Του Κώστα Μποτόπουλου
Έχει υποστεί τόση ταλαιπωρία και τόσες ταπεινώσεις το Κράτος Δικαίου παγκοσμίως, την εποχή του Τραμπ και του Brexit, της αντι-φιλελεύθερης «δημοκρατίας» και των λαϊκιστών κάθε φυράματος, της ανοιχτής περιφρόνησης των Συνταγμάτων, των νόμων και των δικαιωμάτων, που κάθε υπενθύμιση ότι ο αγώνας δεν έχει χαθεί είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Είναι ζωογόνα.
Όταν μάλιστα γίνεται σε μια μεγάλη από κάθε άποψη χώρα όπως η Μεγάλη Βρετανία, γύρω από μια εμβληματική υπόθεση όπως το δικαίωμα ενός από τα αρχαιότερα Κοινοβούλια του κόσμου να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία και διατυπώνεται με τόσο έξοχο τρόπο όσο στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τότε η υπενθύμιση αυτή λαμβάνει διαστάσεις φάρου για τη συνταγματική Δημοκρατία.
Μέσα από μια γλώσσα απολύτως κατανοητή, σχεδόν λαγαρή, και μια επιχειρηματολογία συγχρόνως στιβαρή και τολμηρή, το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη νομιμότητα της εκ μέρους του πρωθυπουργού «εντολής» προς την αρχηγό του κράτους, τη βασίλισσα, να «διακόψει» την κοινοβουλευτική σύνοδο τόσο κοντά στην ημερομηνία τελικής εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προέβη σε πέντε θεμελιώδεις κρίσεις. Καθεμία και όλες μαζί δίνουν υπόσταση στο πνεύμα του άγραφου βρετανικού Συντάγματος και ξεκαθαρίζουν τι εστί κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Κρίση πρώτη: Καμία «συνταγματική» διαφορά, όσο περίπλοκη και ιδιαίτερη και να είναι -και δύσκολα θα βρεθεί κάτι πιο περίπλοκο και ιδιαίτερο από την εμπλοκή του Κοινοβουλίου, του πρωθυπουργού και των δικαστηρίων σε μια κεφαλαιώδους σημασίας απόφαση που πήρε, ερήμην των συνεπειών της και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο βρετανικός λαός εδώ και τριάμισι χρόνια- δεν κείται εκτός πεδίου δικαστικής κρίσης: «Το δίκαιό μας είναι συνηθισμένο να αίρεται στο ύψος τέτοιων προκλήσεων και μας παρέχει τα νομικά εργαλεία για να βρούμε μια αιτιολογημένη λύση».
Κρίση δεύτερη: Δεν υπάρχουν ζητήματα που να κείνται εκτός συνταγματικού έλεγχου από μόνο το γεγονός ότι εμπεριέχουν πολιτικούς χειρισμούς και κρίσεις: «Το γεγονός ότι μια νομική διαφορά σχετίζεται με τη συμπεριφορά των πολιτικών ή δημιουργεί ζητήματα αμφιλεγόμενα από πολιτική άποψη δεν υπήρξε ποτέ ικανός λόγος για να αρνηθούν τα δικαστήρια να την εξετάσουν». Δηλαδή, με δικά μου λόγια: η πολιτική είναι παιδί της δημοκρατίας και αμφότερες οφείλουν να ασκούνται μέσα στο συνταγματικό πλαίσιο και υπό την κρίση των δικαστηρίων.
Κρίση τρίτη: Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών όχι μόνο δεν εμποδίζει τα δικαστήρια να εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται η τήρηση των συνταγματικών κανόνων, αλλά αποτελεί την πεμπτουσία του ρόλου των δικαστηρίων: Ζητήματα «νομίμων ορίων» ως προς την άσκηση προνομίων της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και κάθε «νομικό ή ερμηνευτικό ζήτημα» που γεννάται σε σχέση με την άσκηση αυτών των προνομίων, ανήκουν όχι μόνο στις αρμοδιότητες αλλά στην «αποστολή» των δικαστηρίων. Γι' αυτό τον λόγο η κρίση περί του αν η διακοπή των κοινοβουλευτικών εργασιών ήταν νόμιμη όχι μόνο είναι δυνατή από πλευράς δικαστικής εξουσίας, αλλά «δίνει έννοια στη διάκριση των εξουσιών».
Κρίση τέταρτη: Καμία αρμοδιότητα ή προνόμιο της εκτελεστικής εξουσίας δεν μπορεί να είναι να απεριόριστο. Η κοινοβουλευτική ιδίως δημοκρατία, στην οποία η λαϊκή κυριαρχία εκφράζεται μέσω της θεσμικής κυριαρχίας του Κοινοβουλίου -του «τελικού λόγου» που έχει επί των μεγάλων αποφάσεων, όπως το διατύπωσε η άλλη μεγάλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το Brexit, το 2017- είναι το πολίτευμα εγγύησης της ελευθερίας μέσω της θέσης νόμιμων ορίων. Ορίων που προκύπτουν από το πνεύμα του Συντάγματος, από την κοινή λογική και από την κάθε φορά αιτιολόγηση των πολιτικών αποφάσεων. Ο ίδιος δε ο Τζόνσον, ως αποτέλεσμα αυτού του συλλογισμού, υφίσταται έναν προσωπικό κόλαφο από το δικαστήριο, που ισχυρίζεται ότι του προσέφερε «ανεπαρκείς διαβεβαιώσεις για τις πράξεις του».
Και κρίση πέμπτη, απαύγασμα του βρετανικού συνταγματισμού: Τα πάντα κρίνονται υπό των φως των συνθηκών υπό τις οποίες λαμβάνουν χώρα. Σε «εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις», όπως αυτές που σχετίζονται με τις συνέπειες της τόσο κοντινής εξόδου της Βρετανίας από την Ένωση, ταιριάζει ακόμα πιο προσανατολισμένη στις βασικές αρχές της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας και του κοινοβουλευτικού διαλόγου ερμηνεία και δικαστικός έλεγχος. Και γι' αυτό «η πράξη του πρωθυπουργού (να διακόψει την κοινοβουλευτική διαδικασία) είχε ως (μη νόμιμο) αποτέλεσμα να δυσχεράνει ή να αποτρέψει τον συνταγματικό ρόλο του Κοινοβουλίου», ακόμα και εάν το προνόμιο του πρωθυπουργού να αποφασίζει γενικώς περί της διακοπής δεν αμφισβητείται.
Μάθημα συνταγματικού δικαίου, δημοκρατίας και ελπίδας. Που πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς συνέπεσε με την έναρξη της διαδικασίας καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ.