«Ξεκινώντας από το μηδέν σε άλλη χώρα, πάντα κάτι θα λείπει - ο λεμονοστύφτης στην κουζίνα, η καλημέρα του γείτονα, η τυρόπιττα στην οδό Νίκης, η τυχαία συνάντηση με έναν συμμαθητή του δημοτικού. Ήρθα με μια βαλίτσα ρούχα και ένα βιογραφικό που δεν έλεγε σε κανέναν τίποτα, σαν να είχα μόλις βγει από τη σπηλιά.»
Στο χωριό μου θα την έλεγαν «σπίρτο». Η μαμά μου θα αναγνώριζε πως «είναι κορίτσι με κότσια», για να εκφραστούμε ευπρεπώς. Το σίγουρο είναι ότι η αυθάδης Λώρα δεν την φοβάται τη ζωή, της κλείνει το μάτι, της βγάζει τη γλώσσα και ξαναρχίζει απ’ την αρχή.
Το επίσημο βιογραφικό της θα την δέσμευε και θα την κρατούσε στην Ελλάδα, είχε «στρώσει μια κατάσταση» όπως λένε, είχε μοχθήσει πολύ: Η Λώρη Κέζα γεννήθηκε στο Μόντρεαλ το 1969. Αποφοίτησε από το λύκειο της Προτύπου Ευαγγελικής Σχολής και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1988 εργάστηκε στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Από το 1989 ως το 1993 απασχολήθηκε στο Mega Channel ως βοηθός παραγωγής στις ειδήσεις. Από το 1992 ως σήμερα εργάζεται στην εφημερίδα "Το Βήμα", αρχικά ως συντάκτης στον τομέα του βιβλίου και από το 2009 ως αρθρογράφος με τη καθημερινή στήλη "Κοινή λογική". Εκδίδει και διευθύνει τη λογοτεχνική επιθεώρηση "Να ένα μήλο" και έχει διοργανώσει τέσσερις συναντήσεις εργασίας για νέους συγγραφείς. Εργάστηκε στη ΝΕΤ ως αρχισυντάκτρια στην εκπομπή για το βιβλίο "Για μια θέση στο ράφι". Διετέλεσε μέλος της επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και των Κρατικών Βραβείων Παιδικής Λογοτεχνίας. Στο ελεύθερο χρόνο της γράφει μικρές ιστορίες για μικρά παιδιά.»
Ωστόσο το 2011 έφυγε για τον Καναδά «με μια βαλίτσα ρούχα», εξάλλου τα βιβλία που ήδη υπήρχαν και υπήρξαν, πάνε παντού: «Η ώρα είναι εκατό», «Της ζωής τα γυρίσματα», «Καλύτερα καρούμπαλο», «Η Κική και η Φωφώ», «Τα κατορθώματα της Ρόζας Δελλατόλα: Υπόθεση Laurus», «10 μέρες στη τρελογιαγιά», «Σε ανοίγω, σε κλείνω», «Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο», «Ζουρ Φιξ», «Υπόθεση Laurus και άλλες ιστορίες».
Την αναζήτησα για χίλιους δυο λόγους: η ευφυία της, η ειλικρίνειά της, το χιούμορ της, η «σατανικά παιδική» φαντασία της και τα κουράγια της, το αντιλαμβάνεστε, είναι λόγοι πολλοί. Και για όλα μας μίλησε: για την απόφασή της να φύγει, για την κατάσταση που αντιμετώπισε εκεί, για την λογοτεχνία, το «Nα ένα μήλο», την Τήνο την οποία ονειρεύεται και σχεδιάζει στο μέλλον να ζήσει κι εκεί. Για το πώς μας ξαναβρήκε το καλοκαίρι που γύρισε, και πιστέψτε με είναι παρηγορητική: «Ναι μεγάλη αλλαγή, από τους καυγάδες “Μένουμε Ευρώπη” έγινε μετάβαση στους καυγάδες “Κάνουμε εμβόλιο”. Μου φαίνονται όλα πολύ έντονα, οι αντιπαραθέσεις, οι φωνές, μια επιθετικότητα που παρασύρει ακόμα και τους πιο ήρεμους, πολλά νεύρα γενικά. Βεβαίως να επισημάνω ότι οι Έλληνες είναι πολύ πιο σέξι, φλερτάρουν, κάνουν κομπλιμέντα, κοιτάνε με νόημα, δηλαδή δεν έχει φτάσει ως εκεί το απολυμαντικό της πολιτικής ορθότητας».
Συνέντευξη στην ΕλένηΓκίκα
- Κυρία Κέζα, γνωρίζοντας καλά από πρώτο συγγραφικό χέρι «Της ζωής τα γυρίσματα» να ξεκινήσουμε από το ποια στιγμή ακριβώς πήρατε την απόφαση να φύγετε; Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ είχατε χτίσει μια καριέρα, αφήνατε φίλους, συγγραφική και σημαντική δημοσιογραφική δουλειά. Δεν ήταν εύκολο ή όχι;
Αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα το 2017. Η εφημερίδα σταμάτησε να μας πληρώνει, αφού πρώτα είχαν γίνει περικοπές μισθών και είχαμε δει τα εισοδήματα να μειώνονται απροειδοποίητα. Εκείνη την εποχή οι προτάσεις που είχα ήταν ανάμεσα στο να δουλεύω τσάμπα για ένα πολιτικό κόμμα (μέχρι να με διορίσουν του Αγίου Ποτέ), να δουλεύω τσάμπα για έντυπα (για «να εκφραστώ»), να δουλεύω σχεδόν τσάμπα στον τομέα επικοινωνίας (δηλαδή το εισόδημα να είναι μικρότερο από τα πάγια έξοδα ενός σπιτιού). Δεν είχα δηλαδή αληθινές επιλογές… Ήταν λοιπόν εύκολη απόφαση το να φύγω, και μάλιστα έχοντας διπλή υπηκοότητα, μάνα γαλλοκαναδή και αναμνήσεις από το χιόνι.
- Υπάρχουν στιγμές που μετανιώνετε γι’ αυτό;
Ξεκινώντας από το μηδέν σε άλλη χώρα, πάντα κάτι θα λείπει_ ο λεμονοστύφτης στην κουζίνα, η καλημέρα του γείτονα, η τυρόπιττα στην οδό Νίκης, η τυχαία συνάντηση με έναν συμμαθητή του δημοτικού. Ήρθα με μια βαλίτσα ρούχα και ένα βιογραφικό που δεν έλεγε σε κανέναν τίποτα, σαν να είχα μόλις βγει από τη σπηλιά.
Είναι κι ο ωκεανός, σαν να χωρίζει το τώρα από το τότε, μεγάλη απόσταση. Αν είχα εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, θα είχα την παρηγοριά ότι η απόσταση περπατιέται, παίρνω τα μπογαλάκια μου και πάω για καφέ στη Βαλαωρίτου. Κι όμως, παρά τις δυσκολίες, παρά τη μοναξιά, έχω την αίσθηση ότι πήρα τη σωστή απόφαση που έφυγα. Κυρίως για τα παιδιά, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη, μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά, κι όταν λέω «καλύτερη» εννοώ με περισσότερες ευκαιρίες.
- Γράφετε περισσότερο τώρα που είστε στον Καναδά;
Γράφω πολύ για δουλειά, ανακοινώσεις, προτάσεις, κείμενα γενικώς, στα γαλλικά και στα αγγλικά, οπότε όταν τελειώνω από τις υποχρεώσεις, το μόνο που θέλω είναι να μαγειρέψω, να πάω στο γυμναστήριο και να δω μια σειρά στο Νέτφλιξ. Έχω πολλές σημειώσεις για ένα μυθιστόρημα που ετοιμάζω με φόντο την ιστορία των γαλλόφωνων του Καναδά. Βγαίνω βόλτα στο βουνό εδώ κοντά, στο Μοντ Ρουαγιάλ, τον ομφαλό του Μόντρεαλ και σκέφτομαι τους χαρακτήρες του βιβλίου και κάποια στιγμή θα τα βάλω όλα στη σελίδα επάνω.
- Να αναφερθούμε και σ’ αυτό «το γύρισμα», μια δημοσιογράφος και μάλιστα εξαιρετική, που έχει ήδη εκδώσει με επιτυχία ένα περιοδικό για το βιβλίο, έχει συσπειρώσει γύρω της νέους και καλούς συγγραφείς, αποφασίζει να γράψει, γιατί;
Ήθελα αρχικά να γράψω πολιτικά δοκίμια για τις μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και κακοδιαχείρισης, για την γραφειοκρατία, για εκείνους που παίρνουν επιδοτήσεις κι αγοράζουν μερσεντέ, ήθελα να περιγράψω πώς η Ελλάδα μετά τον Πόλεμο ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε, μέχρι που έπεσε από τα ψηλά. Πιο πολύ λοιπόν με ενδιέφερε ο καμβάς και επινόησα αυτόν τον γοητευτικό αντιπαθή ήρωα, τον Ιωσήφ Ρεμούνδο, μια χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα της γενιάς του, που μεγάλωσε με λάμπα λαδιού στο χωριό και βρέθηκε αργότερα με έξυπνο κινητό. Αυτός ο εβδομηντάρης δίνει την ευκαιρία να συνοψίσω γεγονότα και καταστάσεις από τη δεκαετία του ’50 ως την οικονομική κρίση.
Γιατί έγραψα λοιπόν; Επειδή είχα κάτι να πω, κάτι που νομίζω ότι άξιζε τον κόπο να γραφτεί. Αν είχα καλή φωνή, θα έπιανα το μικρόφωνο αλλά το μόνο που ξέρω να κάνω είναι να γράφω, οπότε έγραψα.
- Και γιατί πρώτα παιδικά; Ήταν τα παραμύθια που λέγατε στις κόρες σας;
Όντως, έλεγα ιστορίες στα κορίτσια μου και έτσι ξεκίνησε η συγγραφή βιβλίων. Τους έλεγα διάφορα αλλόκοτα, όπως ότι το σκυλί μας τη νύχτα γίνεται ριγέ σαν ζέβρα, ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη Μεγάλη Βρετανία είναι δικό μας αλλά το έβαλα στο ξενοδοχείο επειδή δεν χωράει στο σπίτι. Κάπως έτσι ξεκίνησε το «Η ώρα είναι εκατό», από τη δυνατότητα να σφηνώνεις ελεύθερο χρόνο μέσα στο ρολόι σου ή το «Καλύτερα καρούμπαλο», για παιδιά που ματώνουν τρέχοντας στα χαλίκια αντί να τρώνε πατατάκια μπροστά στην τηλεόραση.
Γενικά φτιάχνω ιστορίες στην καθημερινότητά μου. Για παράδειγμα, είναι μια κυρία μεγάλης ηλικίας στο γυμναστήριο, με την οποία μόνο χαιρετιόμαστε αλλά έχω φτιάξει σενάριο ότι είναι πρώην πρωταθλήτρια στίβου της Σοβιετικής Ένωσης που κατάφερε να δραπετεύσει και ήρθε στον Καναδά όπου παντρεύτηκε τη φίλη της.
- Και μετά «Τα κατορθώματα της Ρόζας Δελλατόλα: Υπόθεση Laurus», να πούμε πώς γεννήθηκε η δαιμονία Ρόζα;
Την πρώτη φορά που έστειλα χειρόγραφο σε εκδοτικό οίκο με έπιασε από κοντά μια κυρία των γραμμάτων και με νουθετούσε, έλεγε ότι πάντα πρέπει να υπάρχει δίδαγμα στα παραμύθια. Κατόπιν μου ανέφερε κανόνες. Ποτέ μα ποτέ δεν γράφουμε για φέρετρα, μου είπε. Φεύγοντας από τη συνάντηση σκεφτόμουν, διάολε, ούτε τη Χιονάτη δεν έχει διαβάσει; Αποφάσισα λοιπόν ότι ο μπαμπάς στο επόμενο βιβλίο θα ήταν νεκροθάφτης, κατασκευαστής φερέτρων. Ταίριαζε λοιπόν με την Τήνο όπου ο κόσμος θάβεται με σάβανο, όχι με φέρετρο. Η Ρόζα η δαιμόνια είναι ένα καλό κακό παιδί, όπως ο Τομ Σώγιερ. Ίσως να είναι το παιδί που θα ήθελα να είχα υπάρξει, μια ιδανική εκδοχή του εαυτού μου. Μέσα στο βιβλίο χώρεσαν ένα σωρό πληροφορίες για το νησί, για το μοναστήρι των Ουρσουλινών, για τους πειρατές, όπου όλα έρχονται και δένουν με την πλοκή.
- Το «Ζουρ Φιξ»; Πού είστε ή ποια απολαμβάνετε περισσότερο, τα μυθιστορήματα «για μεγάλους», για εφήβους ή για παιδιά;
Όλα μου αρέσουν, απολαμβάνω το γράψιμο της κάθε λέξης κι ακόμα πιο πολύ απολαμβάνω το σβήσιμο. Γράφω, διορθώνω, αλλάζω, βρίσκω τα συνώνυμα, ψάχνω τις προθέσεις, ακούω το ρυθμό. Όλα έχουν τη χάρη τους, τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια, οι ερωτικές επιστολές, τα «τεξτό», όπως λέμε εδώ στο Μόντρεαλ τα γραπτά μηνύματα.
Βρίσκω κομμάτια του εαυτού μου σε όλους τους χαρακτήρες των βιβλίων μου και προσπαθώ να αναδείξω σε όλους τα διφορούμενα χαρακτηριστικά. Κάποιος που κερνάει τους πάντες σε άλλους φαίνεται σπάταλος, σε άλλους φαίνεται γενναιόδωρος. Κάποιος που έχει πολλές ερωτικές σχέσεις, σε άλλους φαίνεται γοητευτικός, σε άλλους απαράδεκτος. Για τον Ιωσήφ Ρεμούνδο προσπάθησα να προκαλεί αισθήματα αντιπάθειας και συμπάθειας, εναλλάξ.
- Στα… χέρια σας αναδείχτηκαν συγγραφείς, επιβεβαιωθήκατε για τις επιλογές σας; Έγιναν φίλοι σας; Εξακολουθείτε να έχετε επαφή;
Νομίζω ότι όσοι έχουν το ταλέντο να αναδειχτούν, θα το πετύχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή δεν είναι ούτε οι εφημερίδες ούτε τα περιοδικά που φτιάχνουν τον συγγραφέα. Η συμβολή μου ήταν, ίσως, ότι επιτάχυνα τα πράγματα. Αυτό που συνέβη με το «να ένα μήλο» ήταν κάτι περισσότερο από την έκδοση τευχών. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια γενιά in vitro, επειδή τα κινήματα συσχετίζονται συνήθως με τόπους συνάντησης και με έντυπα. Προσπάθησα λοιπόν το αντίστροφο, πρώτα το λογοτεχνικό περιοδικό, έτοιμο για την παραγωγή του και κατόπιν τα πρόσωπα, τα οποία έγραφαν μετά από πρόσκληση.
Στο ίδιο πνεύμα οργάνωνα συναντήσεις, όπου είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε μαζί ολόκληρες μέρες, μακριά από τα σπίτια μας. Η ιδέα ήταν να μιλάμε από το πρωί ως το βράδυ για τα βιβλία, για τους εκδότες αλλά και για την πρόσληψη της λογοτεχνίας. Αρκετοί έχουν κρατήσει επαφές μεταξύ τους και συνεχίσουν να βλέπονται. Για εμένα είναι πιο δύσκολο, βρέθηκα στην Ελλάδα συνολικά πέντε εβδομάδες τα τελευταία τέσσερα χρόνια, χάθηκαν οι πιο πολλές παρέες.
- Εικόνες από την Ελλάδα που για σας είναι χαρά αλλά και νοσταλγείτε ενδεχομένως πολύ;
Η εικόνα που σκέφτομαι όταν λέω «Ελλάδα» είναι στις έξι το πρωί, στο μπαλκόνι μας στην Τήνο, βλέποντας από ψηλά τη Χώρα, και στο βάθος τη Σύρο, στη γραμμή όπου ενώνονται τα μπλε.
- Το καλοκαίρι ήρθατε στην Τήνο, πώς μας είδατε; Έχουμε αλλάξει καθόλου στο μεταξύ;
Ναι μεγάλη αλλαγή, από τους καυγάδες «Μένουμε Ευρώπη» έγινε μετάβαση στους καυγάδες «Κάνουμε εμβόλιο». Μου φαίνονται όλα πολύ έντονα, οι αντιπαραθέσεις, οι φωνές, μια επιθετικότητα που παρασύρει ακόμα και τους πιο ήρεμους, πολλά νεύρα γενικά. Βεβαίως να επισημάνω ότι οι Έλληνες είναι πολύ πιο σέξι, φλερτάρουν, κάνουν κομπλιμέντα, κοιτάνε με νόημα, δηλαδή δεν έχει φτάσει ως εκεί το απολυμαντικό της πολιτικής ορθότητας.
- Αλήθεια θα μπορούσατε να μείνετε για πάντα στο νησί; Τι είναι η Τήνος για σας;
Ναι, φυσικά και θα μπορούσα να μείνω, αυτό είναι το σχέδιο για το μέλλον. Η Τήνος είναι η πατρίδα της καρδιάς μου, το καταφύγιο. Την προτιμώ χειμώνα, δίχως τουρισμό αλλά προσπαθώ να μην γκρινιάζω για την ανάπτυξη. Θυμάμαι όταν ήταν τα κορίτσια μικρά, υπήρχαν στο χωριό εφτά γαϊδούρια και το καφενείο της κυρίας Ευσταθίας. Τώρα δεν υπάρχει κανένα γαϊδούρι αλλά έχουν ανοίξει κάμποσα μαγαζιά. Τί να κάνουμε; Προχωρά η ζωή, αλλάζουν τα δεδομένα. Μάλλον κουράστηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια, ότι για παράδειγμα ασχημαίνει το τοπίο με τις πισίνες κι επιπλέον το νησί είναι άνυδρο, έρχεται βυτιοφόρο για να έχουμε νερό στα καζανάκια, αν γεμίζουν πρώτα οι πισίνες, δυσκολεύει η υδροδότηση στα σπίτια. Έμαθα ότι δόθηκαν εκατοντάδες άδειες για πισίνες, σηκώνω τα χέρια ψηλά και ονειρεύομαι μια βουτιά στη Σάντα Μαργαρίτα.
- Το εκδοτικό και συγγραφικό τοπίο στην Ελλάδα έχει αλλάξει από τότε που το αφήσατε;
Δεν έχω ιδέα. Σταμάτησα να παρακολουθώ τα βιβλία ως είδηση και ως καινούργιο προϊόν και βρίσκομαι μακριά από τα ελληνικά βιβλιοπωλεία. Στις διακοπές πηγαίνω στο «Περί Τίνος» και αγοράζω αυτά που προτείνει ο Βλαδίμηρος, τα καλύτερα της χρονιάς.
- Αν σας το ζητούσα, θα ξεχωρίζατε συγγραφείς;
Αν η ερώτηση είναι, «ποιος θα στεκόταν στη διεθνή αγορά;», αν έπρεπε να διαλέξω μόνο έναν συγγραφέα από τη γενιά του «να ένα μήλο», θα ήταν η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, επειδή είναι διαφορετική. Η φαντασία της εκπλήσσει, χτίζει κόσμους ολόκληρους και μου αρέσει πάντα η τεχνική με την οποία αναπτύσσει την αφήγηση.
Βλέποντας από μακριά το σύνολο της ελληνικής παραγωγής σε σχέση με αυτά που θεωρούνται μεγάλα ονόματα της διεθνούς αγοράς, θα έλεγα ότι έχουν γραφτεί πολλά αξιόλογα βιβλία και υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί συγγραφείς. Η Ζυράννα Ζατέλη, η Ρέα Γαλανάκη, η Ευγενία Φακίνου, η Ιωάννα Καρυστιάνη, η Άντζελα Δημητρακάκη, είναι εξίσου καλές με τους διεθνείς συγγραφείς που παίρνουν τα μεγάλα βραβεία και που μεταφράζονται σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά είναι τα ονόματα καθώς ο κατάλογος είναι μεγάλος.
- Τι διαβάζετε στο Μόντρεαλ;
Τώρα διαβάζω το Negres blancs d’Amerique, δοκίμιο και αυτοβιογραφία του Pierre Vallières, για το Κεμπέκ του ’50 και του ‘60, για την αντιπαράθεση των γαλλόφωνων της εργατικής τάξης με την αγγλόφωνη ελίτ. Ταυτόχρονα διαβάζω ανέκδοτα ποιήματα Allen Ginsberg, υπό τον τίτλο Wait Till I’m dead.
- Στη ζωή σας πια έχουν αλλάξει πολλά;
Όλα έχουν αλλάξει, από κάθε άποψη. Σε πολλές βεβαιότητες που είχα, βάζω πια ερωτηματικό.
- Στη γραφή σας;
Θα μου το πείτε εσείς όταν βγει το επόμενο βιβλίο. Έχω την αίσθηση ότι χάνω σιγά σιγά το λεξιλόγιό μου, ότι θα καταλήξω δηλαδή σαν τη θεία από το Σικάγο, θα λέω για τα μπιλοζίρια, τα μασίνια και θα ομιλώ «σπαστώς ελληνικός».
- Τι σας λείπει;
Να φοράω τακούνια για να βγω, οι Ντίνες να μιλάνε για σοσιαλισμό, τα μεσημέρια του Σαββάτου στο ΙΤ στη Σκουφά, τα αγόρια με τα μούσια και τα μούσκουλα, τα μακροβούτια μπροστά από το Βυζάντιο, το βαθύτερο νόημα του «πάμε για καφέ», η αδελφή μου που είναι μακριά αλλά κοντά μου, οι νεραντζιές στα πεζοδρόμια, τα λαχανικά που έχουν γεύση αληθινή, τα λογοπαίγνια, μικροπράγματα που άφησα στο σπίτι.
- Τι δεν σας λείπει καθόλου;
Οι υπάλληλοι εφορίας που σε στέλνουν στον επάνω όροφο για μια σφραγίδα, οι οδηγοί που πιάνουν το τιμόνι πιωμένοι, οι γονείς που τσιρίζουν στις παιδικές χαρές, οι ξέχειλοι κάδοι από σκουπίδια, τα σόγια των πολιτικών που έχουν πιάσει μόνιμα στασίδια, η ατιμωρησία όσων χτίζουν στα δάση και μπαζώνουν ρέματα, τα κέντρα διασκέδασης «μπουζούκια», οι εργοδότες που είναι πάνω από το νόμο, οι πορείες στο κέντρο της Αθήνας.
- Η τελευταία ερώτηση δική σας, η Λώρη Κέζα δημοσιογράφος τι θα ρωτούσε την συγγραφέα Λώρη Κέζα;
Ωραία ερώτηση. Θα ρωτούσα λοιπόν: «Θα επιλέγατε για παρέα σας τον Ιωσήφ Ρεμούνδο, τον ήρωα του Ζου φιξ, που έχει τόσα ελαττώματα και τόσες χάρες ταυτόχρονα;»