Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Βρίσκουμε βαρύ το τίμημα της δημοφιλίας που πρέπει να πληρώσουν οι πιο γνωστοί από τους Έλληνες γελοιογράφους. Κάθε τόσο, διάφοροι επιτήδειοι στη διαχείριση του πλήθους, κάνοντας χρήση της δημοφιλίας τους και κολακεύοντας το κατώτερο εγώ των αναγνωστών τους, “βάζουν στο μενού ημέρας” κάποιον γελοιογράφο με αφορμή κάποιο σκίτσο, καλώντας τον κόσμο να τους κατασπαράξει ψηφιακά.
Δεν έμειναν αμέτοχοι οι γελοιογράφοι του πρόσφατου “εθνικού διχασμού”. Χωρίστηκαν κι αυτοί στα δύο στρατόπεδα και πανεύκολα, με τη δύναμη της εικόνας και την συνθήκη της σάτιρας, συνθηματολόγησαν και συνεχίζουν να συνθηματολογούν ευκολότερα κι από τον πιο λαϊκιστή πολιτικό, τροφοδοτώντας βεβαιότητες και κολακεύοντας το “εγώ” των θιασωτών κάθε πλευράς.
Αυτά συνέβαιναν πάντοτε, απλώς η διάδοση των ψηφιακών καφενείων έχει την τάση να μεγεθύνει και αυτό το φαινόμενο.
Το πρόβλημα που βλέπουμε αφορά λιγότερο τους σκιτσογράφους και περισσότερο του αρθρογράφους και σχολιαστές, ιδιαίτερα αυτούς με μεγάλο κοινό, που επιλέγουν μια γελοιογραφία για να οργανώσουν γύρω από αυτή όχι την επιχειρηματολογία τους αλλά την πολεμική τους.
Όσοι μπορείς να μελετήσεις τη διδασκαλία του Σωκράτη διαβάζοντας αποκλειστικά τις “Όρνιθες” του Αριστοφάνη όπου τον σατιρίζουν, άλλο τόσο μπορείς να εξάγεις συμπεράσματα για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων στη χώρα μας μέσα από τα σχετικά σκίτσα του Αρκά, για να φέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σίγουρα η σάτιρα περιέχει ένα κομμάτι της αλήθειας αλλά συνήθως περιέχει μόνον ένα κομμάτι της όταν η αλήθεια είναι πολυπαραγοντική κι αυτό είναι το πρόβλημα.
Η πολιτική γελοιογραφία είναι πολύτιμη βοήθεια για τον ιστορικό που μελετά τον Τύπο κάθε εποχής μαζί με το υπόλοιπο αρχειακό υλικό γιατί του δίνει μια αίσθηση “της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας” που επικρατούσε στην πολιτική ζωή της χώρας σε δεδομένη ιστορική στιγμή. Και έχει και λίγο γούστο ως παράγοντας απομυθοποίησης μεγάλων πολιτικών. Σεβάσμιος ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αλλά ολόκληρες δεκαετίες μετά συνεχίσουμε να μαθαίνουμε το πολιτικό ανέκδοτο που εξηγηθεί το γιατί ο δημοφιλής γελοιογράφος της εποχής του, ο Φωκίων Δημητριάδης, τον απεικόνιζε ως “όρνιθα”. Είναι ένα ωραίο πολιτικό ανέκδοτο “το όλον”. Έτσι θα λειτουργήσουν και οι σημερινές γελοιογραφίες.
Ο λόγος που καταπιανόμαστε με το θέμα είναι για να εκφράσουμε ένα αίσθημα που έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι το συμμερίζονται αρκετοί: το κουράσαμε με τους γελοιογράφους.
Ο σεξισμός, ο αντισημιτισμός, το μίσος είναι διάχυτα στην κοινωνία και αναπαράγονται από θεσμούς, φορείς, αιρετούς, λειτουργούς. Είναι τραγικό να οργανώνουμε πολεμική γύρω από τα θέματα αυτά με αφορμή μια γελοιογραφία που έχει στόχο να σατιρίσει κάνοντας χρήση της υπερβολής.
Αρκετά πλέον. Αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολλαπλώς δυσκολότερο να επιχειρηματολογήσεις για όλα αυτά από το να δημοσιεύσεις στο facebook ένα ξέμπαρκο σκίτσο κάποιου δημιουργού με τη λεζάντα “σεξιστής ο γελοιογράφος Παπαδόπουλος” αλλά δεν πολεμάς τον σεξισμό, τον αντισημιτισμό, το μίσος με αυτό τον τρόπο.
Σε τελική ανάλυση, αν ζητούμε από τους γελοιογράφους να προσέχουν τα αστεία τους τότε η ίδια αξίωση πρέπει να υπάρχει κι από τους σχολιαστές. Να προσέχουν κι αυτοί τα επιχειρήματά τους γιατί ειλικρινά, βαρεθήκαμε τις ευκολίες τους.