Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Με ρωτάνε πολλοί (ψέματα: κανείς δεν με ρωτάει, αλλά κόλλησα Αντώναρο) την άποψή μου για το Μετρό Θεσσαλονίκης. Τέλος πάντων, Σαλονικιός είμαι κι εγώ, εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, έχω περπατήσει την πόλη με τα πόδια απ' άκρη σ' άκρη άπειρες φορές, την ξέρω σαν την τσέπη μου, την έχω δει μαυρόασπρη, την έχω δει σέπια, την έχω δει επιχρωματισμένη, την έχω δει Technicolor, την έχω δει έγχρωμη, την έχω δει όπως θέλετε. ΠΡΕΠΕΙ να έχω άποψη, δεν γίνεται αλλιώς.
Και δεν μιλάμε για μια όποια κι όποια πόλη, ναι; Μιλάμε για τη Θεσσαλονίκη, για την πάλαι ποτέ Συμβασιλεύουσα (δεν κάνω πλάκα), για τη συμπρωτεύουσα (εμένα μού αρέσει το «συμπρωτεύουσα», κι ας είμαι η μικρότερη δυνατή μειοψηφία που της αρέσει), δεν μιλάμε για τίποτα πόλεις-κατιμάδες. Και, ναι, σωστά, δεν υπάρχουν πόλεις-κατιμάδες, το παίρνω πίσω. Αλλά ούτε σαν τη Σαλονίκη έχει. Γιατί μπορεί μεν να μην ισχύει το «Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», καθώς το σωστό είναι, «Σαν τη Χαλκιδική δεν ΕΙΧΕ», αλλά η Θεσσαλονίκη είναι Θεσσαλονίκη — δεν είναι παίξε-γέλασε. Είναι η Θεσσαλονίκη. Αν μη τι άλλο, έχει εκατό ονόματα, υπάρχουν εκατό τρόποι να την ονοματίσεις, από Νύμφη του Θερμαϊκού που είναι το απόλυτο κιτς μέχρι Νέα Ιερουσαλήμ, όπως άλλωστε υπήρξε άλλοτε, και από Σαλονίκη μέχρι τα παραπάνω που είπαμε — και άλλα πολλά απ' ανάμεσα. Ξέρετε πόσα ονόματα έχει η Αθήνα; Ένα.
Εν πάση περιπτώσει, ναι, οπότε έχουν λόγους να «με ρωτάνε». Την άποψή μου για το Μετρό.
Λοιπόν, είχα ξανακάνει αυτή την κουβέντα σε ένα άλλο Μέσο όπου έγραφα πριν από καμιά δεκαετία ή κάτι τέτοιο, νομίζω στον «Εξώστη». Δεν κρατώ αρχείο. Εκεί είχα καταθέσει την άποψή μου πολύ στα σοβαρά, και ήταν πάνω-κάτω η εξής:
Καθώς ήμουν απολύτως σίγουρος (το 2009) ότι το έργο δεν θα παραδιδόταν στην ώρα του και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να παραδοθεί πριν να αλλάξει ΑΚΟΜΑ μια γενιά —πράγμα σχετικό, γιατί μπορεί να μην παραδιδόταν ούτε τότε—, πρότεινα να σταματήσει. Να σταματήσει. Να πούμε νερό κι αλάτι μεταξύ μας, περασμένα-ξεχασμένα, να δώσουμε τα χέρια, να φιληθούμε, να χτυπήσουμε ο ένας την πλάτη του αλλουνού και να το ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ. Γιατί; Μα, είπαμε, γιατί το έργο δεν θα τελείωνε. Γι' αυτό. Έπρεπε να το πάρουμε απόφαση. Όσο ήταν σχετικά νωρίς.
Μάλιστα, δεν είχα μείνει εκεί. Καθώς υπήρχαν ήδη τρύπες, μεγάλες, χαίνουσες, πλατιές, αυτοί οι βαθιοί κρατήρες στο πρόσωπο της πόλης, πρότεινα να αξιοποιηθούν και αυτοί για να μην κλαίμε τελείως τα λεφτά μας. Θα μπορούσαν να γίνουν εμπορικά κέντρα, ας πούμε, ή πάρκινγκ, ή γήπεδα του τένις, ή ακόμα-ακόμα και πάρκα με νερό που θα έκοβαν πολλά εισιτήρια το καλοκαίρι. Να γίνουν λούνα-παρκ. Η πόλη έχει ανάγκη από θερινά λούνα-παρκ με νεροτσουλήθρες και τα λοιπά. Πάνω από εφτά-οχτώ μήνες ο κόσμος κυκλοφορούν ημίγυμνοι λόγω ζέστης, και όσο περνάει ο καιρός οι εφτά-οχτώ μήνες θα γίνουν έντεκα. Γιατί να μην έχουμε πέντε, έξι, δέκα μεγάλα, κυλινδρικά, βαθιά λούνα-παρκ; Ή έστω εμπορικά κέντρα, ή μεγάλα κτίρια γραφείων κλπ.; Το φαντάζεστε; Πέντε ουρανοξύστες που θα φαίνονταν από τη θάλασσα: νά ένα ισχυρό αποτύπωμα μιας πόλης που θέλει να ξαναζήσει το παλιό συναρπαστικό παρελθόν της, όταν ήταν, με το εμπορικό σπαθί της, το κέντρο της Μεσογείου — της πιο σημαντικής κλειστής θάλασσας του ημισφαιρίου μας.
Η ρηξικέλευθη πρότασή μου δεν έτυχε αποδοχής και οι εργασίες για το Μετρό της Βαβέλ συνεχίστηκαν. Μάλιστα, μεταξύ άλλων κωμικοτραγικών, σχεδιάστηκαν και προεκτάσεις της κύριας γραμμής, που θα έφταναν μέχρι όπου θες. To boldly go where no train has gone before. Προεκτάσεις παντού. Ένα όνειρο.
Και, στο μεταξύ αυτό, ΟΛΟΙ ξέρουν πως αυτά τα πράγματα είναι ανέφικτα, είναι τρελά, γιατί το Μετρό δεν θα γίνει. Τουλάχιστον όχι πριν περάσει αυτή η γενιά που λέγαμε. Αλλά ένα σωρό κόσμος, και πολλά πορτοφόλια, είχαν βρει τον μήνα που τρέφει τους έντεκα και συνέχιζαν. Και συνέχιζαν. Και συνέχιζαν κι άλλο ν' αδειάζουν την πισίνα με το κουτάλι. Επί πόσο καιρό συνολικά; Όχι από τη δημοπράτηση του 2006, αλλά από την Τρύπα του Κούβελα: το '86. Το 1986. Εδώ και τριάντα πέντε χρόνια, αν τα μετρώ καλά.
Κι ακόμα δεν φτάσαμε στο τέλος. Δεν φτάσαμε καν στην αρχή του τέλους: είμαστε κάπου στο τέλος της αρχής. Και το Μετρό δεν θα γίνει. Ή, εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνει στους (για πολλοστή) νέους χρόνους που αναγγέλθηκαν. Και δεν μιλώ τώρα για τα περσινά καραγκιοζιλίκια με τους μουσαμάδες και τα εγκαίνια που απευθύνονταν σε πρακτικά ηλιθίους ή/και χαρτζιλικωμένους, δεν μιλώ για το θέατρο σκιών που μας άφησε χρόνους και που του ευχόμαστε very good success για τη συνέχεια της καριέρας του. Μιλώ για το '23, που ήταν μία καλή απάντηση σε ένα προφανές ερώτημα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση.
Οπότε, μιας και με «ρωτάνε πολλοί» να πω κι εγώ την άποψή μου, θα την πω — ή μάλλον θα την επαναλάβω, δέκα χρόνια μετά: σταματήστε το. Βάλτε τα κάτω όλα από την αρχή, κάντε ανασκαφές για να βρεθούν όλα τα βυζαντινά και ελληνιστικά και ρωμαϊκά αρχαία (έχουμε εξαίρετους αρχαιολόγους, αλλά ας φέρουμε και καμιά εκατοστή Γερμανούς, δεν θα μας βγει σε κακό), κάντε τη Θεσσαλονίκη μία πόλη-μουσείο που θα φέρει και πολλά λεφτά στα ταμεία, και στο μεταξύ δείτε τι θα κάνουμε με την ανανέωση του στόλου των λεωφορείων τού ΟΑΣΘ (χρειαζόμαστε καμιά πεντακοσαριά ηλεκτρικά λεωφορεία, και τα χρειαζόμαστε χτες), δείτε τι μπορεί να γίνει με το τραμ —η πόλη είναι ταμάμ για ελαφρά μέσα σταθερής τροχιάς, αλλά έστω και μία γραμμή Σταθμός-Αεροδρόμιο δεν θα μας χάλαγε— και με τη θαλάσσια συγκοινωνία που μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Ναι, έχουμε ξοδέψει ένα σκασμό λεφτά, αλλά θα ξοδέψουμε άλλα τόσα μέχρι να παραδοθεί το έργο. Για να μη μιλήσουμε για τις νέες ενστάσεις που θα εγερθούν, για τα νέα δικαστήρια που θα γίνουν, για τις νέες κινητοποιήσεις που ετοιμάζονται. Θα μας έχει βγει η ψυχή μέχρι τότε.
Όπως έχει βγει η ψυχή των περιοίκων, επαγγελματιών και κατοίκων, στα εργοτάξια τόσα χρόνια τώρα. Είναι σαν να έχουν έρθει να κατασκηνώσουν μέσα στο σπίτι σου ένα τσούρμο ξένοι ναύτες. Μεθυσμένοι. Για χρόνια. Για πάντα. Ε, νισάφι.
Κι όσο για τις τρύπες, τους σταθμούς δηλαδή, που μερικοί —ω της ειρωνείας!— είναι, υπό κάποιες συνθήκες, επισκέψιμοι, είπαμε τι μπορούν να γίνουν: πάρκινγκ, mall, λούνα-παρκ, τέτοια. Ένας μάλιστα θα μπορούσε να χρησιμεύσει για Σταθμός Εγκαινίων. Να εγκαινιάζεται κάθε τόσο, και μάλιστα από τον Τσίπρα. Δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο τόσο πραγματικά χαρούμενο, έναν άνθρωπο με πιο φωτεινό χαμόγελο κατά την τελετή εγκαινίων ενός πράγματος που δεν μπορεί να εγκαινιαστεί γιατί ΔΕΝ υπάρχει. Θα μπορούσε να το κάνει συνέχεια, σε μια σαλονικιώτικη μέρα της μαρμότας.
Ή μάλλον, της μαρμίτας στην περίπτωσή μας.
ΥΓ. Παλιά, ήμουν οριζοντίως και καθέτως κατά και της φαραωνικής ιδέας ακόμη για κατασκευή Μετρό στην πόλη. Όλες οι άλλες προτάσεις με έβρισκαν σύμφωνο. Από την άλλη, η λογική λέει πως, αφ' ης στιγμής το πράγμα αποφασίστηκε, σχεδιάστηκε και προχώρησε όπως και όσο προχώρησε (μολονότι άνθρωποι πολύ σοφότεροι εμού, και καλοί γνώστες των πραγμάτων, μου έχουν αποδείξει πως μπορούσε να σχεδιαστεί χίλιες φορές ορθολογικότερα και να ωφελούσε την πόλη σε βαθμό που το συγκεκριμένο δεν θα μπορέσει να την ωφελήσει), οφείλει κάποτε να τελειώσει — και να αποδώσει. Μακάρι να γίνει και το ένα και το άλλο. Μακάρι. Όπου και να βρίσκομαι, θα τρέξω εκείνη την πρώτη μέρα για να στριμωχτώ κι εγώ σε ένα βαγόνι. Με ένα βιβλίο στο χέρι, για εφέ.