Μειώσεις φορολογικών συντελεστών, ασφαλιστικό πολλαπλών πυλώνων και μεταρρυθμίσεις σε δημόσια διοίκηση και Παιδεία είναι άμεσες προτεραιότητες δηλώνει στο liberal.gr, ο Δημήτρης Βαγιανός, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο LSE, προσθέτοντας πως «με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το ενδεχόμενο να μην μπορούμε να εξυπηρετήσουμε το δημόσιο χρέος σε μερικά χρόνια, και να ξαναμπούμε σε μνημονιακές περιπέτειες, είναι ορατό»
Χρειάζεται να βγούμε από τον μικρόκοσμό μας, να κοιτάξουμε οι άλλοι πως τα κατάφεραν, και να γίνουμε πιο φιλόδοξοι, όχι να αρκούμαστε στην επίτευξη των στόχων που μας θέτουν οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες, σημειώνει και παραθέτει μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν με επιτυχία στο εξωτερικό.
Εξηγεί πως σε χώρες με αποτελεσματικό Δημόσιο, όπως η Μ.Βρετανία, το πολιτικό σύστημα δεν αναμειγνύεται στη στελέχωση του προσωπικού, θεωρεί μονόδρομο όχι μόνο να ανατραπεί μετά τις 7 Ιουλίου το καταστροφικό νομοθετικο έργο της παρούσας κυβέρνησης στην παιδεία, αλλά και να δοθεί περισσότερη αυτονομία στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, ενώ χαρακτηρίζει άμεσης προτεραιότητας την μείωση των φόρων και εισφορών στην παραγωγή, ώστε να πάρει μπρος η οικονομία, και την μετάβαση σε ένα ασφαλιστικό σύστημα πολλαπλων πυλώνων, με ιδιωτικούς ασφαλιστικούς λογαριασμούς επιδοτούμενους από το κράτος.
Το μήνυμα του είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία τύχη αν δεν μεταρρυθμιστεί παντού, προσθέτοντας ότι «με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το ενδεχόμενο να μην μπορούμε να εξυπηρετήσουμε το δημόσιο χρέος σε μερικά χρόνια, και να ξαναμπούμε σε μνημονιακές περιπέτειες, είναι ορατό». Όσο για την πολυσυζητημένη έκθεση της Κομισιόν, θεωρεί ότι σκιαγραφεί την χώρα, έτσι όπως ακριβώς είναι, όπου δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις γίνονται με το στανιό και ενίοτε ανατρέπονται, όπως συνέβη με την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Πόσο σοβαρή είναι αυτή την στιγμή η κατάσταση της οικονομίας;
Η οικονομία είναι σχεδόν στάσιμη. Να αναφέρω ενδεικτικά ότι το ποσοστό ανεργίας δεν έχει μειωθεί εδώ και έξι μήνες, και ότι ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, που αποτυπώνει την πορεία των επενδύσεων, μειώθηκε κατά 12.2% το 2018. Μια οικονομία που βρίσκεται μακριά από καθεστώς πλήρους απασχόλησης (το ποσοστό ανεργίας είναι 18.6%) θα έπρεπε να αναπτύσσεται ταχύτερα.
Με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το ενδεχόμενο να μην μπορούμε να εξυπηρετήσουμε το δημόσιο χρέος σε μερικά χρόνια, και να ξαναμπούμε σε μνημονιακές περιπέτειες, είναι ορατό.
- Σχολιάστε μας την πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, τι σας ανησύχησε περισσότερο;
Η έκθεση της Κομισιόν σκιαγραφεί μια χώρα όπου οι μεταρρυθμίσεις γίνονται με το στανιό και όπου με την πρώτη ευκαιρία η κυβέρνηση επιδιώκει να τις ανατρέψει για ψηφοθηρικούς λόγους.
Για παράδειγμα, η κυβέρνηση υπαναχώρησε στη δέσμευση που είχε αναλάβει για τη μείωση του αφορολόγητου. Αυτό είναι λανθασμένο γιατί το αφορολόγητο στην Ελλάδα πιάνει πάνω από το 50% των νοικοκυριών (ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 10%), με συνέπεια οι φορολογικοί συντελεστές να είναι υψηλοί για τους υπόλοιπους, αποθαρρύνοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη φορολογική συμμόρφωση.
Άλλο παράδειγμα είναι η επαναφορά της υποχρεωτικής επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων. Αυτό στερεί την ευελιξία σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους να προσαρμόζουν μισθούς και συνθήκες εργασίας στο ιδιαίτερο περιβάλλον που αντιμετωπίζουν, και θα οδηγήσει κάποιες επιχειρήσεις σε λουκέτα. Ένα τρίτο παράδειγμα είναι η εξαίρεση κάποιων δημοσίων υπαλλήλων (στα Υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας & Ανάπτυξης) από το Ενιαίο Μισθολόγιο. Αυτό ανοίγει την πόρτα σε πρακτικές του παρελθόντος όπου ο κάθε υπουργός έκανε δωράκια στους υπαλλήλους του.
Στο θέμα του αφορολόγητου έχει δυστυχώς υπερθεματίσει και η αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ στα άλλα έχει κρατήσει πιο σωστή στάση.
- Φταίει το μνημόνιο που η κυβέρνηση δεν έδωσε έμφαση στις μεταρρυθμίσεις ή το γεγονός ότι η μοναδική της έννοια ήταν να παράγει υπερπλεονάσματα, προκειμένου να τα μοιράζει ως παροχές και δώρα;
Προφανώς και δεν φταίει το μνημόνιο. Να τονίσω ότι τα υπερπλεονάσματα (δηλαδή τα πλεονάσματα πέραν των μνημονιακών στόχων) έχουν επιτευχθεί με την υπερβολική συγκράτηση των δαπανών και με τρόπο που βλάπτει τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (που αφορά υποδομές σε μεταφορές, περιβάλλον, ενέργεια, ανθρώπινο κεφάλαιο, κ.λπ.) υποεκτελείται. Και κονδύλια σε τομείς όπως εκπαιδευτικά προγράμματα για τους ανέργους, ώστε να διευκολυνθεί η επανεισαγωγή τους στην αγορά εργασίας, μένουν αναξιοποίητα.
- Τελικά την τελευταία 4ετια, η Ελλάδα, έκανε βήματα προόδου στις μεταρρυθμίσεις ή οπισθοδρόμησης;
Κάποια βήματα προόδου έγιναν. Για παράδειγμα, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, έγινε πιο ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και ενισχύθηκε σε ανθρώπινο δυναμικό. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά την προστασία των αδυνάτων: το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης πλέον παρέχεται σε μεγάλο αριθμό νοικοκυριών που το έχουν ανάγκη, και η διαχείριση του συστήματος έχει γίνει πιο αποτελεσματική.
Η γενική εικόνα όμως δεν είναι καλή. Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει χάσει 11 θέσεις στην κατάταξη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας την περίοδο 2015-2018 (ενώ είχε κερδίσει 48 θέσεις την περίοδο 2009-2014). Έχει μείνει επίσης στάσιμη στον δείκτη Control of Corruption (Έλεγχος της Διαφθοράς) παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης ότι θα είναι διαφορετική στον τομέα αυτό σε σχέση με τις προηγούμενες. Η στασιμότητα οφείλεται σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση μνημονιακών δεσμεύσεων, καθώς και στην γενικότερη έλλειψη φιλοδοξίας για τη θέση της χώρας στον διεθνή ανταγωνισμό.
- Τα ρωτώ όλα αυτά, γιατί ενώ η Ελλάδα έμενε στάσιμη ή οπισθοχωρούσε σε όρους ανταγωνιστικότητας, άλλες χώρες, όπως οι γειτονικές (Βουλγαρία, Ρουμανία κλπ), έτρεχαν με μεγάλες ταχύτητες. Βλέπετε αυτή η απόσταση να μειώνεται και πόσα χρόνια θα μας πάρει;
Η οπισθοχώρηση στην οποία αναφέρεστε, έχει διαρκέσει δεκαετίες. Η Ελλάδα είναι 24η στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 με βάση το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης, ενώ το 1980 ήταν 14η μεταξύ των ίδιων χωρών. Πέντε θέσεις χάθηκαν πριν την κρίση, καθώς χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία μας ξεπέρασαν, και άλλες πέντε κατά τη διάρκεια της κρίσης καθώς μας ξεπέρασαν και οι περισσότερες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Ελπίζω η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές να θέσει τις βάσεις για την ανακοπή της πτωτικής πορείας. Αυτό θα απαιτήσει αλλαγή νοοτροπίας. Δεν θα πρέπει πλέον να θεωρούμε επιτυχία την μερική επίτευξη στόχων που μας θέτουν Ευρωπαίοι γραφειοκράτες, αλλά την επίτευξη πολύ πιο φιλόδοξων στόχων που αντανακλούν βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και είναι μέρος ενός συνεκτικού και μακροχρόνιου εθνικού σχεδίου.
- Ποιες επομένως οι πιο επείγουσες εκκρεμότητες που πρέπει να βάλει μπροστά η νέα κυβέρνηση;
Βασική προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η μείωση των επιβαρύνσεων στην παραγωγική δραστηριότητα ώστε να πάρει μπρος η οικονομία. Αυτό απαιτεί μείωση των φορολογικών συντελεστών σε εισοδήματα ιδιωτών και κέρδη επιχειρήσεων. Τα έσοδα θα πρέπει προφανώς να αναπληρωθούν από κάπου αλλού, κυρίως από τη μείωση του αφορολόγητου. Ο ΦΠΑ δεν θα πρέπει να μειωθεί (και η πρόσφατη επιλεκτική μείωση κάποιων συντελεστών ήταν λανθασμένη) καθώς το πρωτεύον στη παρούσα συγκυρία δεν είναι να ενισχυθεί η κατανάλωση αλλά η παραγωγή, η αποταμίευση, και οι εξαγωγές.
Σημαντικό μέρος των φορολογικών επιβαρύνσεων είναι και οι ασφαλιστικές εισφορές, τις οποίες οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ως φόρο στην εργασία -δικαιολογημένα καθώς η σύνδεση μεταξύ εισφορών και μελλοντικής σύνταξης είναι μικρή στην πράξη. Πρέπει να υπάρξει γρήγορη μετάβαση σε σύστημα πολλαπλών πυλώνων, με ιδιωτικούς ασφαλιστικούς λογαριασμούς επιδοτούμενους από το κράτος, ώστε οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίζουν τις εισφορές τους ως αποταμίευση που τους ανήκει.
Εκτός από τις δύο παραπάνω αλλαγές, που θα αποδώσουν σχετικά γρήγορα, υπάρχουν βαθύτερες τομές που θα αποδώσουν σε βάθος χρόνου αλλά θα πρέπει να ξεκινήσουν γρήγορα. Αυτές αφορούν τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, τη δικαιοσύνη, τον ανταγωνισμό στις αγορές, και άλλους τομείς.
- Τελικά η χώρα χρειάζεται μια επανάσταση του αυτονόητου ; Ποιες κατά την γνώμη σας είναι εκείνες οι μικρές αλλαγές που θα μπορούσαν να δείξουν την διαφορά στα πανεπιστήμια, τη δημόσια διοίκηση, την δημόσια υγεία, την δικαιοσύνη;
Χρειάζεται μια επανάσταση του αυτονόητου με την έννοια ότι πρέπει να βγούμε από τον μικρόκοσμό μας και να κοιτάξουμε τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Οι απαιτούμενες αλλαγές όμως είναι βαθιές.
Για παράδειγμα η ρίζα των περισσότερων προβλημάτων στη δημόσια διοίκηση είναι η υπερβολική της εξάρτηση από το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα. Σε χώρες με αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, όπως η Μεγάλη Βρετανία (α) οι δημόσιοι υπάλληλοι επιλέγονται από την ίδια τη δημόσια διοίκηση, με μικρή ανάμειξη της εκάστοτε κυβέρνησης μόνο για τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους και (β) οι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι απαγορεύεται να συμμετέχουν στην πολιτική.
Δυστυχώς βρισκόμαστε μακριά από ένα τέτοιο σύστημα. Πρέπει όμως να το πλησιάσουμε, αν πραγματικά θέλουμε να μειώσουμε τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά.
- Το ρωτώ γιατί άλλες χώρες έχουν ακολουθήσει ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις, π.χ. στη δικαιοσύνη, όπου η αξιολόγηση των δικαστών γίνεται με βάση την ποιότητα όλων των προγενέστερών τους αποφάσεων, και στην εκπαίδευση, όπου οι πόροι που δίνει το κράτος στα πανεπιστήμια να είναι συνάρτηση των επιδόσεών τους σε έρευνα (διεθνείς δημοσιεύσεις) και διδασκαλία…
Η ανεξαρτητοποίηση της δημόσιας διοίκησης από το πολιτικό σύστημα θα βοηθήσει και στο θέμα της αξιολόγησης. Μια δημόσια διοίκηση απαλλαγμένη από πολιτικές παρεμβάσεις θα αποκτήσει μια πιο μακροχρόνια οπτική και θα αναπτύξει εσωτερικούς κώδικες και αξίες, κάνοντας την αξιολόγηση πιο αξιόπιστη στα μάτια των αξιολογούμενων.
Οι μορφές αξιολόγησης που αναφέρετε, τόσο στη δικαιοσύνη όσο και στην παιδεία, είναι απαραίτητες, και πρέπει να συνδυαστούν με μεγαλύτερη αυτονομία από την κεντρική διοίκηση. Για παράδειγμα, στην παιδεία, θα πρέπει όχι μόνο να ανατραπεί το καταστροφικό νομοθετικό έργο της παρούσας κυβέρνησης, αλλά και να δοθεί περισσότερη αυτονομία στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.
Σε βάθος χρόνου, τα σχολεία θα πρέπει να έχουν κάποια ελευθερία στην επιλογή των διδακτικών τους μεθόδων, καθώς και στην επιλογή των διδασκόντων και στην διαχείριση των πόρων τους. Η αυτονομία αυτού του είδους, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση, οδηγεί σε υψηλές επιδόσεις των μαθητών (π.χ. στα τεστ PISA), όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία.