Πολλές φορές ο επιθετικός προσδιορισμός μπαίνει για να ακυρώσει ή για να εξωραΐσει την έννοια του ουσιαστικού στο οποίο αναφέρεται, λαμβάνοντας έτσι «ύποπτο» χαρακτήρα. Γιατί έχουμε την ανάγκη να προσφύγουμε σε έναν προσδιορισμό ηθικής μορφής για να αιτιολογήσουμε μια πράξη μας; θέλουμε κάτι να αποκρύψουμε ή να δικαιολογήσουμε; Επιπροσθέτως, τίθεται και το ερώτημα ποιος κρίνει την ουσία αυτού του επιθετικού προσδιορισμού. Στην προκειμένη περίπτωση ποιος κρίνει πότε ένας συμβιβασμός είναι έντιμος ή ανέντιμος;
Έχει καταντήσει κλισέ πως θα πρέπει να «τα βρούμε» με την Τουρκία. Πως θα πρέπει να συμβιβαστούμε για να συνυπάρξουμε ειρηνικά. Κατ΄αρχήν δεν χάσαμε τίποτα για να το βρούμε. Έχουμε μια διαφορά με τους γείτονες μας και η διαδικασία με την οποία αυτή θα λυθεί είναι με σαφήνεια προσδιορισμένη. Αν η Τουρκία αρνείται, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, να ακολουθήσουμε αυτόν τον οδικό χάρτη, δηλαδή την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αυτό δεν μας υποχρεώνει να εγκαταλείψουμε αυτήν την επιλογή και να εμπλακούμε σε διαδικασίες στις οποίες το κριτήριο θα είναι η ισχύς και η έκταση.
Είναι ευνόητο πως από την στιγμή που έχουμε ασπαστεί την προσφυγή στην Χάγη θα αποδεχτούμε και την όποια απόφαση του Δικαστηρίου. Αυτό δεν είναι συμβιβασμός. Είναι η κατάληξη μιας προεπιλεγείσας διαδικασίας στην οποία θα πρυτανεύσουν, κατά τεκμήριο, κριτήρια του Διεθνούς Δικαίου. Προσερχόμαστε, με αυτοπεποίθηση, υποστηρίζοντας το 100% των θέσεων μας γιατί πιστεύουμε πως αυτές συμβαδίζουν με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Αν όμως προχωρήσουμε σε διμερείς διαπραγματεύσεις, ώστε να επιλύσουμε το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας εξωδικαστικά, τότε ναι, αν θέλουμε να υπάρξει λύση θα πρέπει να συμβιβαστούμε. Δηλαδή να προχωρήσουμε, οικειοθελώς, σε μια έκπτωση από το 100% των θέσεων μας. Μέχρι πού θα φτάσουμε, είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων και κυρίως της αμοιβαίας διάθεσης να επιλυθεί το ζήτημα. Επιπλέον, στον εξωδικαστικό συμβιβασμό θα συνυπολογισθεί και το πολιτικό κόστος που θα υπάρξει, καθώς θα παραχωρηθούν εθνικά δικαιώματα, όπως τα ορίζει η κάθε πλευρά. Άλλωστε, αν θέλεις να συμφωνήσεις, θα πρέπει να παραχωρήσεις.
Συνεπώς, μέχρις εδώ, είτε με Χάγη είτε χωρίς Χάγη δεν έχουμε ανάγκη από κανέναν επιθετικό προσδιορισμό. Θα είναι ένας σκέτος συμβιβασμός.
Όμως πολύ φοβούμαι, πως πλασάρεται ο «έντιμος συμβιβασμός» για το υπόλοιπο πακέτο των τουρκικών απαιτήσεων, που το ελληνικό πολιτικό σύστημα διαχρονικά δεν το αναγνωρίζει. Με απλά λόγια δεν νοείται κανένας συμβιβασμός για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, για τον εναέριο χώρο μας, για την κυριαρχία μας επί συγκεκριμένων νήσων και βραχονησίδων και βέβαια για την ύπαρξη τουρκικής μειονότητας στην Θράκη, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις θα κληθούμε μόνον να δώσουμε. Η άλλη πλευρά, η τουρκική, δεν έχει να απωλέσει κάτι ως το δικό της αντίτιμο στον συμβιβασμό, καθώς εμείς δεν έχουμε καμιά απαίτηση από την Τουρκία.
Ως γνωστόν, δεν υπάρχει συμβιβασμός όταν μόνον η μια πλευρά παραχωρεί. Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει «έντιμος συμβιβασμός», γιατί δεν υπάρχει συμβιβασμός.
Το πρόβλημα στο οποίο στρουθοκαμηλίζουν οι ελληνικές ελίτ είναι ο δομικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Αυτό ακριβώς τις εμποδίζει να εξετάσουν συνολικά την στρατηγική των γειτόνων μας και τρέφουν αυταπάτες. Έτσι επινοούν την θεωρία του «έντιμου συμβιβασμού», που τελικά δεν είναι ούτε «έντιμος» ούτε συμβιβασμός.