Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Η επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι ένα αντικείμενο ελληνοβρετανικής αντιδικίας ούτε ένα αίτημα που προβάλλει η Ελλάδα για λόγους εθνικής πολιτιστικής πολιτικής. Είναι μια αξίωση του ίδιου του ακρωτηριασμένου μνημείου του Παρθενώνα που περιμένει την ενοποίηση του γλυπτού διακόσμου του.
Από την περίοδο ακόμα που ΥΠΠΟ ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος η Ελλάδα, ευφυώς, προέβαλε ως επείγον να βρεθεί τρόπος να επανενωθούν τα Γλυπτά στη φυσική τους θέση, την Αθήνα και σε άμεση οπτική επαφή με το μνημείο. Το θέμα των συνθηκών της μεταφοράς τους στο Λονδίνο και το ιδιοκτησιακό καθεστώς έγινε δευτερεύον. Βάση αυτής της πολιτικής φιλοσοφίας στην προσέγγιση του ζητήματος, σχεδιάστηκε και το Μουσείο της Ακροπόλεως και όποιος έχει επισκεφθεί την αίθουσα του Παρθενώνα ξέρει γιατί υπάρχουν ολόκληρα κενά στην εγκατάσταση των αρχιτεκτονικών μελών της ανωδομής του ναού και τι περιμένουν για να γεμίσουν.
Ας το γράψουμε λοιπόν εμείς αφού κανείς δεν τολμάει να το δηλώσει καθαρά: η επιστροφή των Γλυπτών είναι ελάχιστα πιθανή κι αυτό γιατί το ζήτημα είναι αποκλειστικά πολιτικό και μόνο κατ'επίφαση προκαλεί νομικές και επιστημονικές (αρχαιολογικές) συζητήσεις. Τα γλυπτά ο Έλγιν τα πήρε από τον Παρθενώνα. Αν οι Βρετανοί το επιθυμούσαν θα μας τα έδιναν την επόμενη ημέρα. Δεν το επιθυμούν για πολιτικούς λόγους που εφάπτονται και με τη διαχείριση δικών τους συμπλεγμάτων μιας ξεπεσμένης ηγεμονίας.
Έτσι λοιπόν, ακριβώς επειδή το θέμα είναι επί της ουσίας του πολιτικό η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να προσαρμόζει τη διεκδίκησή των Γλυπτών στην ευρύτερη στρατηγική της, επιλέγοντας κάθε φορά αν θα δώσει βάρος στο νομικό σκέλος ή το ευρύτερο θεωρητικό της επανένωσης τους. Γι'' αυτό και οι αντιδράσεις στην ιδέα της κυβέρνησης να ζητήσει την επιστροφή των Γλυπτών με αφορμή τα 200 χρόνια πρέπει να χαρακτηριστούν από υποκριτικές και υστερικές μέχρι αφόρητα γελοίες. Το πεδίο της γελοιότητας το καταλαμβάνει για πολλοστή φορά, επαξίως, ο ΣΥΡΙΖΑ και οφείλουμε να επισημάνουμε στους φίλους μας στον ΣΥΡΙΖΑ να προσέξουν γιατί πρέπει να είναι κάποιο κουσούρι που τους έμεινε από τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Γιατί πως αλλιώς, εξόν από γελοίο, να χαρακτηρίσουμε το θέαμα αριστερών ριζοσπαστών «στα κάγκελα» για θέματα εθνικών διεκδικήσεων που σε άλλες περιπτώσεις τις χαρακτηρίζουν «ακροδεξιά υστερία».
Υπήρξαν και οι γνωστοί κύκλοι που έκαναν λόγο για «γκάφα Μητσοτάκη». Η ιδέα ότι κάποιος που πολιτεύεται όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δηλαδή με τη συνδρομή μιας στρατιάς ειδικών για κάθε θέμα ή ότι η Λίνα Μενδώνη περιμένει τους σχολιαστές στους καφενέδες της Βαλαωρίτου και της Σκουφά για της υποδείξουν τις νομικές διατυπώσεις γελοιοποιεί αποκλειστικά όσους ισχυρίζονται όλα αυτά.
Η ιδέα να ζητηθούν τα Γλυπτά για τα 200 χρόνια ούτε βοηθάει «στις δημόσιες σχέσεις των Γλυπτών» (για όνομα του Θεού!) ούτε διεθνοποιεί το πιο διεθνοποιημένο αίτημα στην ιστορία των διεκδικήσεων. Το ελληνικό αίτημα έρχεται να «κουμπώσει» στη φιλοσοφία των εορτασμών των 200 χρόνων από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, του αγώνα ενός λαού που «ξυπνάει» και ζητά την αναγνώριση της εθνικής του ταυτότητας και διεκδικεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του. Ένα δικαίωμα που δεν αναγνώριζε στους υπηκόους της αυτοκρατορίας ο ληστής των Γλυπτών. Γι'' αυτό ζητάμε τα Γλυπτά με αυτή την αφορμή. Εύγε στην κυβέρνηση αφενός για την ιδέα, αφετέρου, γιατί δείχνει να έχει καταλάβει επακριβώς τη φύση της διεκδίκησης.