Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Τα τέλη Μαΐου, είχα γράψει ένα κείμενο με αφορμή την επίθεση που δέχτηκε από εθνικιστές τραμπούκους ο Γιάννης Μπουτάρης στον Λευκό Πύργο — εθνικιστές τραμπούκους που αργότερα μυξόκλαιγαν και έλεγαν, «Δεν ήξερα». Κάποιοι μάλιστα φαίνονταν πράγματι σαν να μην ξέρουν, σαν να μην ξέρουν τίποτα για την πόλη, τίποτα για τον Μπουτάρη, και σαν να μην ξέρουν πρώτα απ' όλα γράμματα. Ιδίως ελληνικά γράμματα. Πράγμα εντελώς αδικαιολόγητο και αντεθνικό, πρέπει να θυμάται ο αναγνώστης μας. Εντελώς αδικαιολόγητο και πέρα για πέρα αντεθνικό.
Σήμερα, μετά τη χθεσινή διαρροή από τον Μπουτάρη ότι δεν θα διεκδικήσει εκ νέου τη δημαρχία, κλείνοντας έτσι μια εποχή —μια συγκινητική εποχή, μια γενναία εποχή, μια εποχή δροσερού αέρα: μια εποχή αναζωογονητικού βαρδάρη—, θα θυμίσω δύο αποσπάσματα από εκείνο το σημείωμα, επειδή θέλω μεν έντονα να μιλήσω για αυτά (για την πόλη μου και τον κυρ Γιάννη), αλλά δεν έχω και καινούργια να πω. Μα και επειδή τώρα δα δεν είμαι σε θέση να το κάνω. Και ούτε πρέπει. Και αυτό δεν αφορά μόνο εμένα.
Το πρώτο:
Ζούμε πράγματι, συνολικά σαν Ελλάδα, την τελευταία περίοδο αυτής της μακράς εποχής, που κοντεύει πια να κλείσει δεκαετία και μας στέγνωσε σαν βράχια. Η παράσταση λαμβάνει τέλος όπου να 'ναι. Θα σηκώσουμε κεφάλι και θα κάνουμε μία νέα αρχή. Το πιστεύω. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τη Θεσσαλονίκη, την πατρίδα μου.
Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη που απώλεσε την ιστορία της και ξέγραψε δύο φορές το παρελθόν της μέσα σε έναν μόλις αιώνα, μια πόλη που δεν θα μπορέσει ποτέ να πετάξει από πάνω της το άγος του εξανδραποδισμού των Εβραίων της και του διαγουμίσματος της περιουσίας τους, μια πόλη-φταίχτρα, κλέφτρα και άδικη, προπύργιο της ελληνικής συντήρησης, δεν έχει τα κότσια και τις αντοχές να ακολουθήσει την πορεία της χώρας: συνόδευσε μεν ώς τον πάτο την Αθήνα, αλλά έμεινε λαχανιασμένη και ανίδεη εκεί, να χάσκει. Σήμερα, δε, έχει ολωσδιόλου παραδοθεί, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, ηττημένη από το φιάσκο της χυδαίας αυτής δεκαετίας, παραζαλισμένη από την τροφαντή της μισαλλοδοξία (ο ιστορικός αντισημιτισμός της, να σημειωθεί, είναι μόνο ένα δείγμα της) και την τσιμενταρισμένη αίσθηση της εχθρικής επιβουλής που βγαίνει σαν ατμός από τη ραγισμένη άσφαλτο των παλιών δρόμων της.
Λόγω της δυσπραγίας και της αγωνίας των πολιτών της, κοινής παρά ταύτα με των υπολοίπων Ελλήνων, αλλά και της σαφούς ιδιαιτερότητάς της, πλέον κατήντησε, και αυτό είναι κατόρθωμα πελώριου βαλκανικού διαμετρήματος, να ηγεμονεύεται από έναν άνθρωπο και έναν μηχανισμό τόσο ισχυρούς —έναν άνθρωπο και έναν μηχανισμό με δικτατορικά χαρακτηριστικά που βέβαια βρήκαν το πιο πρόσφορο έδαφος για να ριζώσουν—, που έχει λυγίσει: πάει, δεν αντέχει άλλο. Την τελευταία πενταετία, η πόλη έχει εκπέσει απολύτως σε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα άθλιο ρώσικο προτεκτοράτο που μισεί τα πάντα και τρέφεται από το μίσος του.
Η Θεσσαλονίκη θα είναι η τελευταία που θα ακολουθήσει τη χώρα στη νέα της πορεία προς το μέλλον. Όπως γενικά είναι πάντα η τελευταία που «απελευθερώνεται».
Και το δεύτερο απόσπασμα:
Το 2006, γεύτηκα μία πολύ μεγάλη πίκρα με την αποτυχία του Γιάννη Μπουτάρη να πάρει τον Δήμο. Ανεβοκατέβαινα τότε με το τρένο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, φορώντας, θυμάμαι, τα μπλουζάκια της Πρωτοβουλίας, περήφανος γαρ. Τρέχαμε πολλοί, δεν ήμουν μόνος. Πολλοί, και με μεγάλη χαρά. Χάσαμε (όπως χάσαμε), κι ας φτάσαμε πολύ κοντά στη νίκη.
Το 2010 πάλι, ένα θαύμα, και μια χούφτα ψήφοι, ήταν ικανά να μας γεμίσουν ανέλπιστη χαρά και να δώσουν όραμα στην πόλη, να την αλλάξουν, να τη μεταμορφώσουν, να την αναγκάσουν να κοιταχτεί στον καθρέφτη της. Για πρώτη φορά εδώ και γενιές ολόκληρες.
Το μεγάλο πείραμα, που παραδόξως η πόλη το δέχτηκε, συνεχίστηκε, έστω και με πιο αργούς ρυθμούς, και στη δεύτερη θητεία του. Αλλά συνεχίστηκε, και απέφερε καρπούς.
Όμως, η διοίκηση της πόλης, κατά δυστυχία όλων μας, απέτυχε σε άλλους τομείς, και όχι λίγους. Τομείς που «φαίνονται». Και ήταν κρίμα αυτό, και άδικο για τους Θεσσαλονικείς. Προσωπικά, απέσυρα την εύνοιά μου στον πολιτικό Μπουτάρη, με τις περισσότερες ιδέες του οποίου ταυτίζομαι απολύτως, καθώς έβλεπα πως η πόλη απλώς δεν λειτουργούσε, παρά τον όμορφο αέρα που χάρη και μόνο σε αυτόν, και στο θάρρος του, φυσούσε στο κέντρο της.
Έναν αέρα όμως που πια δεν ένοιαζε τους ίδιους τούς Θεσσαλονικείς.
Αυτά είχα να πω. Δεν ξέρω τι θα ξημερώσει για την πόλη, ποιοι κομματικοί μηχανισμοί θα στηρίξουν ποιον υποψήφιο, ποιος θα βγει, ποιος όχι, τι έγκλημα πρόκειται να γκρεμίσει τα ηθικά και πρακτικά τείχη της πόλης με τον καταπέλτη που λέγεται Απλή Αναλογική, πώς θα γαντζωθούν πάνω από το κουφάρι της οι άνθρωποι της σημερινής «κατάστασης» τώρα που μάθανε ότι θα χάσουν την κεντρική διοίκηση και εξουσία —και ειδικά η θλιβερή πνευματική νομενκλατούρα της, οι μπαγιατισμένοι διανοούμενοί της που χαμογελούν στα καφέ τα μεσημέρια πάνω από τον επαναστατικό τους εσπρεσάκο, και μετά χαμογελούν κι άλλο, κι άλλο, πριν να μας πουν με έναν αναστεναγμό πόσο τούς θλίβει ο άστεγος έξω από του Ζάρα και η μοίρα τού πρόσφυγα από τη Συρία που κάποτε τους καλημέρισε ευγενικά—, δεν ξέρω τι μοίρα περιμένει το Μουσείο Ολοκαυτώματος σε μία πόλη —ντρέπομαι και κοκκινίζω όποτε το ομολογώ— με βαθύρριζο και πολυπλόκαμο αντισημιτισμό, και σε πόσο πιο χαμηλά ιστορικά επίπεδα μπορεί να πέσει αυτή η πολλαπλά παρηκμασμένη μητρόπολη του γενναίου μας παρελθόντος.
Αλλά πολύ φοβάμαι πως, απλώς, δεν θα τα καταφέρει. Δεν μπορεί πια. Και μαραίνεται η καρδιά μου.
Και μαραίνεται η καρδιά μου, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι κάτι παραπάνω από την πατρίδα μου: είναι εγώ, είναι οι ιστορίες μου, είναι οι αφηγήσεις μου, είναι η ψυχή μου, είναι η μούρη μου κολλημένη στις βιτρίνες της, είναι κάποιες της γωνιές που τις ξέρουν λίγοι, και συνήθως άγνωστοι μεταξύ τους, είναι η πονηριά και η ελευθεριότητά της, είναι η αγριάδα της κι ο τσαμπουκάς της, είναι το δικό μου Χαριλάου και το δικό μου Παλέ, είναι οι σκέψεις μου αργά τη νύχτα στα Κάστρα της, ή από τον φάρο του Ομίλου, είναι ο Αίας και το ΘΕΘ, το ΚΘΒΕ και το Ντορέ, η Σελήνη και η Διαγώνιος, το Στρέτο και το Όλυμπος Νάουσα, η Καμένη Γωνιά και το Μπανάλ, ο Λωτός και ο Δον Κιχότης, το Κέντρο του Τύπου και ο Λιμανιώτης, η Μόλχο και ο Ραγιάς, ο Μπαρμπουνάκης και ο Παρατηρητής, είναι η παραλία και τα πάρκα της, είναι τα πρώτα τσιγάρα, τα πρώτα εφηβικά μεθύσια, τα γέλια, οι ανατριχίλες, τα αγκομαχητά, ο ιδρώτας, οι δυνατότητες, οι άπειρες δυνατότητες, και οι ματαιώσεις της (τότε που βέβαια δεν μοιάζανε για ματαιώσεις), είναι τα χιλιάδες χιλιόμετρα που τη γύρισα με τα πόδια, βλέποντας τα νούμερα στα παπούτσια μου να αλλάζουνε σιγά-σιγά από το 33 στο 44, και να φθείρονται και να γεμίζουνε ρυτίδες όπως το πρόσωπό μου και να ασπρίζουν κι αυτά.
Είναι πράγματα που κάποτε θα τα πω.
Αλλά για την ώρα είναι μια χαμένη υπόθεση. Κάτι για να σου μπήγεται στο στήθος σαν μαχαίρι.