Παραπάνω από μια δεκαετία το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, είναι ένα κόμμα σε μετάβαση.
Από μεγάλο, έγινε μικρό.
Καταβάλλοντας, ίσως δυσανάλογα βαρύ τίμημα, την εποχή των μνημονίων για τις εποχές του καταναλωτικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας που άρχισε στα τέλη του 80 και ολοκληρώθηκε στην περίοδο της «αστακομακαρονάδας».
Από κόμμα εξουσίας και ισχυρός πόλος του παραδοσιακού δικομματισμού έγινε κόμμα «σφήνα» στον υβριδικό δικομματισμό του «ενάμιση κόμματος». Δηλαδή ανάμεσα στην κυρίαρχη πολιτικά Ν.Δ του Κ. Μητσοτάκη και του ασθενικού ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Πάλεψε έναν πολιτικό γάμο με το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη αλλά ο γάμος έμεινε λευκός, μέτρησε πολλά διαζύγια με στελέχη βεληνεκούς όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ή η Αννα Διαμαντοπούλου, και άλλα που δεν τα θυμάται κανείς ή τα θυμάται για λάθος λόγους.
Τραυματίστηκε ηθικά μόνο του - δια πράξεων και παραλείψεων - και το στιγμάτισαν ανεξίτηλα κυρίως όσοι σήμερα εμφανίζονται ως οι φυσικοί του σύμμαχοι για τον σοσιαλισμό και τον προοδευτισμό.
Αντιθέτως, ο αποκαλούμενος από υποψήφιους προέδρους ως «παραδοσιακός εχθρός» η ΝΔ, έχει φερθεί αυτά τα χρόνια με αξιοσημείωτη πολιτική αβρότητα και με όλους τους τύπους της αστικής δημοκρατίας στο κόμμα, στους αρχηγούς του και στους ψηφοφόρους του. Αυτός πιθανόν είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο οι ψηφοφόροι του αισθάνονται εγγύτερα στη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα.
Παρά την παρατεταμένη μετάβασή του ή κατά άλλους το μετέωρο βήμα του, το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου εξακολουθεί να συντονίζεται με την εποχή, τα προβλήματα και τα προτάγματά της.
Γι αυτό παρά τις παραφωνίες και την ανάγκη της διαφοροποίησης από την πολιτικά κυρίαρχη Ν.Δ και την ανάγκη να κερδίσει πολιτικό έδαφος, δεν καταφεύγει π χ στο θέμα της πανδημίας στις παλαβομάρες της προαιρετικής υποχρεωτικότητας.
Το συνέχει μια λογική κόμματος εξουσίας και ευθύνης ακόμη κι αν δεν διαθέτει ή δεν υπάρχει στον ορίζοντα μια τέτοια προοπτική.
Αυτό ήταν παραπάνω από εμφανές στη διάρκεια του ντιμπέιτ των πέντε υποψηφίων αρχηγών, το βράδυ της Δευτέρας στην ΕΡΤ.
Τα πρόσωπα, η εμφάνιση, ο λόγος τα επιχειρήματα και κυρίως η παραίτηση τους από το δικαίωμα να «στριμώξουν» ή να απαξιώσουν ο ένας τον άλλο, συντείνει στην εκτίμησή ότι το ΠΑΣΟΚ δικαιούται μιας νέας ευκαιρίας.
Να επιστρέψει σταδιακά στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αξίζει η χώρα και η εποχή.
Την ύπαρξη και το μέλλον της παράταξης μάλλον δεν θα μπορέσει να το διασφαλίσει από μόνη της καμιά ταμπέλα και κανένα άσφαιρο επίδικο περί «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Θα το διασφαλίσει πρωτίστως ο αριθμός των ψηφοφόρων που θα φτάσει στην εσωκομματική κάλπη. Ο πρόεδρος που θα βγει, με τις μετέπειτα επιλογές του αλλά και οι «χαμένοι» με τον τρόπο που θα σταθούν απέναντι στην ήττα τους και στον νέο πρόεδρο.
Το αστείο είναι ότι αυτό το αποτύπωσε με ενάργεια ο κ. Γ. Παπανδρέου που επέλεξε να απουσιάζει από την τηλεμαχία: «Όλοι έχουν δημόσιο πολιτικό βίο και η ευθύνη είναι προσωπική για τον κάθε έναν» ανέφερε σε συνέντευξη του λίγες ώρες αφότου οι πέντε υποψήφιοι δέχτηκαν τη βάσανο των ερωτήσεων και μπήκαν στη διαδικασία της σύγκρισης.
Αυτά τα δυο, θα μετρηθούν χωριστά για τον καθένα από τους έξι, μετά την καταμέτρηση των τελικών σταυρών. Σε εκείνη τη φάση θα μπορούμε να πούμε αν το ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωσε το βήμα στο κενό ή επιστρέφει σε σχετικά στέρεο έδαφος.