Σε «χαλάρωση ασφαλείας» και μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% αναμένεται να προχωρήσει τη Μ. Πέμπτη η Κριστίν Λαγκάρντ, με φόντο τον πόλεμο των δασμών και τις επιπτώσεις των ανατροπών που σημειώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανατροπές και εξελίξεις που θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης καλούνται να αποφασίσουν για τα επιτόκια μέσα σε ένα υπερβολικά θολό διεθνές τοπίο, όσο δεν ξεκαθαρίζει η δασμολογική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αναστάτωση που έχει προκαλέσει ο εμπορικός πόλεμος τις τελευταίες εβδομάδες φέρνει αλλαγή σκηνικού στη Φρανκφούρτη και πλέον το βασικό σενάριο θέλει μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης. Και εξηγούμαστε. Μετά τη συνεδρίαση του Μαρτίου, οι αναλυτές στην πλειοψηφία τους έβλεπαν παύση της νομισματικής χαλάρωσης τον Απρίλιο. Οι εν λόγω εκτιμήσεις στηρίζονταν στη λογική πως από τη στιγμή που δεν υπάρχει συνεδρίαση για τα επιτόκια τον Μάιο, τα στελέχη της ΕΚΤ θα είχαν ένα διάστημα τριών μηνών έως τον Ιούνιο (12/3 έως 5/6), να σταθμίσουν τις εξελίξεις και να λάβουν την καλύτερη δυνατή απόφαση.
Το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) μειώθηκε στο 2,50% στις 12 Μαρτίου από 4% που είχε κορυφωθεί τον Σεπτέμβριο του 2023 και παρέμεινε εκεί έως τον Ιούνιο του 2024. Στο 2,50% το επιτόκιο βρίσκεται στο ανώτερο σημείο που θεωρείται «ουδέτερο» και επομένως κάθε νέα μείωση θα πρέπει να είναι πολύ ζυγισμένη και δικαιολογημένη. Που συνεπάγεται ότι η παύση τη Μ. Πέμπτη κέρδιζε έδαφος, ιδιαίτερα μετά την ευφορία που προκάλεσε η ιστορική απόφαση της Γερμανίας να κάνει στροφή 180 μοιρών και να ανοίξει τα δημοσιονομικά «σεντούκια».
Η επικείμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών βελτίωσε τις αναπτυξιακές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας και η πιθανότητα νέων πληθωριστικών πιέσεων δικαιολογούσε πλήρως την «παύση». Μέχρι που ήρθε η «Ημέρα Απελευθέρωσης» και οι ανακοινώσεις του Ντόναλντ Τραμπ να αλλάξουν τα δεδομένα.
Η επιβολή δασμών από την Ουάσιγκτον στα ευρωπαϊκά προϊόντα, καθώς και τα αντίποινα της ΕΕ επαναφέρουν τις ανησυχίες για την ανάπτυξη στη Γηραιά Ήπειρο. Η παράλληλη άνοδος του ευρώ και η πτώση των ενεργειακών τιμών έρχονται να προστεθούν στις συνθήκες αποπληθωρισμού που διαμορφώνουν οι τρέχουσες εμπορικές αναταράξεις. Αποτέλεσμα είναι η Λαγκάρντ να αλλάζει κατεύθυνση και από τη διστακτικότητα των προηγούμενων εβδομάδων, να αποφασίζει τη συνέχιση του κύκλου νομισματικής χαλάρωσης τη Μ. Πέμπτη.
Ακόμα και μετά το μορατόριουμ των 90 ημερών που ανακοίνωσε ο Τραμπ, η μεγάλη αύξηση των δασμών των ΗΠΑ από το 10% στο 25% για βασικούς βιομηχανικούς κλάδους αποτελεί σημαντική αναταραχή για το παγκόσμιο εμπόριο. Στο ίδιο πλαίσιο, η δεδομένη αντιπαλότητα μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου έχει σοβαρές συνέπειες για ολόκληρο τον πλανήτη.
Το βασικό σενάριο των ειδικών σήμερα, προβλέπει μία ακόμα – και τελευταία – μείωση τον Ιούνιο στο 2,00%. Μόνο που η τρομακτική αβεβαιότητα για τις πολιτικές που εντέλει θα εφαρμόσει ο Τραμπ προσδίδει αυξημένο βαθμό ρίσκου σε κάθε πρόβλεψη.
Όπως συνέβη και στη συνεδρίαση του περασμένου Οκτωβρίου, η μείωση των επιτοκίων στη συνεδρίαση του Απριλίου θεωρείται «κίνηση ασφαλείας». Μία μείωση, δηλαδή, που δεν μπορεί να βλάψει την οικονομία. Αντιθέτως, αν η ΕΚΤ διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια ενδέχεται αφενός να ενισχύσει τις αμφιβολίες σχετικά με την αποφασιστικότητά της και αφετέρου να συντηρήσει την ανεπιθύμητη άνοδο του ευρώ. Αρκεί να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ING, η σταθμισμένη ως προς το εμπόριο συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ διαμορφώνεται σήμερα στο υψηλότερο επίπεδο από τη γέννησή του.
Στο 2,25% το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ είναι βαθιά μέσα στη ζώνη που θεωρείται «ουδέτερο» και μία νέα μείωση τον Ιούνιο θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις. Η Λαγκάρντ έχει μπροστά της δύο βασικές προκλήσεις. Η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου και η ακραία αβεβαιότητα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιπλέον μειώσεις, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θέλει να περάσει ως μήνυμα προς τις αγορές. Την ίδια ώρα, η ενίσχυση του ευρώ και μάλιστα όχι μόνο έναντι του δολαρίου, θα πυροδοτήσει ακόμα μεγαλύτερες αποπληθωριστικές πιέσεις, κάτι που θα ανοίξει την πόρτα σε ακόμα πιο χαλαρή νομισματική πολιτική.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Γαλλίδα καλείται να διαχειριστεί, εκτός από τις ισορροπίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ, και τις αντιδράσεις των αγορών, οι οποίες κάθε φορά που ξεσπάει μία νέα κρίση ζητούν – και πολλές φορές απαιτούν – τη στήριξη της κεντρικής τραπεζικής αρχής.