, την ιδιότητα του πολίτη, και κατ’ επέκταση τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η εκπαιδευτική πολιτική διαμορφώνεται ερήμην των διεθνών εξελίξεων. Η εκπαιδευτική πολιτική υπόκειται στην ενδελεχή επιστημονική έρευνα και ανάλυση.
Ο ΟΟΣΑ διαθέτει μία εκτενή βάση διεθνών συγκριτικών δεδομένων από τα οποία προκύπτουν οι ομοιότητες των εκπαιδευτικών μέσων, στόχων και επιτευγμάτων, παρά το γεγονός ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ κοινωνιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η διεθνής σύγκριση περιλαμβάνει χώρες με εξαιρετικά διαφορετική συγκρότηση και εξέλιξη, όπως η Φινλανδία, η Σιγκαπούρη και η Νότιος Κορέα.
Ωστόσο οι διεθνώς ισχύοντες δείκτες ποιότητας της εκπαίδευσης μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε επιτεύγματα και αδυναμίες μεταξύ εκπαιδευτικών συστημάτων.
Αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό. Είμαστε όλοι στον ίδιο βαθμό εκτεθειμένοι στις ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογικής ανάπτυξης, των πληροφοριακών συστημάτων και την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας.
Νέοι και μεγαλύτεροι κατανοούμε ότι πρέπει να ανανεώνουμε διαρκώς τις γνώσεις μας, να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία και να έχουμε πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες, αλλά και να τις επεξεργαζόμαστε με νέες μεθόδους και συναφή λογισμικά.
Επιπλέον, οφείλουμε να αναπτύξουμε και κριτικές δεξιότητες, προκειμένου από τον όγκο της πληροφορίας να μπορούμε να διακρίνουμε τα στοιχεία εκείνα τα οποία είναι αξιόπιστα, συναφή για τους σκοπούς που επιδιώκουμε και ευεργετικά για την ανάπτυξη νέας γνώσης.
Είναι αυτές οι ικανότητες για κριτική προσέγγιση και κατανόηση οι οποίες είναι απαραίτητες για τους συγχρόνους δημοκρατικούς πολίτες τόσο στις επιστημονικές και επαγγελματικές τους επιδιώξεις, όσο και στο δημόσιο βίο εν γένει.
Ένα από τα στοιχεία τα οποία αναδεικνύει ο ΟΟΣΑ αφορά στην καινοτομία στην εκπαίδευση.
Η καινοτομία διαπιστώνεται σε πολλές όψεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας: Την οργάνωση των σχολικών μονάδων και την αξιολόγησή τους, τις μεθόδους διδασκαλίας των εκπαιδευτικών και την εκτίμηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων, τα εποπτικά μέσα και την ανανέωσή τους, την ανταπόκριση των διαφορετικών αναγκών και δεξιοτήτων των μαθητών.
Για την προώθηση της καινοτομίας, όμως, απαιτείται η αμφίδρομη επιδίωξή της από κοινού από τους φορείς της Πολιτείας και της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Στη χώρα μας αρκετά μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα προωθήθηκαν άνωθεν, από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, δίχως ουσιαστικά ερείσματα στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η περίπτωση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι ίσως η πλέον χαρακτηριστική. Όπως και η ενσωμάτωση της τεχνολογικής εκπαίδευσης στον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας.
Είναι γεγονός ότι συχνά το υπουργείο οφείλει να καθοδηγεί τους συντελεστές της εκπαίδευσης, γιατί αυτό απαιτεί η ευθύνη του έναντι των μαθητών και των οικογενειών τους. Άλλωστε, το υπουργείο γίνεται δέκτης των διεθνών τάσεων στην εκπαίδευση, και διαθέτει την αυτονόητη αρμοδιότητα της διαμόρφωσης πολιτικής.
Ωστόσο, η προώθηση της εκπαιδευτικής καινοτομίας οφείλει να ξεκινήσει και από την ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα, η οποία διαθέτει πολύ σημαντικές εστίες πρωτοπορίας και αριστείας, ενώ οι εκπαιδευτικοί βιώνουν καλύτερα από τον καθένα τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών. Ως υπουργός πάντοτε επιδίωξα να ενδυναμώσω έναν αυτόνομο και δημιουργικό ρόλο των εκπαιδευτικών στο πεδίο των ευθυνών τους.
Καμία μεταρρύθμιση δεν πρόκειται να προχωρήσει εάν δεν ξεκινήσει και από τα κάτω. Με καλές πρακτικές, συστηματική καταγραφή αδυναμιών και πλεονεκτημάτων, αξιοποίηση των καλύτερων διεθνών δεικτών και συστάσεων.
Αυτή την προσπάθεια η Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει και να θεσμοθετήσει, στο πλαίσιο των νομοθετικών πρωτοβουλιών της προκειμένου η καινοτομία να διαχυθεί σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα.
Η σημερινή νέα γενιά της χώρας είναι ίσως η περισσότερο κριτική και επιφυλακτική σχετικά με το ρόλο του κράτους και των πολιτικών θεσμών. Τα βιώματα των κρίσεων, η υψηλή ανεργία, οι ογκούμενες απαιτήσεις, η δυσμενής εκτίμηση για το μέλλον, προσδιορίζουν μία έντονα επικριτική διάθεση.
Οι φορείς της Πολιτείας οφείλουν επειγόντως να αντιληφθούν τις διαστάσεις του προβλήματος αρχής γενομένης από την εκπαίδευση.
Εάν δεν εξοπλίσουμε τους νέους μας με ουσιαστικές ευκαιρίες για ποιοτική εκπαίδευση, εάν δεν ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των φορολογούμενων γονέων για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, τότε είναι πιθανόν να διαμορφωθούν έντονα δια-γενεακά χάσματα και διαιρέσεις.
Αυτό θα έχει συνέπειες και στο πολιτικό ενδιαφέρον της νέας γενιάς, και στη διάθεσή της να υποστηρίξει σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να επικρατήσει στην κοινωνία μας η ιδιώτευση, ο κυνισμός και η αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο.
Η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να ενεργοποιήσει τα κοινωνικά αντίδοτα προς αυτή την κατεύθυνση αναλαμβάνοντας στο μερίδιο που της αναλογεί την προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης.
* Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι Βουλευτής Επικρατείας (ΝΔ), Αντιπρόεδρος Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ.