Του Δημήτρη Καμπουράκη
Η μάνα μου βλέπει τον Πομπέο να μπαίνει στην εκκλησία. Ρίχνει μια μούντζα στον Αμερικανό, δεν του χει καμιά εμπιστοσύνη. «Αυτός πάντα με τους Τουρκαλάδες θα είναι», λέει. Η απλοϊκή λαϊκή σκέψη που περιέχει μέσα της επαρκή χρονική εμπειρία για να αναλύει τα πράγματα με σοφία. Δεν έχει πάντα δίκιο, αλλά σε τελευταία ανάλυση που λένε κι οι μαρξιστές, δεν έχει και άδικο.
Η μάνα μου βλέπει τον Ρουβίκωνα να επιτίθεται στη Λάρκο ή να υπερασπίζεται το κρατίδιο του στα Εξάρχεια. Ούτε μετοχές στη Λάρκο έχει, ούτε κατά που πέφτουν τα Εξάρχεια ξέρει, ούτε φοβάται επίθεση του Ρουβίκωνα στο χωριό της. Κι όμως κουνάει το κεφάλι της με αποστροφή για την κατάντια μας. Ξέρει καλά πως όταν αρχίζει να ξηλώνεται το πουλόβερ, το ρούχο πάει για πέταμα κι ας περιορίζεται σήμερα η ζημιά σε μια ασήμαντη ακρούλα. Ξέρει πως η επιδιόρθωση χρειάζεται τριπλό κόπο και πως πάντα θα μείνει κάποιο κουσούρι στο πουλόβερ.
Η μάνα μου βλέπει τον Κατρούγκαλο να της μιλά για «ασφαλιστικό Πινοσέτ» που έρχεται. Κλείνει την τηλεόραση. Ιδέα δεν έχει περί Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε ξέρει τι έκανε κάπου κάποτε ένας Πινοσέτ. Δεν έχει διαβάσει Ιζαμπέλ Αλιέντε ούτε γνωρίζει ποιος ήταν ο μπάρμπας της. Αυτό που ξέρει στα σίγουρα είναι ότι ο Κατρούγκαλος την δουλεύει. Όχι μόνο διότι όταν ήταν υπουργός της πετσόκοψε την σύνταξη, αλλά και διότι πριν την κόψει της είχε ορκιστεί από την ίδια τηλεόραση ότι θα την αυξήσει.
Η μάνα μου ακούει τον Βρούτση να της λέει ότι δεν πρέπει ν' ανησυχεί και ότι η σύνταξη της δεν πρόκειται πλέον να ξανακοπεί. Τον κοιτάζει με μισό μάτι κι ας τον θεωρεί καλύτερο απ' την πιτσιρίκα προκάτοχο του. Ξέρει από ένστικτο ότι οι πολιτικοί ευκολότερα λένε ψέματα απ' όσοι τηρούν τις υποσχέσεις τους. Δεν της φτάνουν λοιπόν τα λόγια για να τον εμπιστευτεί, χρειάζεται αποδείξεις και μάλιστα όχι μια, αλλά πολλές. Προς το παρόν, μικρό το καλαθάκι στο χέρι της.
Η μάνα μου ακούει από τον Κυριάκο ότι έρχονται επενδύσεις και ότι θα δημιουργηθούν δουλειές για τα παιδιά του χωριού, που τώρα κάθονται όλη μέρα στο καφενείο. Στραβώνει τα μούτρα της. Αν έπαιρνε μια δραχμή για κάθε υπόσχεση επενδύσεων και ανάπτυξης που άκουσε στην ζωή της, τώρα θα ήταν αυτή εκατομμυριούχα και το έρημο χωριό της μια βιομηχανική πόλη. Αλλά και να 'ρθουν δουλειές, θα πάνε αυτά τα συφοριασμένα να δουλέψουν; Έχουν καλομάθει στο καθισιό πια.
Η μάνα μου ακούει πως πρέπει πια να νιώθει ασφαλής μέσα στο σπίτι της, γιατί ο Χρυσοχοΐδης μεριμνά. Καλό τον θεωρεί τον Μιχάλη γενικώς, όμως το αστυνομικό τμήμα που κάποτε ήταν στο παρακάτω χωριό, πήγε στην συνέχεια δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα και τώρα το ξαναδιώχνουν στα είκοσι. Ξέρει λοιπόν πως έτσι και εμφανιστεί κλέφτης στο κατώφλι της, πιο εύκολα θα βρει τον ίδιο τον Μιχάλη παρά αστυνομικό να την σώσει.
Η μάνα μου βλέπει τις εικόνες με τους ρακένδυτους που καταφθάνουν στα νησιά και σουφρώνει τα χείλια της. Και τους λυπάται και την ψιλοτρομάζουν. Όποιους ακούσει να μιλούν νηφάλια για το θέμα, θαρρεί πως όλοι τους έχουν δίκιο κι ας διαφωνούν μεταξύ τους. Δεν βγάζει άκρη η γυναίκα, απλώς από ένστικτο καταλαβαίνει πως την λύση δεν την έχουν οι φανατικοί. Ούτε αδέρφια της θεωρεί τους μετανάστες, ούτε εχθρούς της. Κι αυτόν τον μπούσουλα θέλει να έχουν οι κυβερνήτες της. Κάπου εκεί υπολογίζει την λύση, αν υπάρχει.
Η μάνα μου, διανύοντας την ένατη δεκαετία της βασανισμένης ζωής της, έχει μια δική της ζυγαριά για τα πράγματα. Ξέροντας και από νίκες και από συμφορές, ξέροντας ότι καμιά δυστυχία δεν είναι αιώνια αλλά και ότι πίσω απ' τους καθαρούς ορίζοντες λουφάζουν καταιγίδες, κάνει ένα γενικό ζύγισμα στο σήμερα πριν πει την γνώμη της. Κι αυτό που της βγάζει προσώρας η ζυγαριά της, είναι πως «μάλλον πάμε λίγο καλύτερα». Έτσι μου το λέει στο τηλέφωνο. Με έμφαση στο μάλλον…