Η υπογράφουσα ανήκει στη μειοψηφία που υπομένει καρτερικά αλλά με δυσφορία να τελειώσει το σήριαλ που διαδραματίζεται μεταξύ Πάρνηθας και Σουνίου γιατί μας θυμίζει τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 αρχές ‘00, όταν ξεκίνησε ο κατήφορος της χώρας: όταν οι μεταρρυθμίσεις σταμάτησαν, η Ιεραρχία σήκωσε τα λάβαρα εναντίον της Πολιτείας (όπως κάνει πάλι σήμερα στα μέτρα της πανδημίας), η σκανδαλολογία κατέλαβε το δημόσιο διάλογο και η μόνη υπόσχεση για το μέλλον ήταν η φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μόνο που σήμερα δεν έχουν σταματήσει οι μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση παρά τις τερατώδεις δυσκολίες παράγει έργο και μάλιστα ουσίας, διορθώνει για πρώτη φορά κοινωνικές αδικίες υπέρ αδυνάτων, έβαλε μπροστά, αν και πολύ δειλά, το ασφαλιστικό. Το σημαντικότερο είναι ότι την ίδια δεν τη βαρύνουν κατηγορίες για σκάνδαλα και αν εξαιρέσουμε αστοχίες στους χειρισμούς και στο ύφος που όμως συμβαίνουν σε πρωτοφανείς συνθήκες, η κυβέρνηση, δηλαδή ο πρωθυπουργός, διαχειρίζεται μάλλον παλικαρίσια το πλήθος των προκλήσεων σε πολλά και σοβαρά μέτωπα. Δεν είμαστε επιεικείς στην κρίση μας. Προσπαθούμε να είμαστε δίκαιοι στην αποτίμηση της κατάστασης.
Προς τι όλο αυτό το «πανηγύρι» με το Σούνιο λοιπόν που προκαλεί συνειρμούς για άλλες εποχές που όλοι πλέον ξέρουμε τι κατάληξη είχαν;
Προς τι ο διχασμός όταν σε λίγες εβδομάδες το πολιτικό σύστημα θα κληθεί να δείξει την ελάχιστη σύμπνοια στην κρίσιμη καμπάνια πειθούς για τον εμβολιασμό του πληθυσμού; Για τις σχέσεις με την Τουρκία. Για τη διαχείριση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όχι, δεν είμαστε υπέρ της συναίνεσης γενικώς και αορίστως και θεωρούμε ότι οι πολιτικές συγκρούσεις είναι ο καλύτερος τρόπος για την παραγωγή πολιτικής.
Τίθεται όμως ένα ζήτημα για την κοινωνία που θέλουμε. Τι θεωρούμε σημαντικό να συζητάμε. Ποια θέματα επιλέγουμε για καυγά, βρε αδελφέ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που από το 2012 που πρωταγωνιστεί στα πολιτικά πράγματα ηθικολογεί ασύστολα, κουνάει το δάχτυλο για τα πάντα, στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησής του με την αντισημιτική ακροδεξιά έκανε χειρότερα απ’όλο το πολιτικό σύστημα μαζί σε ολόκληρη τη Μεταπολιτευση, επιτέθηκε στον Τύπο και τη Δικαιοσύνη με μένος, επικήρυξε πολιτικούς του αντιπάλους, ακόμα και απλούς πολίτες χωρίς καμία θεσμική ή πολιτική ιδιότητα, έχει μεγάλη δυσκολία να πείσει για ο,τιδήποτε.
Δεν έχουν περάσει δα και τόσα χρόνια. Θυμόμαστε σαν χθες τον κ.Τσίπρα πάνω στο τρακτέρ στις κινητοποιήσεις των αγροτών. Ο δρόμος από το τρακτέρ μέχρι την παρέα με την κυρία Αγγελοπούλου, τις εμφανίσεις στο Ίδρυμα Κλίντον, τα σαλόνια και τα κότερα των οικονομικών παραγόντων και το εξοχικό στα Λεγραινά ήταν τελικά μικρός και καλύφθηκε γρήγορα. Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Ανδρέας δεν βρέθηκε τόσο σύντομα από το ζιβάγκο στο κότερο και λεγόταν και Παπανδρέου.
Όμως όλα αυτά οι Έλληνες τα έχουμε συνηθίσει. Έτσι συμβαίνουν τα πράγματα «στα μέρη μας». Αν οι αποκαλύψεις περί του εξοχικού στο Σούνιο δεν υποκρύπτουν κάτι άλλο που πρέπει να πληροφορηθούμε, κάποια σχέση που ο κ.Τσίπρας δεν δικαιολογείται να διατηρεί, προς τι η εμμονή της Νέας Δημοκρατίας με το θέμα;
Γιατί η Νέα Δημοκρατία κάνει ζήτημα το εξοχικό του κ.Τσίπρα και όχι το σημαντικό έργο που παράγει για πρώτη φορά ως κυβέρνηση;
Γιατί η Νέα Δημοκρατία δεν αισθάνεται περήφανη για το μέχρι τώρα έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη; Μυστήριο.
Από την πλευρά του ο κ.Τσίπρας θα πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει να επιτίθεται στον Τύπο. Θα πρέπει να σταματήσει να ενοχλείται από την κριτική. Άπαξ και έγινε πρωθυπουργός και το κόμμα του αυτό που λέμε «κόμμα εξουσίας», θα έπρεπε να έχει ήδη καταλάβει ότι στην αστική δημοκρατία όλοι λογοδοτούν χωρίς πολλά-πολλά και χωρίς δυσφορία αλλά το βασικότερο είναι ότι στην αστική δημοκρατία ο Τύπος και η Δικαιοσύνη πρέπει να μένουν στο απυρόβλητο.
Εάν ο κ.Τσίπρας θέλει να επιδοθεί σε νομικό ακτιβισμό έχουμε ιδέες να του προτείνουμε που έχουν ουσία και τεράστιο επικοινωνιακό όφελος.
Εξώδικα σε δημοσιογράφους όμως είναι αδιανόητα. Ό,τι και να γράφουν, όπως και να το γράφουν έχει μόνο δύο επιλογές: να τους αγνοήσει ή να τους απαντήσει. Τα υπόλοιπα απάδουν της θεσμικής του ιδιότητας και δεν τον βοηθούν καθόλου και σε τίποτα.