Ουδείς νουνεχής άνθρωπος επιθυμεί οι διαφορές μεταξύ κρατών να επιλύονται με την προσφυγή στην βία. Όλοι ανεξαιρέτως υποστηρίζουμε την ειρηνική, μέσω διαλόγου, επίλυση των όποιων διαφορών υπάρχουν.
Στην περίπτωση μας, μόνον παράφρονες επιζητούν πόλεμο με την Τουρκία. Και οι δύο χώρες θα πάνε πολλές δεκαετίες πίσω.
Το ζητούμενο είναι πώς θα διεξαχθεί ένας διάλογος στον οποίον τα δύο μέρη θα συμμετάσχουν ισοτίμως. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να συντρέξουν, σωρευτικά, δύο προϋποθέσεις.
Πρώτη προϋπόθεση. Να αντιληφθεί η Τουρκία πως η Ελλάδα είναι ικανή και έτοιμη να υπερασπισθεί τα σύνορα της. Τις κόκκινες γραμμές της. Να κατανοήσει πως σε περίπτωση σύγκρουσης αυτά που έχει να χάσει είναι απείρως πιο σημαντικά από αυτά που ενδεχομένως θα κερδίσει.
Αυτή είναι η πολιτική της αποτροπής που φαίνεται πως υιοθετεί η ελληνική κυβέρνηση. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν εύστοχες και αναγκαίες οι γνωστές δηλώσεις του Α/ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρου. Συντηρούμε οι Έλληνες φορολογούμενοι πολύ ακριβές Ένοπλες Δυνάμεις για να χρησιμοποιήσουμε την ισχύ τους, αν παραστεί ανάγκη.
Μερικοί, επαγγελματίες «ειρηνόφιλοι» ούτε διανοούνται πως μπορεί να συμβεί αυτό το αυτονόητο.
Αν προσέλθουμε σε έναν διάλογο υπό τον φόβο μιας σύγκρουσης ή λόγω της τουρκικής στρατιωτικής υπεροπλίας -κάτι που συγκριτικά αμφισβητείται- τότε το ζητούμενο θα είναι τι θα δώσουμε. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται να γίνει καμιά διαπραγμάτευση, αλλά μια υποταγή στις απαιτήσεις της Άγκυρας.
Σε αυτήν την απευκταία περίπτωση, η Τουρκία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, θα επανέλθει με νέες διεκδικήσεις, όπως συνέβη στο παρελθόν.
Η πολιτική του κατευνασμού, που διατρέχει όλη την Μεταπολιτευτική περίοδο, μετά βεβαιότητος, οδηγεί στην Φινλανδοποίηση της πατρίδας μας. Το θέλουμε;
Δεύτερη προϋπόθεση. Στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων η ελληνική πλευρά υποστηρίζει άνευ εκπτώσεων, 100%, τις πάγιες θέσεις της πατρίδας μας. Δεν νοείται να αναγνωρίζουμε στην τουρκική πλευρά δίκαια, πριν καν αρχίσει ο διάλογος. Δεν νοείται να δηλώνουμε πως τα μικρά ελληνικά νησιά δεν έχουν επήρεια επί της ΑΟΖ ή έχουν μειωμένη επήρεια.
Αυτό ή το διαπραγματευόμαστε έναντι άλλων ανταλλαγμάτων, όπως έγινε με την Ιταλία, ή αν αυτό το αποφασίσει το δικαστήριο της Χάγης του οποίου την δικαιοδοσία αποδεχόμαστε.
Άλλωστε, στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο, αλλά ένα δούναι και λαβείν, το εύρος των οποίων καθορίζεται κάθε φορά από την ισχύ των κρατών. Η ηθική δεν παράγει πολιτική. Η πολιτική έχει την δική της ηθική που είναι, σε τελική ανάλυση, η ηθική του ισχυρού, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει αυτό!
Ας μην επανέλθουμε, το 2020, στις ρομαντικές αντιλήψεις του 1920 που υποστήριζαν ότι οι σχέσεις μεταξύ κρατών ρυθμίζονται από γενικές αρχές που υλοποιούνται με ευγενικές εκκλήσεις.
Σήμερα, στον πολυπολικό κόσμο, ο συσχετισμός δυνάμεων -πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών- και οι συμμαχίες, καθορίζουν και το επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Αψευδέστατος μάρτυρας αυτά που διαδραματίζονται στην Λιβύη.
Σήμερα, το ζητούμενο δεν είναι να αποκτήσουμε κουλτούρα συμβιβασμού. Με γείτονα την επεκτατική-επιθετική Τουρκία, αυτό καταλήγει στην κουλτούρα του κατευνασμού, που διαθέτουμε, δυστυχώς, άφθονη.
Αυτό που μας λείπει είναι η κουλτούρα της αποτροπής, η μόνη που απομακρύνει την πιθανότητα της σύγκρουσης.