«Μα, ζούσε ο Ντέσμοντ Τούτου;», είδαμε κάποιους να αναρωτιούνται μόλις ανακοινώθηκε η είδηση του θανάτου του Νοτιοαφρικανού αγγλικανού αρχιεπισκόπου και νομπελίστα.
Ξεχνάμε ότι το Απαρτχάιντ, ένα από τα ειδεχθέστερα καθεστώτα διακρίσεων της ιστορίας, δεν χάνεται πίσω στα βάθη της ιστορίας. Καταργήθηκε μόλις στις 4 Μαΐου 1990.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ο Ντέσμοντ Τούτου είναι μια μυθική προσωπικότητα για όσους συγκινούνται από τους αγώνες για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη Δημοκρατία.
Αυτό που έκανε την περίπτωσή του εξαιρετική ήταν η πεισματική του άρνηση να ενδώσει σε λογικές βίας και αντιποίνων ενώ δεν δίστασε να επικρίνει με μεγάλη σκληρότητα κυβερνήσεις μετά τον Μαντέλα καταγγέλλοντας τις για τη διαφθορά τους. Το 2011 έφτασε στο σημείο να συγκρίνει την κυβέρνηση Ζούμα με το καθεστώς Απαρτχάιντ.
Πόσοι έχουν ιεραρχήσει υψηλότερα τις αρχές τους και το σεβασμό τους στη Δημοκρατία και την Ισότητα υψηλότερα από τη «ράτσα» τους;
Πόσοι από θέσεις κύρους έχουν αρνηθεί να δικαιολογήσουν τους ομοφύλους τους όταν αυτοί αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων;
Πόσοι με το δικό του διεθνές κύρος αρνήθηκαν να δουν τον εαυτό τους ως μέρος ενός συστήματος εξουσίας που έπρεπε να αναπαράγεται με κάθε τρόπο, πάση θυσία, ακόμα κι αν παραβίαζε θεμελιώδη δικαιώματα πολιτών;
Αν κάτι μας συναρπάζει και μας εμπνέει από τον βίο και την πολιτεία του Αρχιεπισκόπου Τούτου ήταν η μετριοπάθειά του και το πείσμα με το οποίο αρνήθηκε τη βία και τα αντίποινα.
Πολέμησε με λύσσα το Απαρτχάιντ αλλά μόλις αυτό έπεσε κι αφού προήδρευσε ο ίδιος των Επιτροπών Αλήθειας και Συμφιλίωσης για τη διερεύνηση των εγκλημάτων του καθεστώτος των διακρίσεων, επέμεινε, ρισκάροντας το κύρος του, στην ανάγκη της συμφιλίωσης και της γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ των Μαύρων και των Λευκών κατοίκων της χώρας. Αυτός ήταν που έπεισε τους ομοφύλους του για την ανάγκη να δοθεί αμνηστία στους ηγέτες του καθεστώτος των διακρίσεων ώστε η χώρα να μπορέσει να προχωρήσει ενωμένη μπροστά.
Στην Ευρώπη η φρίκη του πολέμου θεωρείται μια παλιά ιστορία χάρις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα ειδικότερα, όσοι γεννηθήκαμε τη δεκαετία του '70, μετά τη Χούντα, δεν έχουμε προσλαμβάνουσες καταστολής και κρατικής βίας, δεν έχουμε ιδέα τι θα πει αυταρχισμός, για να είμαστε πιο ακριβείς.
Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που έχουμε σήμερα τόσο μεγάλη ευκολία να ξιφουλκούμε πολιτικά με όρους εμφυλιοπολεμικούς, χωρίς να διστάζουμε να χρησιμοποιούμε λόγια βαριά και κυρίως ανιστόρητα.
Με αφροσύνη έχουμε απεκδύσει τις λέξεις του νοήματός τους και ως εκ τούτου κι από το ιστορικό τους φορτίο. Ποιο αλήθεια είναι σήμερα το βάρος της λέξης «χούντα» όταν χρησιμοποιείται επί ματαίω; Τι μαθαίνει ένα παιδάκι για την Επταετία όταν ακούει πολιτικούς να χρησιμοποιούν σήμερα αυτή τη λέξη;
Κατά βάθος ξέρουμε ότι υπερβάλλουμε. Ξέρουμε ότι το μένος του «Αντί» δεν έχει κανένα ιστορικό βάθος και ως εκ τούτου είναι ανορθολογικό και καταντάει αφόρητα γελοίο μέσα στην ασχήμια του.
Κι όμως, ασφαλείς από την αυθαιρεσία και προστατευμένοι από την πραγματική βία που δεν είναι άλλη από αυτή του Κράτους σε μια ανελεύθερη πολιτεία, σκοτώνουμε εμμονικά τις λέξεις και τα νοήματά τους και ως εκ τούτου είναι φυσικό να αιφνιδιαζόμαστε όταν, ακούγοντας τις ειδήσεις, συνειδητοποιούμε ότι οι ήρωες του Απαρτχάιντ ζούσαν μέχρι χθες γιατί το καθεστώς των διακρίσεων δεν είναι και τόσο παλιό.
Κανένας πολιτικός αγώνας δεν μπορεί να θεωρείται επιτυχημένος αν δεν καταλήγει στη συμφιλίωση των μελών της κοινωνίας μέσα στην οποία ο αγώνας αυτός δόθηκε. Υπάρχουν όρια. Και είναι απλώς ντροπή να τα υπερβαίνουμε επειδή, τελικά, η αμετροέπεια, μια στάση, έχει αναχθεί σε κυρίαρχη ιδεολογία.