Πρόλογος στην πρώτη έκδοση του βιβλίου «Προδομένος σοσιαλισμός»
Η απόφαση να δημοσιεύσω την αφήγηση για τα γεγονότα της δεκαετούς παραμονής μου στην Ε.Σ.Σ.Δ., δεν ήταν εύκολη. Γιατί αυτά τα δέκα δυσκολότατα και γεμάτα δράση της ζωής μου στην Ε.Σ.Σ.Δ., δεν τα πέρασα σαν ένα λίγο ως πολύ καλά αμειβόμενος ειδικός, τα αποτελέσματα της δουλειάς του οποίου και η τύχη του κράτους, το οποίο υπηρετούσα, ήταν αδιάφορα, αλλά ως πεπεισμένος, πιστός κομμουνιστής που είχε αφιερώσει όλες τις γνώσεις και τις δυνάμεις του στην «πατρίδα των εργαζομένων».
Τώρα, τα δέκα αυτά χρόνια, είναι πίσω μου, είναι ένα κλεισμένο κεφάλαιο. Εγκατέλειψα την Σοβιετική Ένωση. Επέστρεψα στην πατρίδα μου, την γερμανική αυτοκρατορίας, σε έναν καινούργιο και ξένο κόσμο. Ως νεαρός κομμουνιστής, εγκατέλειψα το κράτος της Βαϊμάρης το 1924, ως πρώην κομμουνιστής, αλλά παρόλο αυτά αταλάντευτος, φλογερός σοσιαλιστής, επέστρεψα στην νέα αυτοκρατορία, στην Τρίτη γερμανική αυτοκρατορία των εθνικοσοσιαλιστών. Από την φυλακή της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ., βρέθηκα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της μυστικής κρατικής αστυνομίας. Αλλά και αυτό είναι πίσω μου. Ξαναβρήκα την ελευθερία μου.
Τώρα, δουλεύοντας ως μηχανικός στο εξωτερικό, είμαι ελεύθερος. Μακριά πίσω στο παρελθόν, έμεινε η Ε.Σ.Σ.Δ. Ξεγλίστρησα από την εξουσία της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Είμαι εξίσου απαλλαγμένος από οποιαδήποτε άλλη επιρροή πολιτικού χαρακτήρα.
Η ελευθερία αυτή μου θέτει το δίλημμα: να σιωπήσω ή να μιλήσω. Αν σιωπήσω, δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο. Μπορώ να ζήσω ήσυχα και να δουλέψω όπου θέλω. Αν μιλήσω, τότε δεν υπάρχει επιστροφή στην ειρηνική ιδιωτική ζωή. Οι μυστικοί δολοφόνοι της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ θα αρχίσουν να με παρακολουθούν, η συκοφαντία και οι κατηγορίες θα συνοδεύουν το όνομά του. Όλα αυτά μπορώ να τα αντέξω. Πιο πολύ απ’ όλα φοβάμαι ένα πράγμα, ότι οι φίλοι και οι σύντροφοί μου στον πολυετή και παρόλα αυτά μάταια αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο, δεν θα με καταλάβουν σωστά, θα με διαγράψουν από την μνήμη τους ως προδότη και αποστάτη. Δεν το θέλω αυτό. Ποτέ δεν ήμουν προδότης. Έντιμα και με όλες μου τις δυνάμεις εκπλήρωσα το καθήκον μου στην Ε.Σ.Σ.Δ. Όταν όμως με βρήκε η γροθιά της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ., αρνήθηκα να στραφώ προς βοήθεια στην γερμανική μου πατρίδα. Ήμουν έτοιμος να δεχτώ την πειθαρχική ευθύνη, αν ηθελημένα ή άθελά μου, έκανα κάποιο λάθος. Δεν μου ζήτησαν όμως ευθύνες. Ήταν γνωστό πως ήμουν αθώος. Παρ’ όλα αυτά θέλησαν να με εξοντώσουν, όπως εξόντωσαν και το μεγαλύτερο μέρος των Μπολσεβίκων του Λένιν. Δεν είμαι περισσότερο προδότης, από αυτούς τους ανθρώπους. Ήμουν σοσιαλιστής και παραμένω σοσιαλιστής. Ήμουν όμως και κομμουνιστής και πίστευα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση. Αυτά που έζησα στην Σοβιετική Ένωση, με ώθησαν να απαρνηθώ αυτήν την πίστη.
Ξέρω πως σε όλο τον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια που κοιτάζουν προς την Ανατολή και περιμένουν την σωτηρία από την Μόσχα. Για χάρη αυτών των εκατομμυρίων, οι οποίοι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν χρόνο, δυνάμεις κι ακόμη την ζωή τους, πρέπει να μιλήσω και να πω γιατί έχασα την πίστη μου.
Ξέρω πως στις αχανείς εκτάσεις της Ε.Σ.Σ.Δ., εκατομμύρια ανθρώπων με φανατική πίστη άντεξαν υπεράνθρωπες δυσκολίες, κατάφεραν υπεράνθρωπα αποτελέσματα και συνεχίζουν να το κάνουν, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα σοσιαλιστικά τους ιδανικά. Οι καλύτεροι από αυτούς έχουν πεθάνει ή δολοφονηθεί. Οι προσπάθειες και οι θυσίες τους ήταν μάταιες, γιατί ο βασανιστικός τους δρόμος οδηγούσε όχι σε έναν καλύτερο κόσμο, μα στο χάος, στον χαμό, στο τίποτα.
Στην μνήμη αυτών των ματαίως, θυσιασμένων ανθρώπων, πρέπει να εξηγήσω γιατί ο δρόμος που πήραν είναι λανθασμένος.
Σήμερα, είμαι πεπεισμένος πως η επανάσταση στην Ρωσία ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη. Η φρικτή καταπίεση του τσαρικού καθεστώτος, το οποίο απομυζούσε από τους χωρικούς όλους τους χυμούς της φεουδαρχίας, εκμεταλλευόταν τους εργάτες του πρώιμου καπιταλισμού, η καταπίεση αυτού του καθεστώτος, με την αδράνεια και την διαφθορά του, έπνιγε την πρόοδο του έθνους, εκνεύριζε την νεολαίο, οδηγούσε στην εξαθλίωση τις λαϊκές μάζες. Για όλα αυτά μου μίλησαν μόνο πολλοί απλοί ή μορφωμένοι Ρώσοι. Στην φυλακή της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ γνώρισα έναν παλιό αριστοκράτη από την Βαλτική και ανώτατο αξιωματικό του ρωσικού στρατού, τον τελευταίο υπασπιστή του τσάρου, τον 72χρονο αντιστράτηγο βαρόνο φον Μάιντελ, τον οποίο ένα βράδυ, μία εβδομάδα μετά την ταυτόχρονη φυλάκισή μας, τον πήραν και τον εκτέλεσαν. Αυτός ο ευγενής, υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ανώτερης κοινωνίας της Ρωσικής αυτοκρατορίας, ενώπιον του θανάτου, μιλούσε απολύτως ειλικρινά λέγοντας πως το παρελθόν πρέπει να μείνει παρελθόν, γιατί γιατί τον ρωσικό λαό ήταν ταπεινωτικό και ανυπόφορο.
Έτσι όμως όπως η επανάσταση του Κερένσκι αποδείχτηκε άκαρπη, έτσι και εκείνη των Μπολσεβίκων όχι μόνο δεν ενσάρκωσε τις ελπίδες των λαών της Ρωσίας, αλλά και κατά τρόπο τρομακτικό τις πρόδωσε. Μετά την ανελευθερία του τσαρισμού, ακολούθησε η απόλυτη δουλειά του μπολσεβικισμού. Μετά τις άθλιες συνθήκες ζωής των πλατιών λαϊκών μαζών μέχρι το 1917, ακολούθησε η διαρκής πείνα μετά το πραξικόπημα. Μετά την εκμετάλλευση των εργατών και των αγροτών από τον τσαρισμό, ακολούθησε η πρωτοφανής στην ιστορία της ανθρωπότητας ανελέητη εκμετάλλευση των πάντων από την σκληρή δεσποτεία. Οι αναξιοπρεπείς μέθοδοι της Οχράνα κατά το τσαρικό καθεστώς, αντικαταστάθηκαν από τις μεθόδους της ΤΣΕ.ΚΑ και της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ που καταρρακώνουν κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο μπολσεβικισμός δεν έφερε την σωτηρία, δεν έφερε τον σοσιαλισμό, παρά καταδίκασε τον λαό σε βαθιά εξαθλίωση.
Σήμερα πιστεύω πως ο αγώνας κατά της κοινωνικής αδικίας στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης και του κόσμου, είναι αναγκαίος και αναπόφευκτος.
Θα είναι, όμως, συμφορά, για τους λαούς του κόσμου, αν ο αγώνας αυτός έχει ως στόχο να φέρει τον μπολσεβικισμό στην θέση του σημερινού κοινωνικού συστήματος! Θα είναι συμφορά για τους λαούς, η νεολαία των οποίων θα περάσει με το μέρος των δικτατόρων του Κρεμλίνου και θα παλέψει εναντίον των κυβερνήσεων των ίδιων τους των χωρών, για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Μόσχας.
Αυτήν την γεμάτη ιδανικά νεολαία, αυτούς παραπλανημένους αγωνιστές της ελευθερίας, αξίζει να τους σώσουμε. Αρκεί να τους δείξουμε σε ποια έργο είναι αποπλανημένοι από το Κρεμλίνο, όταν τους καλεί να ενταχθούν στις γραμμές των επαναστατικών τους ομάδων και των διεθνιστικών μπριγράδων.
Γι’ αυτό πρέπει να μιλήσω. Πρέπει να πω πως η πρακτική του μαρξιστικού κομμουνισμού είναι πολύ πιο φρικτή από το να παλεύουμε και να απορρίπτουμε τον καπιταλισμό.
Και ξέρω πως πρέπει να ζήσουμε τις στερήσεις και τις ανάγκες του χρόνου για την δημιουργία του νέου κόσμου. Γι’ αυτό και η οικειοθελώς ανεκτή αγριότητα της σοβιετικής ζωής και η φτώχια του σοβιετικού λαού, την οποία έντιμα μοιράστηκα μαζί του, δεν υπονόμευσαν την πίστη μου στην σωτήρια δύναμη του μπολσεβικισμού.
Εκείνο που κατέστρεψε την πίστη μέσα μου, είναι η ξεκάθαρη, αδιάψευστη κατανόηση όλων όσων είχαν συμβεί μέσα σε εικοσιένα χρόνια κυριαρχίας των Μπολσεβίκων, δεν σήμαιναν τις ωδίνες του τοκετού μιας καλύτερης εποχής, μα την θανάσιμη πάλη για την ύπαρξη ενός άγονου, ανίκανου για την ζωή, συστήματος. Απόδειξη της ορθότητας αυτής της πικρής μου παραδοχής, είναι τα γεγονότα, για τα οποία θέλω να μιλήσω.
Καμία αλλαγή τακτικής, καμία αλλαγή μεθόδων, καμία αλλαγή των προσώπων, καμία στροφή του Στάλιν από τον δρόμο που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα, καμία θυσία των ιδεαλιστών, δεν θα μετατρέψουν στην δυστυχία του μπολσεβικισμού σε ευτυχία της ανθρωπότητας.
Πάρα πολλοί από εκείνους που γνωρίζουν, σιωπούν. Σιωπούν οι διπλωμάτες της Ε.Σ.Σ.Δ. στο εξωτερικό, σιωπά η πλειονότητα εκείνων που διέφυγαν από την Σοβιετική Ένωση. Όλοι φοβούνται την εκδίκηση της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. Ένα πρέπει να μιλήσει.
Αν αυτή η παραδοχή, αν αυτή η ανοιχτή προειδοποίηση προς τους σοσιαλιστές συντρόφους σε όλο τον κόσμο, κοστίσει την ζωή μου, αν με βρει το εκδικητικό χέρι της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ., τότε ο θάνατός μου θα επιβεβαιώσει την αλήθεια, για την οποία παλεύω.
Ζυρίχη
1938
* * *
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο προδομένος σοσιαλισμός» Καρλ Ιβάνοβιτς Άλμπερχτ, (το πραγματικό του όνομα ήταν Καρλ Ματχόιζ Λεβ) γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1897 στην Νότια Γερμανία και πέθανε στις 22 Αυγούστου 1969 στο Τύμπιγκεν.
Σε ηλικία 17 ετών βρέθηκε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, τραυματίστηκε πολλές φορές και παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό 1ης και 1ας τάξεως. Μετά τον πόλεμο, έγινε κομμουνιστής και μετακόμισε στην Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Η σταδιοδρομία του στην Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν εντυπωσιακή, από απλός δασολόγος έφτασε μέχρι το αξίωμα του μέλους της Κεντρικής Ελεγκτικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) και της Εργατο-αγροτικής Επιθεώρησης της Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς επίσης και του επικεφαλής του τμήματος δασικής οικονομίας και ξυλουργίας. Στο τέλος της σταδιοδρομίας του ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Δασών, Υλοτομίας και βιομηχανίας χάρτου της Ε.Σ.Σ.Δ.. Ουσιαστικά ήταν αναπληρωτής λαϊκός κομισάριος. Για να γίνει κατανοητή η σημασία της θέσης του, θα πρέπει να σημειώσουμε πως μαζί με τα σιτηρά, η ξυλεία ήταν η βασική πηγή συναλλάγματος της Ε.Σ.Σ.Δ.
Ως ανώτατο κομματικό και κρατικό στέλεχος, συμμετείχε στις συνεδριάσεις των ανώτατων κυβερνητικών οργάνων της σοβιετικής εξουσίας, δηλαδή του Πολιτικού Γραφείου, του προεδρείου της Κεντρικής Ελεγκτικής Επιτροπής, στις ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, του υπουργικού συμβουλίου εργασίας και άμυνας.
Εκτός από τα παραπάνω, στην κρίσιμη περίοδο της οργάνωσης της εκμετάλλευσης των δασών ο Άλμπερχτ ήταν ειδικός εντεταλμένος της Κ.Ε. του κόμματος και του υπουργικού συμβουλίου στον τομέα ευθύνης του. Επί σειρά ετών ο Άλμπερχτ ανήκε στον στενό κύκλο των στελεχών του προεδρείου του μεγαλύτερου σοβιετικού συνδικάτου των εργαζομένων στην αγροτική οικονομία, στην δασική βιομηχανία και ήταν πρόεδρος της ένωσης των επιστημονικο-τεχνικών συλλογών, των οικονομολόγων και των τεχνικών του κλάδου του.
Με ειδική κομματική εντολή, ο Καρλ Άλμπερχτ, ως αναπληρωτής πρόεδρος και μέλος του γραφείου, καθοδηγούσε το διεθνές τμήμα, το οποίο συνένωνε όλους τους ξένους επιστήμονες, οικονομολόγους, μηχανικούς, τεχνικούς και εξειδικευμένους εργάτες που εργάζονταν στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Το 1933 η Γενική Πολιτική Διεύθυνση (ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ.) τον συνέβαλε με την κατηγορία της κατασκοπίας για λογαριασμό του γερμανικού Γενικού Επιτελείου. Συνολικά παρέμεινε φυλακισμένος 18 μήνες. Στο βιβλίο του καταθέτει αναλυτικές πληροφορίες και λεπτομέρειες για τις συνθήκες κράτησής του, για την τύχη όλων εκείνων που γνώρισε στα κελιά διαφόρων φυλακών. Βασανίστηκε, έκανε απεργίες πείνας, μα ποτέ δεν ομολόγησε την ενοχή του και αρνήθηκε κατηγορηματικά να γίνει συνεργάτης του διεθνούς τμήματος της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ.. Τελικά, καταδικάστηκε σε θάνατο, κατά την συνεδρίασης του επαναστατικού στρατοδικείου υπό την προεδρεία του Γιάγκοντα και παρουσία ανώτατων κομματικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένων και των «εκπροσώπων του διεθνούς προλεταριάτου Χάινε Νόιμαν και Μπέλα Κουν. Ρόλο κατήγορου στη δίκη είχε ο Κριλένκο, ο οποίος πριν την έναρξη, προσπαθούσε να πείσει τον Άλμπερχτ να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες.
Είτε όμως επειδή είχε γερμανική υπηκοότητα, είτε επειδή μεσολάβησε η γερμανική πρεσβεία, μετά από την παραμονή για ένα μήνα στο κελί των μελλοθανάτων, του δόθηκε χάρη και απελάθηκε στην Γερμανία. Η Ρωσίδα σύζυγός του παρέμεινε στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Στην Γερμανία η Γκεστάπο αμέσως συνέλαβε τον Άλμπερχτ. Πέρασε μερικούς μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωση, ανακρίθηκε στην φυλακή της Γκεστάπο στο Βερολίνο και τελικά απελευθερώθηκε. Ως πρώην κομμουνιστής ήταν αδύνατο να εργαστεί στην Γερμανία. Μετανάστευσε στην Τουρκία και στην συνέχεια στην Ελβετία, απ’ όπου ένας γερμανικός εκδοτικός οίκος έλαβε το χειρόγραφο του βιβλίου του. Ο Καρλ Άλμπερχτ εκείνη την εποχή ήταν το πιο υψηλόβαθμο κομματικό και κρατικό στέλεχος της Ε.Σ.Σ.Δ που εγκατέλειψε την χώρα και αποφάσισε να μιλήσει για όλα όσα είχε ζήσει.