Του Γιάννη Παντελάκη
Η πιο κλισέ φράση στον δημόσιο διάλογο είναι η δανεισμένη από την ομώνυμη σειρά ταινιών «κοίτα ποιος μιλάει». Παρότι οι ταινίες δεν διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική ή ποιότητά τους, έχουμε αφομοιώσει τη φράση στις συζητήσεις μας ως πολιτικό επιχείρημα. Στη Βουλή, σχεδόν πάντα ένας πολιτικός αρχηγός θα την επικαλεστεί, στα τηλεοπτικά πάνελ πολιτικά στελέχη θα την χρησιμοποιήσουν. Το πρόβλημα με αυτήν δεν είναι ακριβώς η πολλαπλή συχνότητα με την οποία ακούγεται. Αλλά αυτό που σηματοδοτεί. Τη χρεωκοπία επιχειρημάτων αλλά και την απουσία προοπτικής. Ισοδύναμη της φράσης αυτής είναι η λέξη συμψηφισμός.
Η πιο πρόσφατη αναφορά, έγινε από τον πρωθυπουργό στην τελευταία συζήτηση στη Βουλή, όταν ο Κ. Μητσοτάκης τον κατηγόρησε για τις περικοπές στις συντάξεις. «Ξέρετε τι λέει ο λαός μας; Κοίτα ποιος μιλάει. Μιλάει ο κ. Μητσοτάκης που είχε παρουσιάσει ως μονόδρομο τα οριζόντια κοψίματα κατά 40% στις συντάξεις», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας. Η αλήθεια είναι πως περικοπές έγιναν και τότε, περικοπές και τώρα. Όμως, ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ψήφισε τη σημερινή κυβέρνηση, επειδή ακριβώς η προηγούμενη έκανε περικοπές και η σημερινή υποσχόταν ότι δεν θα κάνει. Έχω επίσης την εντύπωση πως το κυρίαρχο συναίσθημα που είχε μεταδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ πριν κερδίσει την εξουσία είναι πως δεν μοιάζει με τους άλλους. Γι'' αυτό άλλωστε τον ψήφισαν. Ποιος θα ισχυριζόταν σήμερα ότι δεν μοιάζει με πολλούς από τους άλλους;
Οι περικοπές στις συντάξεις αποτελούν ένα ενδεικτικό μόνο παράδειγμα. Η επίκληση της φράσης γίνεται γενικευμένα, σχεδόν σε όλα τα θέματα της ασκούμενης πολιτικής. «Δεχτήκατε το Υπερταμείο, όπου μεταφέρονται όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις για πώληση», λένε στελέχη της Ν.Δ. «Μιλάτε εσείς οι φιλελεύθεροι που ακολουθείτε τις συνταγές Θάτσερ», αντιτείνουν οι κυβερνητικοί. Και η συζήτηση συνεχίζεται. Από μια τέτοια συζήτηση, το μοναδικό όφελος που μπορεί να προκύψει είναι η σύγκριση και η εξαγωγή κατά προσέγγιση κάποιων συμπερασμάτων για το ποια διακυβέρνηση έκοψε λιγότερο τις συντάξεις, ποια πούλησε με καλύτερους όρους μια δημόσια επιχείρηση κ.ο.κ.
Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν ενδιαφέρεται για τους συμψηφισμούς. Δεν αποτελούν μια θετική πρόταση αυτοί. Άλλωστε, όλοι μπορούν να διακρίνουν πια τι έκανε κάθε κυβέρνηση, όλοι μπορούν να κατανοήσουν τι έχει συμβεί τα χρόνια της κρίσης. Η σύγκριση για το ποιος έκανε τις μεγαλύτερες κυβιστήσεις συγκριτικά με τον άλλο δεν έχουν να προσθέσουν τίποτα στον δημόσιο διάλογο και πολύ περισσότερο στην προοπτική μιας χώρας σε παρατεταμένη παρακμή.
Σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις, υπάρχει ένα σεβαστό κομμάτι των ερωτώμενων –που αγγίζει και συχνά ξεπερνάει το 1/3– το οποίο δηλώνει ότι θα απόσχει από τις εκλογές ή δεν έχει αποφασίσει τι θα ψηφίσει μη βρίσκοντας προφανώς κάποια θετική πολιτική πρόταση. Η αποχή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ήταν τεράστια και πρωτοφανής. Νομίζω πως ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των πολιτών εκδηλώνει την απογοήτευση από αυτόν τον συμψηφισμό ευθυνών και πεπραγμένων και την απουσία θετικής πρότασης…