Περάσαμε, πόσο γρήγορα αλλά και πόσο βασανιστικά, 40 χρόνια μέσα στην ένωση των ευρωπαϊκών κρατών. Δύο χρόνια πριν το 1981, στις 26 Μαΐου είχε υπογραφεί η Συνθήκη των Αθηνών. Εξήντα χρόνια πριν, το 1961, στις 30 Μαρτίου, είχε υπογραφεί η Συμφωνία Σύνδεσης, που προέβλεπε σαρακονταετή περίοδο προσαρμογής της χώρας (κυρίως της οικονομίας) προτού μπούμε στην ΕΟΚ. Τα καταφέραμε λίγο ενωρίτερα.
Επειδή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που είχε οργανώσει και το 1961 και το 1981, έβλεπε (πολύ) μπροστά, ήταν πεισματάρης και φρόντισε να έχει δίπλα του, στις θέσεις των ειδικών διαπραγματευτών, προσωπικότητες όπως οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Γεώργιος Ράλλης, Ξενοφών Ζολώτας, Γιάγκος Πεσμαζόγλου και Γιώργος Κοντογεώργης.
Δυστυχώς, άλλοι πολιτικοί, σπουδαίοι κι εκείνοι για διαφορετικούς λόγους, δεν συστρατεύθηκαν σε αυτόν τον υπέροχο εθνικό στόχο. Με αποτέλεσμα, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί να κινούνται, εξαρχής, σε βάρος της ευρωπαϊκής ιδέας.
Πράγματι, στις πρώτες ευρωεκλογές του '81 τα κόμματα που υποσχέθηκαν, με οιονδήποτε τρόπο, να βγάλουν την Ελλάδα από την Ένωση, συνήθως υπό το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», συγκέντρωσαν το 54%. Ποσοστό που πήγε στο 60% στην διπλανή κάλπη των εθνικών εκλογών.
Κέρδισε, ευτυχώς, ο ρεαλισμός και ο… φόβος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ξέχασε τις απειλές επί κάποια έτη, διαπραγματεύθηκε ένα πρόσθετο πακέτο βοήθειας και, τελικά, έκανε την κωλοτούμπα και μείναμε. Πλην όμως, σε καμία στιγμή, κατά, τουλάχιστον, την πρώτη τετραετία του, δεν φρόντισε να ακολουθήσει την συνεπή και ταχεία ένταξή μας. Το αντίθετο.
Φτάσαμε στο σημείο να απειλούμε για να πάρουμε τα ΜΟΠ. Χειρότερα ακόμη, το 1985, όταν είχαμε φτάσει στην συναλλαγματική πτώχευση, υποχρεωθήκαμε σε αφανές μνημόνιο για να επιταχύνουμε την απελευθέρωση κάποιων αγορών και, κυρίως του τραπεζικού συστήματος.
Το 1990, κυρίως επειδή δεν είχαν γίνει οι προβλεπόμενες προσαρμογές στα δεδομένα και τους κοινούς κανόνες της ΕΟΚ και, τελικά, της παγκοσμιοποίησης, ξαναβρεθήκαμε μπροστά σε κίνδυνο άμεσης πτώχευσης. Η επιστολή Ντελόρ, τότε προέδρου της Επιτροπής, προς τον πρωθυπουργό Ζολώτα ήταν σαφής: πάρτε μέτρα, κάντε μεταρρυθμίσεις, βρείτε πολιτική σταθερότητα αλλιώς ετοιμαστείτε για έξοδο.
Το (και πάλι «κρυφό») δάνειο συνοδεύτηκε από όλους αυτούς τους όρους. Ο Κ. Μητσοτάκης, με μόλις μια ψήφο πλειοψηφίας (κι αυτή δανεική), έκανε, επί τρία έτη, τις περισσότερες και μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που έχουν ποτέ επιχειρηθεί στην πολιτική ιστορία.
Δυστυχώς όμως, ο Ανδρέας και πάλι, παρόλο ότι είχε συναινέσει, με κάποιες επιφυλάξεις, στον στόχο της ΟΝΕ, υιοθέτησε την ακραία τοποθέτηση του Γιώργου Γεννηματά ο οποίος ζητούσε την ανατροπή της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων. Είναι αλήθεια ότι ο Στέφανος Μάνος, από τη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας είχε κάνει ένα ωραίο «κόλπο».
Μπροστά στις αντιδράσεις, που ήσαν ζωηρές και εντός της Νέας Δημοκρατίας, έσπασε την απελευθέρωση σε δύο φάσεις. Έκανε την πρώτη και όρισε τη δεύτερη για δύο χρόνια αργότερα. Πλην όμως, στο μεταξύ, ο Παπανδρέου ξανακέρδισε τις εκλογές το 1993 και όρισε τον Γεννηματά στο υπουργείο Οικονομικών.
Οι μεγάλοι παίκτες, βλέποντας να πλησιάζει η ώρα της πλήρους απελευθέρωσης με έναν υπουργό και μια κυβέρνηση που ήθελαν να επιστρέψουμε στην απαγόρευση της ανοικτής διαπραγμάτευσης της δραχμής από τις διεθνείς συναλλαγματικές αγορές, έπαιξαν το χαρτί της μεγάλης υποτίμησης.
Ορθώς, αφού αυτό ακριβώς θα συνέβαινε αν ο τότε υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκάς Παπαδήμος, με τη σύμφωνη γνώμη του διοικητή Ιωάννη Μπούτου δεν είχε εισηγηθεί την άμεση απελευθέρωση. Για μια ακόμη φορά γλιτώσαμε από το γκρεμνό της άναρχης εξόδου από το ευρωπαϊκό πλαίσιο, αφού ο Ανδρέας «άδειασε» τον υπουργό του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου βρέθηκε σε παρόμοια θέση. Αντιμετώπισε άμεσο κίνδυνο πτώχευσης. Τον αγνόησε επί ένα εξάμηνο, οδηγώντας την χώρα στον γκρεμνό. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να αδειάσει τον υπουργό Οικονομικών.
Το είχε ήδη κάνει το βράδυ των εκλογών: αντί της Λούκας Κατσέλη, υπεύθυνης στην προεκλογική περίοδο, τοποθέτησε τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Ο οποίος, με το ένα χέρι μοίρασε κάτι εκατοντάδες εκατομμύρια το Δεκέμβριο 2009 και με το άλλο μοίραζε διαρροές στον τύπο πως αν επιχειρούσαμε να δανειστούμε στις αγορές, τον Φεβρουάριο 2010, το επιτόκιο θα πήγαινε στον ουρανό, δηλαδή θα επιταχύναμε την πτώχευση.
Αυτή τη φορά, εξαιτίας της γερμανικής στενομυαλιάς υποχρεωθήκαμε σε πρακτικώς ανοικτή πτώχευση και μνημονιακή δέσμευση επιστροφής των κεφαλαίων που δανειστήκαμε. Το χειρότερο ήρθε λίγους μήνες αργότερα, όταν διέρρευσε πως κατά τον περίπατο Μέρκελ-Σαρκοζί στην αμμουδιά της Ντωβίλ, τέλος του 2010, δρομολογήθηκε η τεχνική πτώχευση του ελληνικού χρέους.
Μέσα σε λίγους μήνες, ένα παράδοξο συνονθύλευμα ακραίων αριστεροδεξιών έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να φέρει την χώρα μπροστά στην πολύ πραγματική απειλή εξόδου από την Ευρώπη με ταυτόχρονη επιστροφή στη δραχμή. Γλιτώσαμε «στο τσακ», το 2012, με μια ιστορική περικοπή του χρέους, την αποδοχή της τεχνικής πτώχευσης και ένα δεύτερο, αφού το πρώτο δεν είχε, πρακτικώς, εφαρμοστεί, μνημόνιο επιστροφής του νέου χρέους.
Δεν βάλαμε, όμως, μυαλό. Αγνοήσαμε την ουσιαστική πρόοδο που έγινε μέχρι το 2014 από την κυβέρνηση Σαμαρά. Οι δαίμονες του τυχοδιωκτισμού, που κατέλαβαν το εκλογικό σώμα σε μια παρά φύσιν συμμαχία, επιχείρησαν να εκβιάσουν την Ευρώπη.
Το έργο ανατέθηκε στον αφελή (και γι' αυτό επικίνδυνο) υπουργό Οικονομικών Βαρουφάκη, υπό τις άναρθρες ιαχές του Καμμένου και τις άφρονες ρητορείες των Κωνσταντοπούλου-Λαφαζάνη κ.ά. Το εκτέλεσαν με επιτυχία. Η Ελλάδα βυθίστηκε στην πτώχευση και μπήκε στην ευρωκατάψυξη. Με αντίτιμο ένα νέο, σκληρότατο μνημόνιο, η Ευρώπη αποφάσισε να περιμένει και να ξεχάσει την Ελλάδα.
Ευτυχώς, λίγους μήνες αργότερα, οι μετρήσεις της κοινής γνώμης έδειξαν ότι είχαμε πάρει το μάθημά μας. Ήταν θέμα χρόνου κι εκλογικής ευκαιρίας. Πράγματι, το 2019, η Ελλάδα επιστρέφει και στην Ευρώπη και στην οδό της Λογικής. Να ωριμάζεις όμως στα σαράντα σου, δεν το λες και επιτυχία…
* Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής