Η εγκατάλειψη των Κούρδων από τις ΗΠΑ σαφώς και ευνοεί την Τουρκία, τονίζει στο Liberal.gr ο καθηγητής του Παντείου Κώστα Λάβδα, μιλώντας για σοβαρό πλήγμα της γενικότερης αμερικανικής αξιοπιστίας στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή εκτιμά ότι όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, θα ενταθούν τα «πολεμικά παιχνίδια» της Αθήνας με πρωταγωνιστή τον Π. Καμμένο, και τονίζει ότι είναι καταστροφικό για μια χώρα να υποκαθιστά το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής με ευκαιριακές εξάρσεις και πυροτεχνήματα.
«Σε περίπτωση που η άλλη πλευρά δοκιμάσει την αξιοπιστία μας, είτε θα βρεθούμε στην ανάγκη να πολεμήσουμε σε χρόνο που η άλλη πλευρά θα έχει επιλέξει, είτε θα φανεί ότι δεν υπάρχουν για εμάς κόκκινες γραμμές, κάτι πολύ επικίνδυνο στο διηνεκές. Δεύτερον, φοβάμαι ότι και η άλλη πλευρά γνωρίζει ότι πρόκειται για πυροτεχνήματα που αποτελούν υποκατάσταση στρατηγικής, άρα θα επιλέξει πότε την συμφέρει η σύγκρουση», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Λάβδας.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Τι πιστεύετε ότι θα φέρει η παραίτηση του Τζ. Μάτις από υπ. Άμυνας των ΗΠΑ, και γιατί αυτή έχει προκαλέσει τέτοια ανησυχία, πυροδοτώντας σχόλια ότι πλέον η κατάσταση με τον αυθόρμητο Τραμπ μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο;
Η παραίτηση του εξαιρετικά έμπειρου στρατηγού Mάτις από τη θέση του υπουργού άμυνας των ΗΠΑ είναι πολύ ανησυχητική για το ΝΑΤΟ ως συμμαχία, την οποία στήριζε με συνέπεια, αλλά και γενικότερα για τη σταθερότητα και τη συνέχεια στην αμερικανική πολιτική πριν τις επόμενες εκλογές που θα γίνουν το Νοέμβριο του 2020. Για την περιοχή μας, που βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, η είδηση είναι πολύ δυσάρεστη γιατί στερεί από το πεδίο έναν γνώστη των πραγμάτων και ένα κρίσιμο παράγοντα προβλεψιμότητας και σταθερότητας.
Η υποτίμηση της σημασίας της παραίτησης μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από εκείνους που γνησίως επιθυμούν την αποδέσμευση των ΗΠΑ από το διεθνή ρόλο τους και τον αμερικανικό απομονωτισμό. Αλλά και πάλι θα πρέπει να αναλογιστούμε τι συνέπειες θα έχει και ποιος θα ωφεληθεί από αυτή την αποδέσμευση.
Αν πάντως σας ζητούσα μια πρόβλεψη, τι θα εκτιμούσατε ότι θα φέρουν μέσα στο 2019 οι αποφάσεις του προέδρου Τραμπ για αποχώρηση μεγάλου μέρους των αμερικανικών στρατευμάτων σε Συρία και Αφγανιστάν; Κάποιοι μιλούν για εντελώς αχαρτογράφητα νερά, πολλώ δε μάλλον όταν το ISIS δεν έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά…
Οι κινήσεις είναι σαφώς πρόωρες διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αποχώρηση λόγω δυσκολιών, όπως π.χ. στο Βιετνάμ, αλλά αποχώρηση πριν την ολοκλήρωση της νίκης. Η ουσία όμως είναι ότι η αποδέσμευση πρέπει να γίνει αντιληπτή από δύο διακριτές αλλά σε ένα βαθμό συμπληρωματικές οπτικές γωνίες.
Από την μια πλευρά, όπως είχαμε εξηγήσει και εδώ από πέρσι, ο Τραμπ συνεχίζει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αναδίπλωσης που ήταν σαφώς ορατή ήδη επί Ομπάμα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν παράγοντες όπως το στυλ λήψης αποφάσεων, η έλλειψη πολυμερούς διαβούλευσης και συντονισμένης εφαρμογής αλλά και η αναφορά στην προεκλογική ατζέντα που καθιστούν τις κινήσεις Τραμπ περισσότερο απρόβλεπτες και δυνητικά επιζήμιες για τη συμμαχία.
Το μείζον πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η αποδέσμευση αυτή καθαυτή όσο η μονομέρεια στη λήψη αποφάσεων, ο χρονισμός και βέβαια η έλλειψη διαβούλευσης και προετοιμασίας.
Θα λέγατε ότι ο μεγάλος κερδισμένος της απόφασης του Τραμπ είναι η Τουρκία, με δεδομένες και τις νέες απειλές της Άγκυρας κατά των Κούρδων;
Η –με τα σημερινά δεδομένα– εγκατάλειψη των Κούρδων σαφώς ευνοεί την Τουρκία ενώ παράλληλα αποτελεί σοβαρό πλήγμα γενικότερα στην αξιοπιστία των ΗΠΑ στην περιοχή.
Σε μια συγκυρία όπου η Τουρκία δείχνει απομονωμένη στην Αν. Μεσόγειο, μια τέτοια κίνηση δεν της δίνει την ευκαιρία να αλλάξει την ατζέντα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επιθετικότητα απέναντι στους γείτονές της;
Όχι απαραίτητα. Η Τουρκία παραμένει εγκλωβισμένη και λόγω των οικονομικών δυσκολιών της σε ασταθείς και επικίνδυνες σχέσεις με Ρωσία και Ιράν, ενώ η απόπειρα δημιουργίας σοβαρού ρήγματος στις στενές σχέσεις Σαουδικής Αραβίας – ΗΠΑ και στις υπό διαμόρφωση σχέσεις Σαουδικής – Αραβίας – Ισραήλ απέτυχε.
Πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι για εμάς αυξάνεται, αντίστοιχα, ο ρόλος των διμερών σχέσεων μας με τις ΗΠΑ, πέρα από την αυτονόητη σημασία της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ. Όπως αυξάνεται και η σημασία της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα σε σχέση με τον αγωγό EastMed, ο οποίος έχει ιδιαίτερη μεγάλη γεωπολιτική αξία.
Τα παραπάνω πως θα μπορούσαν να επιδράσουν στα ελληνοτουρκικά;
Χρειάζεται εθνική στρατηγική σε σχέση με την περιοχή μας γενικότερα και την Τουρκία ειδικότερα. Και επειδή στην άναρχη ελληνική δημοσιότητα ο καθένας γράφει και λέει ό,τι θέλει, να θυμίσουμε – διότι είναι απολύτως απαραίτητο– ότι η εθνική στρατηγική, πέρα από εύλογες διακρίσεις και αποχρώσεις, αναφέρεται στην τιθάσευση επιμέρους στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών και συμβολικών μέσων στην κατεύθυνση κάποιων απώτερων στόχων.
Εξ ορισμού, (α) η στρατηγική δεν αναφέρεται μόνο στις συγκρούσεις, (β) δεν προκύπτει από αντιδράσεις σε ερεθίσματα και (γ) δεν αναπτύσσεται κατά την εφαρμογή αλλά προϋπάρχει των δράσεων τις οποίες αφορά. Οπότε το κρίσιμο ερώτημα θα έπρεπε να είναι, πώς επιδρούν οι εξελίξεις στη στρατηγική μας. Ελλείψει στρατηγικής, φοβάμαι πως πολλές εκβάσεις είναι πιθανές εφόσον η πολιτική διαμορφώνεται ως σύνολο αντιδράσεων σε ερεθίσματα.
Πιστεύετε ότι όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές τα «πολεμικά παιχνίδια» με πρωταγωνιστή τον Π.Καμμένο θα ενταθούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Είναι κάτι που δυστυχώς διαφαίνεται. Γι αυτό και οφείλουμε να τονίσουμε ότι το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής δεν πρέπει να υποκαθίσταται με ευκαιριακές εξάρσεις και πυροτεχνήματα. Αυτή η υποκατάσταση είναι δυνάμει καταστροφική.
Πρώτον, διότι σε περίπτωση που η άλλη πλευρά δοκιμάσει την αξιοπιστία μας, είτε θα βρεθούμε στην ανάγκη να πολεμήσουμε σε χρόνο που η άλλη πλευρά θα έχει επιλέξει είτε θα φανεί ότι δεν υπάρχουν για εμάς κόκκινες γραμμές, κάτι πολύ επικίνδυνο στο διηνεκές.
Δεύτερον, φοβάμαι ότι και η άλλη πλευρά γνωρίζει ότι πρόκειται για τα πυροτεχνήματα που αποτελούν υποκατάσταση στρατηγικής, άρα θα επιλέξει πότε την συμφέρει η σύγκρουση. Και τρίτον, η αποτίμηση των δηλώσεων από τρίτους εξαρτάται μεταξύ άλλων και από τα χαρακτηριστικά, την κατάρτιση και την αξιοπιστία αυτών που την εκφέρουν. Ο νοών νοείτω.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Διευθυντής του Τομέα Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Μασαχουσέτης, Senior Research Fellow στη London School of Economics, Επισκέπτης Καθηγητής σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, Αντιπρύτανης και Κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Συγγραφέας πλήθους βιβλίων και άρθρων για την ευρωπαϊκή πολιτική, τις ευρωατλαντικές σχέσεις και την πολιτική θεωρία του ρεπουμπλικανισμού στα αγγλικά, τα ελληνικά και τα γερμανικά.
Φωτογραφία AP