«Η κυβέρνηση στοχεύει στη μείωση του ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ και εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις με βάση το πρόγραμμα ανάκαμψης και ανθεκτικότητα και την υλοποίηση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα παραπάνω, η συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών και η επίτευξη σταθερών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης, μόνο μέσω πολιτικής σταθερότητας μπορούν να γίνουν πράξη» αναφέρει μεταξύ άλλων σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal ο Ricardo Amaro, Senior Economist της Oxford Economics. Ο ίδιος εκτιμά πως το 2023 η χώρα μας θα κατακτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, ενώ σημειώνει πως «πιθανή επικράτηση της ΝΔ στις εκλογές καθησυχάσει αγορές και οίκους αξιολόγησης».
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Κύριε Amaro, πώς επηρεάζει η πολιτική σταθερότητα το επενδυτικό κλίμα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας;
Ενώ η οικονομική ανάκαμψη από τον κορονοϊό ήταν σχετικά γρήγορη και σταθερή, ξεπερνώντας ακόμη και εκείνη της ευρωζώνης, υπάρχει ακόμη ένα μακρύ ταξίδι για την ελληνική οικονομία. Το ΑΕΠ παραμένει 22% κάτω από το υψηλότερο σημείο όλων των εποχών, του δεύτερου τριμήνου του 2007. Η εφαρμογή περισσότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι το κλειδί για τη διόρθωση των οικονομικών αδυναμιών της Ελλάδας και τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολιτική σταθερότητα. Επιπλέον, η σημερινή κυβέρνηση στοχεύει σε σημαντική μείωση του ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ μέχρι το 2025. Το οποίο όμως προς το παρόν παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και είναι πηγή ανησυχίας. Η συνεχής εστίαση σε αυτόν τον τομέα είναι καίριας σημασίας, παρά την πιθανή κόπωση μετά από πολλά χρόνια δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ώστε η Ελλάδα να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και πότε εκτιμάτε ότι θα επιτευχθεί ο στόχος;
Η πρόβλεψή μας είναι ότι η Ελλάδα θα κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα τον επόμενο χρόνο. Αλλά αυτό εξαρτάται από το αν η χώρα θα διατηρήσει μια σχετικά θετική τροχιά ανάπτυξης. Επίσης, εξαρτάται από το αν θα συνεχίσουν να μειώνονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και αν θα υπάρξει δημοσιονομική σύνεση. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς απαιτούν προσοχή. Πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,4% το 2023 από 5,3% το 2022 και μια χειμερινή ενεργειακή κρίση θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη πιο αδύναμες αναπτυξιακές επιδόσεις το επόμενο έτος. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε απότομα από τα τέλη του 2020 (από 30% σε περίπου 12% το πρώτο τρίμηνο του 2022) επωφελούμενοι από τις συναλλαγές τιτλοποίησης στο πλαίσιο του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων «Ηρακλής».
Ωστόσο, οι ασθενέστερες οικονομικές προοπτικές, τα υψηλότερα επιτόκια και οι πιέσεις στο κόστος ζωής υποδηλώνουν πιθανή επιδείνωση των ΜΕΔ στο μέλλον. Τέλος, φαίνεται ότι η Ελλάδα μπορεί να διεξαγάγει πρόωρες εκλογές στα τέλη του 2022. Υπάρχει ο κίνδυνος μια νέα κυβέρνηση να αποφασίσει να απομακρυνθεί από την υγιή δημοσιονομική πειθαρχία, αν και η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να απολαμβάνει ένα άνετο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, το οποίο εάν επιβεβαιωθεί θα είναι πιθανό να κατευνάσει τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης. Ωστόσο, είναι επίσης δίκαιο να σημειωθεί ότι ορισμένοι παράγοντες είναι εκτός του ελέγχου της Ελλάδας. Ειδικότερα, η αποτελεσματικότητα του εργαλείου κατά του κατακερματισμού της ΕΚΤ για τη διατήρηση των αποδόσεων σε λογικά επίπεδα θα είναι επίσης σημαντική για τις επερχόμενες αποφάσεις αξιολόγησης.
Πώς αξιολογείτε τον τραπεζικό κλάδο στη χώρα μας;
Ο τραπεζικός τομέας έχει αποδειχθεί ανθεκτικός κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά παραμένει από τους πιο εύθραυστους στην ευρωζώνη. Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μακροχρόνια ασθενή επίπεδα κερδοφορίας. Η αντιμετώπιση των ακόμη υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει προτεραιότητα. Οι τράπεζες στην Ελλάδα κατέχουν επίσης σχετικά μεγάλα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων και δείχνουν έντονη προτίμηση στα εγχώρια ομόλογα, γεγονός που αποτελεί άλλη μια πηγή ευπάθειας στο τρέχον περιβάλλον των αυξανόμενων αποδόσεων. Θετικά στοιχεία για τον τραπεζικό τομέα, η πλειονότητα των δανείων στην Ελλάδα είναι με κυμαινόμενα επιτόκια, πράγμα που σημαίνει ότι οι τράπεζες είναι πιθανό να επωφεληθούν από υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους στο μέλλον, αν και ομολογουμένως θα αυξηθεί το κόστος για τις εταιρείες και τα φυσικά πρόσωπα, καθώς θα πληρώνουν μεγαλύτερες δόσεις.
Ποιες οι εκτιμήσεις σας σχετικά με την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό;
Πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,4% το 2023 από 5,3% το 2022. Η απόδοση του 2023 προϋποθέτει ότι η οικονομία θα μείνει σχεδόν στάσιμη αυτόν τον χειμώνα λόγω των υψηλότερων τιμών της ενέργειας, της σύσφιξης των οικονομικών συνθηκών και των έμμεσων επιπτώσεων από τη μείωση στον εφοδιασμό φυσικού αερίου από τη Ρωσία σε βασικά μέρη της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Και δυστυχώς, οι προβλέψεις μας υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους, καθώς μια πλήρης ενεργειακή κρίση με σκληρότερες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και την οικονομία της ευρωζώνης παραμένει μια πιθανότητα. Ο πληθωρισμός συνεχίζει την ανοδική του πορεία, φθάνοντας το 12,1% ετησίως τον Ιούνιο. Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, των καυσίμων και των τροφίμων βρίσκονται πίσω από την άνοδο. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 10,1% το 2022, αλλά συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι μια πτωτική τάση θα γίνει πιο εμφανής στο τέλος του έτους 2022 και θα συνεχιστεί το 2023, με αποτέλεσμα μέσο πληθωρισμό 1,3% το επόμενο έτος, αν και αυτό εξαρτάται από την πτώση των τιμών της ενέργειας από το πρώτο τρίμηνο 2023.
Τέλος, πώς επηρεάζει ο πόλεμος στην Ουκρανία την ελληνική οικονομία;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα αρνητικό σοκ για την ελληνική και άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Ο πόλεμος ενίσχυσε τις πληθωριστικές τάσεις σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Αυτό επιβαρύνει το διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο σε συνδυασμό με την αδύναμη οικονομική εμπιστοσύνη σημαίνει ότι η ανάκαμψη των καταναλωτών πιθανότατα θα σταματήσει. Ο υψηλότερος πληθωρισμός ώθησε επίσης την ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια, τα οποία σωρευτικά εκτιμούμε πως θα αυξηθούν κατά 150 μονάδες μέχρι το τέλος του 2022. Αυτό συνέβαλε στην απότομη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών της ευρωζώνης, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου. Τα επενδυτικά σχέδια των εταιρειών επηρεάστηκαν επίσης από αυτούς τους παράγοντες (πιέσεις κόστους, οικονομική αβεβαιότητα και αυστηρότερα πρότυπα δανεισμού), ενώ τα δημόσια οικονομικά είναι επίσης χειρότερα λόγω της αποδυνάμωσης των προοπτικών ανάπτυξης και της άμεσης υποστήριξης που παρέχεται για την προστασία των οικογενειών και των εταιρειών από ορισμένες αυτές τις επιπτώσεις.