Ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο προδομένος σοσιαλισμός» Καρλ Ιβάνοβιτς Άλμπερχτ, (το πραγματικό του όνομα ήταν Καρλ Ματχόιζ Λεβ) γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1897 στην Νότια Γερμανία και πέθανε στις 22 Αυγούστου 1969 στο Τύμπιγκεν.
Σε ηλικία 17 ετών βρέθηκε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, τραυματίστηκε πολλές φορές και παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό 1ης και 1ας τάξεως. Μετά τον πόλεμο, έγινε κομμουνιστής και μετακόμισε στην Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Η σταδιοδρομία του στην Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν εντυπωσιακή, από απλός δασολόγος έφτασε μέχρι το αξίωμα του μέλους της Κεντρικής Ελεγκτικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) και της Εργατο-αγροτικής Επιθερώησης της Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς επίσης και του επικεφαλής του τμήματος δασικής οικονομίας και ξυλουργίας. Στο τέλος της σταδιοδρομίας του ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Δασών, Υλοτομίας και βιομηχανίας χάρτου της Ε.Σ.Σ.Δ.. Ουσιαστικά ήταν αναπληρωτής λαϊκός κομισάριος. Για να γίνει κατανοητή η σημασία της θέσης του, θα πρέπει να σημειώσουμε πως μαζί με τα σιτηρά, η ξυλεία ήταν η βασική πηγή συναλλάγματος της Ε.Σ.Σ.Δ.
Ως ανώτατο κομματικό και κρατικό στέλεχος, συμμετείχε στις συνεδριάσεις των ανώτατων κυβερνητικών οργάνων της σοβιετικής εξουσίας, δηλαδή του Πολιτικού Γραφειου, του προεδρείου της Κεντρικής Ελεγκτικής Επιτροπής, στις ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, του υπουργικού συμβουλίου εργασίας και άμυνας.
Εκτός από τα παραπάνω, στην κρίσιμη περίοδο της οργάνωσης της εκμετάλλευσης των δασών ο Άλμπερχτ ήταν ειδικός εντεταλμένος της Κ.Ε. του κόμματος και του υπουργικού συμβουλίου στον τομέα ευθύνης του. Επί σειρά ετών ο Άμπερχτ ανήκε στον στενό κύκλο των στελεχών του προεδρείου του μεγαλύτερου σοβιετικού συνδικάτου των εργαζομένων στην αγροτική οικονομία, στην δασική βιομηχανία και ήταν πρόεδρος της ένωσης των επιστημονικο-τεχνικών συλλογών, των οικονομολόγων και των τεχνικών του κλάδου του.
Με ειδική κομματική εντολή, ο Καρλ Άλμπερχτ, ως αναπληρωτής πρόεδρος και μέλος του γραφείου, καθοδηγούσε το διεθνές τμήμα, το οποίο συνένωνε όλους τους ξένους επιστήμονες, οικονομολόγους, μηχανικούς, τεχνικούς και εξειδικευμένους εργάτες που εργάζονταν στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Το 1933 η Γενική Πολιτική Διεύθυνση (ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ.) τον συνέβαλε με την κατηγορία της κατασκοπίας για λογαριασμό του γερμανικού Γενικού Επιτελείου. Συνολικά παρέμεινε φυλακισμένος 18 μήνες. Στο βιβλίο του καταθέτει αναλυτικές πληροφορίες και λεπτομέρειες για τις συνθήκες κράτησής του, για την τύχη όλων εκείνων που γνώρισε στα κελιά διαφόρων φυλακών. Βασανίστηκε, έκανε απεργίες πείνας, μα ποτέ δεν ομολόγησε την ενοχή του και αρνήθηκε κατηγορηματικά να γίνει συνεργάτης του διεθνούς τμήματος της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ.. Τελικά, καταδικάστηκε σε θάνατο, κατά την συνεδρίασης του επαναστατικού στρατοδικείου υπό την προεδρεία του Γιάγκοντα και παρουσία ανώτατων κομματικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένων και των «εκπροσώπων του διεθνούς προλεταριάτου Χάινε Νόιμαν και Μπέλα Κουν. Ρόλο κατήγορου στην δίκη είχε ο Κριλένκο, ο οποίος πριν την έναρξη, προσπαθούσε να πείσει τον Άλμπερχτ να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες.
Είτε όμως επειδή είχε γερμανική υπηκοότητα, είτε επειδή μεσολάβησε η γερμανική πρεσβεία, μετά από την παραμονή για ένα μήνα στο κελί των μελλοθανάτων, του δόθηκε χάρη και απελάθηκε στην Γερμανία. Η Ρωσίδα σύζυγός του παρέμεινε στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Στην Γερμανία η Γκεστάπο αμέσως συνέλαβε τον Άλμπερχτ. Πέρασε μερικούς μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωση, ανακρίθηκε στην φυλακή της Γκεστάπο στο Βερολίνο και τελικά απελευθερώθηκε. Ως πρώην κομμουνιστής ήταν αδύνατο να εργαστεί στην Γερμανία. Μετανάστευσε στην Τουρκία και στην συνέχεια στην Ελβετία, απ’ όπου ένας γερμανικός εκδοτικός οίκος έλαβε το χειρόγραφο του βιβλίου του. Ο Καρλ Άλμπερχτ εκείνη την εποχή ήταν το πιο υψηλόβαθμο κομματικό και κρατικό στέλεχος της Ε.Σ.Σ.Δ που εγκατέλειψε την χώρα και αποφάσισε να μιλήσει για όλα όσα είχε ζήσει.
* * *
...Στις οκτώ το βράδυ...
Εκείνη την δεύτερη νύχτα, μετά την ανακοίνωση της καταδίκης μου, στην αρχή νόμιζα πως ήταν μεγάλη επιτυχία και ουσιαστική ελάφρυνση, σε σχέση με το μοναχικό κελί, να μην είμαι μόνος εκείνες τις δύσκολες ώρες. Προσπάθησα, τουλάχιστον να ξεσκάσω λίγο, συζητώντας με τους συγκρατούμενούς μου.
Ωστόσο, όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο δυνατός μου φαινόταν ο θόρυβος που ερχόταν απ’ έξω. Θα νόμιζε κανείς πως οι κρατούμενοι γίνονταν ολοένα και πιο ανήσυχοι.
Η γενική ταραχή κατέλαβε και τους τρείς συντρόφους μου στο κελί. Άρχισαν να πηγαινοέρχονται, όσο τους το επέτρεπε ο χώρος του μικρού κελιού. Όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο πιο παράξενα συμπεριφέρονταν. Με τα βίας απαντούσαν στις ερωτήσεις μου για τις αιτίες αυτού του εκνευρισμού.
Όλα αυτά μου φαινόταν ακατανόητα και αδιανόητα.
Χτύπησε οκτώ η ώρα. Από την αυλή της φυλακής ακούστηκε ο πνιχτός ήχος των κινητήρων.
Με απόλυτη φρίκη ακούστηκε η κραυγή «Έρχονται, έρχονται!» και οι τρεις συγκρατούμενοί μου μαζεύτηκαν μπροστά στο παράθυρο του κελιού.
Ο Μιχαήλοφ, αγνοώντας την αυστηρή απαγόρευση, άνοιξε το παράθυρο. Τώρα πια ο θόρυβος των κινητήρων έγινε πολύ πιο δυνατός. Από το παράθυρο είδα πως στην αυλή της φυλακής είναι μπει ένα μεγάλο, μαύρο αυτοκίνητο. Λίγες στιγμές αργότερα ο θόρυβος των κινητήρων έσβησε. Οι τρεις συγκρατούμενοί μου κάθονταν ξανά στα ξυλοκρέβατα. Τα πρόσωπό τους φανέρωναν την μεγάλη ένταση που βίωναν. Έμοιαζαν με τρομοκρατημένους και αδύναμους γέρους. Λοξά απέναντι από το κελί μας ήταν μία σιδερένια κατασκευή, μπροστά στην οποία στέκονταν μέρα και νύχτα δύο σκοποί. Μπροστά τους είχε τοποθετηθεί ένα ελαφρύ πολυβόλο που μπορούσε να στραφεί προς όλες τις πλευρές, έτσι ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να πυροβολήσουν ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του μεγάλου κτιρίου της φυλακής. Ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους κρεμόταν μία μικρή καμπάνα, την οποία χτυπούσαν με ένα σφυράκι κάθε ώρα, κάνοντας όμως και άλλα σήματα. Πίσω από αυτήν την κατασκευή βρισκόταν η διεύθυνση της φυλακής.
Εκείνη την στιγμή, η καμπάνα σήμαινε δύο φορές. Ήταν 8.30 το βράδυ.
Την τελευταία μισή ώρα, ο εκνευρισμός των συντρόφων μου στο κελί είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Είδα τα χλωμά τους μέτωπα καλυμμένα από μεγάλες σταγόνες ιδρώτα. Η αναπνοή τους ήταν ασθματική. Ήταν αδύνατη κάθε επικοινωνία μαζί τους.
Αμέσως μετά το διπλό χτύπο της καμπάνας, ακούστηκε σε όλη την φυλακή η διαπεραστική κραυγή - διαταγή: «Όλοι στα κελιά, τα κελιά να κλειδωθούν!» Μέσα σε μία στιγμή σταμάτησε κάθε θόρυβος στο τεράστιο κτίριο. Βασίλεψε μία φρικτή, συγκλονιστική ησυχία.
Εκείνη την στιγμή το ένιωσα ξεκάθαρα: ο θάνατος έκανε γνωστό πως έρχεται. Όλοι κυριεύτηκαν από τον αλλοπαρμένο τρόμο του θανάτου. Οι καρδιές 15.000 καταδικασμένων σε θάνατο, σταμάτησαν, πάγωσαν από την φρίκη. Τα μάτια των συγκρατούμενων μου, έμοιαζαν σαν να θέλουν να πεταχτούν από τις κόγχες και με έκφραση απόλυτης φρίκης κοιτούσαν την πόρτα του κελιού.
Παρά την ισχυρή εσωτερική αντίσταση που προέβαλα, με κυρίευσε το παραλυτικό αίσθημα του τρόμου. Ένιωθα πως στις επόμενες στιγμές θα συμβεί κάτι τρομακτικό.
Στον διάδρομο ακούστηκαν βαριά βήματα, άνοιγαν οι πόρτες και μετά από μία σύντομη παύση, έκλειναν ξανά με θόρυβο. Πνιχτοί αναστεναγμοί, καλέσματα για βοήθεια, μερικές φορές κάποια δυνατή κραυγή, ο θόρυβος της πτώσης. Στην συνέχεια ακούγαμε πως μετέφεραν το κορμί.
Και βασίλευε ξανά εκείνη η τρομακτική, θανάσιμη ησυχία.
Παρά την αυστηρά διαταγή, στάθηκε σε απόσταση μερικών βημάτων από την πόρτα του κελιού. Εξαιτίας της φρίκης που με είχε κυριεύσει, τα πόδια μου είχαν παραλύσει. Κοίταξα από το μικρό, σαν μάτι, παραθυράκι που δεν ήταν κλειστό. Μπροστά στα μάτια μου εκτυλίχθηκε μία τρομακτική εικόνα. Μπροστά μας, στην άλλη πλευρά του κυκλικού δαχτυλίου, ήταν ανοιχτή η πόρτα ενός κελιού. Είδα έναν ψηλό, γεροδεμένο άντρα με την στολή της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ του Καυκάσου. Στο ένα του χέρι κρατούσε τον κατάλογο και διάβαζε τα ονόματα, στο άλλο ένα πιστόλι Ναγκάν. Μέσα στο κελί, οι κρατούμενοι, δαρμένοι, είχαν μαζευτεί ο ένας δίπλα στον άλλον. Άλλοι ήταν γονατιστοί, άλλοι όρθιοι, με τα χέρια σηκωμένα ικετευτικά, ήταν στριμωγμένοι στην μακρινή γωνιά του κελιού. Είδα πως δύο δεσμοφύλακες της ΓΚ.ΕΠ.ΟΥ., τραβολογούσαν για να βγάλουν από το κελί ένα γέροντα χωρικό. Ο γέροντας, το κάτωχρο πρόσωπο του οποίου, με την γκρίζα γενειάδα, ήμουν μουσκεμένο από τα δάκρυα και ο ίδιος παράλυτος από τον θανάσιμο τρόμο, δεν μπορούσε να κάνει τα τελευταία βήματα της ζωής του. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο. Άκουγα τον γεμάτο φρίκη ρόγχο του. Στην πόρτα του κελιού έπεσε στα γόνατα μπροστά στον δήμιο της ΤΣΕ.ΚΑ., αγκάλιασε τα γόνατά του κι άρχισε να φιλάει τις μπότες του. Με μια βίαια κίνηση των ποδιών του ο τσεκίστας κλώτσησε τον γέροντα. Ακούστηκε δυνατά μία διαταγή και πήραν τον γέροντα.
Ο δήμιος της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. διέγραψε ένα όνομα στον κατάλογο.
Έτοιμο.
Έγινε.
Ο άνθρωπος στάλθηκε στον θάνατο.
Από εκείνο το κελί, πήραν άλλα τρία θύματα.
Άξαφνα, την θανάσιμη ησυχία, διέκοψε μία διαπεραστική κραυγή. Η κραυγή ενός μικρού παιδιού: «Μαμά, καλή μου μαμά, βοήθα με!»
Ένα μικρό αγοράκι, το πολύ 12 χρονών, μέσα στην φρίκη του θανάτου, είχε αρπαχτεί από τα κάγκελα του παραθύρου. Η μικρή του καρδιά δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως θα πεθάνει. Δύο βοηθοί του δήμιου μπήκαν στο κελί και προσπάθησαν με χτυπήματα και κλωτσιές να ξεκολλήσουν το αγόρι από τα κάγκελα. Ακούστηκε για τελευταία φορά η κραυγή για βοήθεια: «Μαμά, μανούλα, βοήθα με!»
Ο δήμιος σήκωσε το Ναγκάν και με τρομακτική δύναμη το κατέβασε στα σφιγμένα δάχτυλα, στο μισόγυμνο παιδικό κορμί. Μια διαπεραστική κραυγή, ένας αδύναμος αναστεναγμός.
Ξανά ησυχία. Όλα πέρασαν.
Οι βοηθοί του δήμιου, έσυραν το μικρό, αδύνατο, γεμάτο αίματα αγοράκι έξω. Του έδεσαν τα χέρια στην πλάτη. Το μικρό κεφαλάκι το έδεσαν με μία σιδερένια μέγγενη. Με τον πιο άγριο τρόπο η γλώσσα του κρεμόταν ανάμεσα στα δόντια. Είχε παγώσει. Ήταν ό,τι πιο τρομακτικό είχα δει μέχρι τότε στην ζωή μου.
Έτσι χάθηκε η νεολαία της Ρωσίας.
* * *
Στην συνέχεια, οι βοηθοί του δήμιου πλησίασαν την πόρτα μας. Ακούστηκε το κλειδί να γυρίζει και η πόρτα άνοιξε.
Καθόμουν στην μακρινή γωνιά του κελιού.
Είχα την αίσθηση πως μία παγωμένη γροθιά κρατούσε σφιχτά την καρδιά μου. Ένα ρεύμα αγέρα ποτισμένου με αλκοόλ πλημύρισε το κελί μας.
Μια ματιά στον κατάλογο.
Κόπηκε η ανάσα.
Ποιον θα αρπάξει τώρα ο θάνατος;
Με απειλητική φωνή ο δήμιος μούγκρισε: «Μιχαήλοφ!»
Ο Μιχαήλοφ καθόταν δίπλα μου. Ένιωσα πως άρχισε να τρέμει. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του. Μα κανένας ήχος δεν έβγαινε. Ο δήμιος μπήκε στο κελί.
Τώρα πια στεκόταν μπροστά μου. Η βρωμερή του αναπνοή με χτύπησε στο πρόσωπο.
«Το όνομά σου;»
Ήθελα να μιλήσω. Δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να βάλω τον παραμικρό ήχο.
Μου έτυχε πολλές φορές να κοιτάξω κατάματα τον θάνατο, τα χρόνια του πολέμου, σε μάχες σώμα με σώμα, κατά την διάρκεια σκληρών επιθέσεων. Πολλές φορές το χέρι του με χάιδεψε χυδαία.
Τότε όμως, μπορούσα να υπερασπιστώ με τα όπλα την ζωή μου. Γύρω μου ήταν πιστοί, γενναίοι, έτοιμοι να βοηθήσουν σύντροφοι, στους οποίους μπορούσα να στηριχθώ μπροστά στον κίνδυνο.
Εδώ όμως ήταν ανυπεράσπιστος και αβοήθητος. Παραδομένος στην αυθαιρεσία των βοηθών του δημίου, έζησα τις πιο τρομακτικές στιγμές της ζωής μου. Εκείνη την στιγμή ο δεσμοφύλακας του διαδρόμου, πλησίασε τον δήμιο, ο οποίος είχε αρχίσει να κραδαίνει το πιστόλι του και του ψιθύρισε το όνομά μου.
Είδα τον τσεκίστα να κοιτάζει τον μακρύ του κατάλογο, ψάχνοντας το όνομά μου.
Η καρδιά μου σταμάτησε για άλλη μία φορά.
Θαρρείς κι ερχόταν από μακριά, άκουσα μία φωνή: «Όχι, όχι αυτόν. Να σας πάρει ο διάβολος. Ποιος είναι ο Μιχαήλοφ;»
Ο δεσμοφύλακας έδειξε το θύμα. Ο Μιχαήλοφ σφίχτηκε δίπλα μου.
Ο δήμιος έκανε ένα νεύμα και οι δύο άντρες της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. τον άρπαξαν, τον τράβηξαν από το ξυλοκρέβατο και του έφεραν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος, του φόρεσαν χειροπέδες.
Ο Μιχαήλοφ έδειχνε να συνέρχεται. Το πρόσωπο του ξαφνικά πήρε ένα σκούρο κόκκινο χρώμα. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του. Εκείνη όμως την στιγμή που σκόπευε να καλέσει σε βοήθεια, με μία απότομη κίνηση του έβγαλα την γλώσσα από το στόμα. Με ένα εκ των προτέρων προετοιμασμένο σιδερένιο όργανο, του έσφιξαν την γλώσσα ανάμεσα στα σαγόνια, για να τον εμποδίσουν να φωνάζει. Ακολούθησαν μερικά χτυπήματα και κλωτσιές: Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Μιχαήλοφ, δεν υπήρχε πια στο κελί μας. Πήρε τον δρόμο για να παραλάβει την τελευταία του αμοιβή από την μπολσεβίκικη «πατρίδα όλων των εργαζομένων», για τα σαράντα χρόνια που τιμούσε το χρέος του ως μηχανικός και καθηγητής ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Η πόρτα του κελιού έκλεισε με θόρυβο. Έτριξε ο μεντεσές. Ακούστηκαν τα βήματα να απομακρύνονται.
Μείναμε και πάλι μόνοι μας.
Νόμιζα πως πέρασε μια αιωνιότητα, μέχρι που ακούστηκε ο χτύπος της καμπάνας, ο οποίος σήμανε το τέλος των τρομακτικών προετοιμασιών για την εκτέλεση.
Ύστερα από λίγη ώρα, ακούσαμε τον θόρυβο των κινητήρων των αυτοκινήτων του θανάτου να απομακρύνεται.
Και οι δύο συγκρατούμενοι μου για μερικές ακόμη ώρες κάθονταν εντελώς απαθείς στα κρεβάτια του. Εκείνη την νύχτα δεν έκλεισα μάτι.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κραλ Άμπερχτ «Ο προδομένος σοσιαλισμός»