Οι εκπαιδευτικοί, όπως και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, θεωρητικώς είναι υπέρ του θεσμού της αξιολόγησης. Εξάλλου οι ίδιοι αξιολογούν καθημερινά την πρόοδο των μαθητών και φοιτητών τους; Είναι όμως εναντίον κάθε συγκεκριμένου συστήματος αξιολόγησης που τους προτείνεται. Πάντα θέλουν κάτι άλλο, κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό, πάντως προς Θεού όχι αυτό που νομοθετεί η εκάστοτε κυβέρνηση. Οπότε έχουν και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.
Τώρα τα ‘χουν βάλει με την Κεραμέως, επειδή βάζει ένα 20% της χρηματοδότησης των ΑΕΙ να δίνεται μετά από αξιολόγηση της απόδοσης τους. Όπως έγραψα χθες, έχουν γίνει έξαλλοι με την πρόταση αυτή, παρά το γεγονός ότι τους βγάζει από την ταπεινωτική θέση να ζητιανεύουν κάθε χρόνο τα κονδύλια που τους χρειάζονται από τον υπουργό παιδείας που με τον σημερινό νόμο ως γενικός δερβέναγας αν θέλει τα δίνει και αν δεν θέλει δεν τα δίνει.
Δίπλα στους καθηγητές ΑΕΙ-ΤΕΙ μάλιστα συντάσσονται οι καθηγητές λυκείων και γυμνασίων, οι δάσκαλοι και όλοι όσοι εμπλέκονται με την διδασκαλία στην δημόσια παιδεία μας. Φοβούνται πως αν σήμερα καθιερωθεί η αξιολόγηση των ΑΕΙ αύριο θα ‘ρθει και η σειρά των δικών τους σχολικών μονάδων, οπότε είναι πια μονόδρομος και η ουσιαστική αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.
Δεν είναι δυνατόν να αντιδρούν όλοι, θα πείτε. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες προφανώς, κάποιοι που δεν κάνουν επαρκώς την δουλειά τους επίσης, αλλά το κυρίως σώμα των εκπαιδευτικών δεν είναι λογικό να αντιδρά τόσο έντονα. Λυπάμαι που απαντώ αρνητικά, αλλά σ’ αυτό το θέμα το μέτωπο των εκπαιδευτικών είναι συμπαγές. Σχεδόν όλοι διαφωνούν με κάθε ιδέα και σύστημα αξιολόγησης τους, ενώ οι ελάχιστοι που διάκεινται θετικά (και το δεν το κρατούν κρυφό βαθιά μέσα τους) είναι δακτυλοδεικτούμενοι και απομονωμένοι από τους συναδέλφους τους. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, την οποία γνωρίζουν πολύ καλά όσοι μπαινοβγαίνουν σε σχολεία και πανεπιστήμια.
Γιατί όμως; Ας το σκεφτούμε λίγο περισσότερο; Διότι στα μάτια ενός κανονικού λογικού ανθρώπου, αυτό μοιάζει παράλογο. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών είναι επαρκέστατοι στην δουλειά τους. Πολλοί είναι πραγματικά άριστοι, κάποιοι άλλοι είναι τυπικά εντάξει με τις υποχρεώσεις τους, κάποιοι λίγοι μπορεί να έχουν ελλείψεις ή προβληματάκια, αλλά πόσοι –διάολε- είναι οι πραγματικά άχρηστοι που φοβούνται ότι μια σοβαρή αξιολόγηση θα τους ξεμπροστιάσει και ίσως θέσει σε κίνδυνο την καταβολή του μισθού τους; (Αυτό κανένας δεν το λέει, ακόμα και για τους αχρηστότερους των αχρήστων, όμως είναι το μόνιμο επιχείρημα.)
Προσωπικά πιστεύω ότι οι τελείως ανίκανοι ή ακατάλληλοι είναι ελαχισότατοι και γνωστοί στους συναδέλφους τους, ώστε να επηρεάζουν σε τόσο καθοριστικό βαθμό όλο το καθηγητικό σώμα. Τα αίτια είναι βαθύτερα. Δυστυχώς, το σώμα των Ελλήνων εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, από ένα φωτισμένο και πρωτοπόρο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που ήταν πριν δυο-τρεις δεκαετίες έχει σταδιακά μεταμορφωθεί σε μια συντηρητική μάζα ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι δουλεύουν με μια νεολαία που βρίσκεται μια δεκαετία (ίσως και δυο) μπροστά από την εποχή μας, αυτοί που διδάσκουν τα παιδιά μας υποχωρούν συνεχώς προς το παρελθόν σε αντιλήψεις και πρακτικές.
Δεν ξέρω αν είναι η σταδιακή υπερίσχυση του δημοσιοϋπαλληλικιού έναντι του λειτουργήματος, η λειψή παιδεία των ίδιων των καθηγητοδασκάλων, ή η χρόνια εργασία τους μακριά από κάθε κίνητρο για τους καλούς και κάθε επίπτωση για τους κακούς. Ίσως να είναι επίσης η καριέρα τους σ’ έναν εργασιακό χώρο δίχως κανέναν επαγγελματικό ανταγωνισμό (αλλά με πολλούς πολιτικο-κομματικούς ανταγωνισμούς), ή η κάκιστη μισθοδοσία τους (να τα λέμε κι αυτά) που τους οδηγεί σε δεύτερο απογευματινό γύρο λάθρας εργασίας. Υποθέτω πως είναι ένας συνδυασμός όλων αυτών, πάντως το σώμα των Ελλήνων διδασκόντων έχει χάσει πια κάθε διάθεση να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα.
Έχει φανερή δυσανεξία στην προσαρμογή, στην δια βίου μάθηση του, στην ανάληψη προσωπικής και συλλογικής επαγγελματικής ευθύνης. Είναι ένα συντηρητικότατο σώμα που σιχαίνεται τις αλλαγές, είναι φοβικό στους νεωτερισμούς και αρνητικό σε οποιαδήποτε αλλαγή status, γι αυτό υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια τα παλαιά θέσμια μέσα στα οποία νιώθει ασφαλές και βολεμένο, παρά την κακοπληρωσιά και συχνά την κακομοιριά του. Η σχέση του σώματος αυτού με τον πολιτικό του προϊστάμενο υπουργό παιδείας διυλίζεται μέσα απ’ αυτό το καίριο ζήτημα. Αν ο υπουργός διατηρεί το παλαιό status είναι συνομιλητής του, αν το διαταράσσει είναι συλλήβδην εχθρός του.
Για να εξηγούμαστε. Το ‘’συντηρητικός’’ δεν είναι μομφή, είναι απλώς μια διαπίστωση. Σ’ αυτή την κοινωνία χρειάζονται και οι συντηρητικοί, απλώς να ξεκαθαρίζουμε ποιος είναι τι, ώστε να ξέρουμε και με ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα συμμαχήσει. Μ’ αυτές που ζητούν να πατήσει γκάζι η χώρα προς το μέλλον ή μ’ αυτές που πατάνε φρένο. Μ’ αυτές που ανοίγουν πανιά ή μ’ αυτές που ρίχνουν άγκυρες…