Την επομένη των εκλογών πρέπει να βάλουμε την παραγωγή πριν από την κατανάλωση, το άλογο πριν από το κάρο, τους 3 πυλώνες ως ασπίδα για να μη χρεοκοπήσει ξανά το πιο αποτυχημένο ίσως ασφαλιστικό σύστημα στον κόσμο, όπως τονίζει στο Liberal.gr, ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, καθηγητής στο Τμήμα Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Σχολιάζοντας το κλίμα που συνεχίζεται να καλλιεργείται ότι το κράτος έχει τη λύση για όλους, ο πρώην διοικητής του ΙΚΑ, που έχει μελετήσει όσο λίγοι στην Ελλάδα το σύστημα των τριών πυλώνων, επιμένει ότι μετά τις εκλογές, προέχει να δημιουργήσουμε για το μέλλον των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, μια συμφωνία "επιμερισμού" των κινδύνων μεταξύ Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
"Το σύστημα των τριών πυλώνων που αποτελεί διεθνής πρακτική, πρέπει να εφαρμοστεί σε όλες τις μορφές κοινωνικής ασφάλισης, τόσο στις συντάξεις όσο και στην ασφάλιση υγείας, όπου οι πολίτες πληρώνουν από την τσέπη τους το 40% των συνολικών δαπανών", σημειώνει ο κ. Νεκτάριος προσθέτοντας ότι ήρθε η ώρα να πάψουμε να ζούμε με τις ψευδαισθήσεις ότι το κράτος έχει τη λύση για όλους.
"Όπως ακριβώς οι συντάξεις μας έβαλαν στην κρίση, έτσι τολμηρές μεταρρυθμίσεις όπως οι 3 πυλώνες, μπορούν να μας βγάλουν από αυτήν", σημειώνει, και εξηγεί πως τα κατάφεραν πολλές ευρωπαϊκές χώρες με συναίνεση από τη δεκαετία του 1990.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Στη συζήτηση για το Ασφαλιστικό, ακόμη και σήμερα, συνεχίζεται να καλλιεργείται το κλίμα ότι το κράτος έχει τη λύση για όλους, όπως το να καταβάλει τις συντάξεις για τους συνταξιούχους. Είναι έτσι;
Το κυριότερο χαρακτηριστικό στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ήταν ότι το κράτος είχε επωμιστεί όλο το βάρος της διαχείρισης των οικονομικών κινδύνων των πολιτών, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και των επιχειρήσεων.
Έγκυρες διεθνείς συγκριτικές αναλύσεις δείχνουν ότι η Ελλάδα ήταν και παραμένει πρώτη σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο όσον αφορά την αποφυγή της οικονομικής αβεβαιότητας. Με βάση τις συγκεκριμένες αναλύσεις, το γεγονός αυτό ερμηνεύει γιατί η χώρα είναι ουραγός στην καινοτομία και στον αριθμό αδειών για πατέντες. Για τους ίδιους λόγους, η χώρα έχει ένα βαρύ γραφειοκρατικό σύστημα που εξουδετερώνει τους οικονομικούς κινδύνους για τις ευρύτατες κι πολυάριθμες ομάδες συμφερόντων που καλύπτονται από το σύστημα αυτό.
Επομένως, την επόμενη μέρα για την Ελλάδα, και εννοώ μετά τις εκλογές, πρέπει να βάλουμε την παραγωγή πριν την κατανάλωση, το άλογο πριν από το κάρο, τους 3 πυλώνες ως ασπίδα για να μη χρεοκοπήσει ξανά το πιο αποτυχημένο ίσως ασφαλιστικό σύστημα στον κόσμο.
Πρέπει να δημιουργήσουμε για το μέλλον των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, μια συμφωνία “επιμερισμού” των κινδύνων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Αυτό πρέπει να ισχύει τόσο στον τομέα των συντάξεων όσο και στον τομέα των ασφαλίσεων υγείας, όπου οι πολίτες πληρώνουν από την τσέπη τους το 40% των συνολικών δαπανών υγείας.
Το σημερινό χρεοκοπημένο σύστημα συντάξεων πρέπει να αλλάξει, και αυτό θα γίνει μόνο αν πάψουμε να ζούμε με τις ψευδαισθήσεις ότι το κράτος έχει τη λύση για όλους.
Έχετε κατ'' επανάληψη μιλήσει για την ανάγκη των τριών πυλώνων. Πόσο επίκαιρο είναι το αίτημα αυτό;
Όπως ακριβώς οι συντάξεις μας έβαλαν στην κρίση, έτσι τολμηρές μεταρρυθμίσεις όπως οι 3 πυλώνες, μπορούν να μας βγάλουν από αυτήν.
Το σύστημα των τριών πυλώνων πρέπει να εφαρμοστεί σε όλες τις μορφές κοινωνικής ασφάλισης, τόσο στις συντάξεις όσο και στην ασφάλιση υγείας. Αυτή είναι διεθνής πρακτική, ούτως ώστε ο συνολικός κίνδυνος να επιμερίζεται μεταξύ (α) του υποχρεωτικού κρατικού πυλώνα, (β) του προαιρετικού επαγγελματικού πυλώνα, και (γ) της ατομικής ασφαλιστικής κάλυψης για όσους επιθυμούν να συμπληρώσουν τις παροχές των δύο προηγούμενων πυλώνων.
Με τον τρόπο αυτό επιμερίζονται οι σχετικοί κίνδυνοι και δεν επιβαρύνουν ολοκληρωτικά τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση τόσο του κρατικού συστήματος συντάξεων όσο και του κρατικού συστήματος υγείας.
Πρέπει να τονιστεί ότι ο επιμερισμός των κινδύνων μεταξύ των τριών πυλώνων συμβάλλει στη διατήρηση των οικονομικών κινήτρων, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας.
Αν η Ελλάδα είχε θεσπίσει τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα πριν 15-20 χρόνια, όταν κάποιοι είχαν επιχειρήσει να τον εφαρμόσουν, δεν θα είχε γλιτώσει τη κατάρρευση του συστήματος συντάξεων, συσσωρεύοντας παράλληλα και υψηλά αποθεματικά;
Η δημόσια ζωή στην Ελλάδα αποτελεί κλασσικό παράδειγμα όπου απουσιάζει πλήρως ο προγραμματισμός και η πειθαρχία. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προβλέπονταν για την επικουρική ασφάλιση συντάξεων στη χώρα μας, αλλά ποτέ δεν τηρήθηκε. Είτε διότι ποτέ δεν έγινε συστηματική συσσώρευση των προβλεπόμενων αποθεματικών, είτε διότι το πολιτικό σύστημα «απαλλοτρίωνε» τα οποιαδήποτε αποθεματικά για αλλότριους σκοπούς.
Εάν το πολιτικό σύστημα είχε επιδείξει την απαιτούμενη πειθαρχία στη δημιουργία των απαραίτητων αποθεματικών, σήμερα τα σχετικά κεφάλαια θα ανέρχονταν σε πολύ υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ του 60% μέχρι του 150% του ΑΕΠ. Εάν είχαμε επιδείξει μια τέτοια συνετή συμπεριφορά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, σήμερα θα είχαμε αποφύγει την καταστροφή του συστήματος συντάξεων και θα είχαμε αποφύγει και τον άκρατο δανεισμό που οδήγησε στην πτώχευση της χώρας.
Τι δείχνει η εμπειρία άλλων ασφαλιστικών συστημάτων που ακολούθησαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως σήμερα;
Η πλειονότητα των χωρών του αναπτυγμένου κόσμου θέσπισαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα για να συμπληρώσουν την λειτουργία του διανεμητικού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό αφενός επιμέρισαν τους κινδύνους μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, και αφετέρου ελαχιστοποίησαν το μακροχρόνιο κόστος του συστήματος συντάξεων.
Έτσι, κατοχύρωσαν την συνολική βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων συντάξεων και, επιπλέον, διασφάλισαν ότι η λειτουργία του συστήματος συντάξεων δεν θα υπονομεύσει τις βασικές παραμέτρους της οικονομίας, δηλαδή την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και το δημόσιο χρέος.
Οι σχετικές ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις επιτεύχθηκαν με βάση ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, που ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '90. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που δεν κατάφερε να επιτύχει μια διακομματική συναίνεση για μια συνολική ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με τα γνωστά αποτελέσματα.