Από δημοψηφίσματα για τον βασιλιά, άλλο τίποτε. Όμως, δύο από αυτά είχαν ξεχωριστή σημασία. Το τελευταίο, ήταν μια γλυκιά εκδίκηση για πολύ διαφορετικούς ανθρώπους. Ψήφισαν ελεύθεροι και δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή πως του αποτελέσματος θα είχε προηγηθεί νοθεία. Είτε ψυχική, είτε πραγματική, νοθεία θα ήταν.
Σε εκείνο που προηγήθηκε της μεταπολεμικής εμφύλιας σύγκρουσης, αυτή που μας εμπόδισε να γιορτάσουμε την πραγματική ήττα των φασισμών, εκείνοι που άκουσαν τους άκαμπτους σταλινικούς κομμουνιστές, ειδικά έτσι όπως κρυβόντουσαν πίσω από τους εαμίτες, ψήφισαν «λευκό».
Τώρα βέβαια, με την αφορμή μιας άνευ άλλης σημασίας, παρά μόνον για την οικογένεια του “τέως”, επανάληψης παλαιών στερεοτύπων, ακόμη και το ΚΚ έβγαλε αντιμοναρχική ανακοίνωση. Χωρίς πάντως, ούτε αυτή τη φορά, να υπενθυμίσει κάτι για εκείνη τη «λευκή» στάση του τότε ΚΚ. Δεν βαριέσαι δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία.
Σημασία έχει ότι η σημερινή δημοκρατική Ελλάδα νιώθει πολύ άνετα με το «ντε Γκρες» των παιδιών του Γκλύξμπουργκ. Ειδικά όσοι έχουν λιγότερα χρόνια στην πλάτη τους από τα πενηντάχρονα της καλύτερης και πιο φιλελεύθερης δημοκρατικής περιόδου από τότε που κερδίσαμε κράτος κόντρα στους Οθωμανούς, μάλλον θα βρίσκουν γελοία και άνευ σημασίας τη συμπεριφορά των δήθεν υπερασπιστών της δημοκρατίας από απίθανα σενάρια αναβίωσης της μοναρχίας.
Μη ξεχνάμε ότι το διανυθέν διάστημα από το δημοψήφισμα του ’74 είναι ίσο με το ένα τέταρτο της ζωής του ελληνικού κράτους. Αν όμως πράγματι πιστεύουν ότι το δημοκρατικό καθεστώς κινδυνεύει από τη ληξιαρχική πράξη ιθαγένειας των επιγόνων του Κωνσταντίνου, τότε κάπως πρέπει να κοιταχτούν στον καθρέφτη μήπως και δουν την εικόνα της γελοιότητας προσωποποιημένη. Αν υπήρχε “κίνδυνος”, ποιανού θα είναι το φταίξιμο;
Ακόμη θυμάμαι τον αείμνηστο πατέρα μου να μου ανακοινώνει τηλεφωνικά (τότε που έπρεπε να υπάρχει σπουδαίος λόγος για να μιλάς με Αθήνα από το εξωτερικό) τη νίκη της Δημοκρατίας. Δεν υπήρχε φιλελεύθερος άνθρωπος, από την αριστερά μέχρι τη δεξιά που να μη το χάρηκε. Πέραν της επινίκιας χαράς, θυμάμαι όμως ότι τον στεναχώρησα τον άνθρωπο με τη σοβαροφάνεια με την οποία του είπα «κάτσε να περάσει μια εικοσαετία να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα δούμε καμιά παλινόρθωση».
Το πήρε πολύ στα σοβαρά προφανώς γιατί εκείνος γνώριζε καλύτερα, αφού είχε γεννηθεί το 1917 και είχε προλάβει να δει τα γυρίσματα των πολιτικών καταστάσεων. Ούτε που θυμάμαι άλλωστε τι είχε κάνει, αυτός και οι φίλοι του, με το ανάλογο «δημοψήφισμα» του Παπαδόπουλου, αφού ούτε να πάνε να ψηφίσουν ήθελαν, ούτε όμως τους πήγαινε να ψηφίσουν αυτό που έβαλε στο κεφάλι του ο δικτάτορας περί προεδρευόμενης.
Επειδή όμως δεν νοιώθω κανένα φόβο, ούτε «ιερή» αγανάκτηση για την «ελαφρότητα» με την οποία ο υπουργός Λιβάνιος διεκπεραίωσε το αίτημα των «de Grèce» θα πρέπει, υποθέτω, να το κοιτάξω. Επειδή όμως μάλλον δεν θα βρω μέρες που ‘ναι τον εξαιρετικό ψυχολόγο Ανδρέα Βασιλιά, με τον οποίο «τσακωνόμασταν» όταν ήταν εκείνος «μαοϊκός» και εγώ «κκ», πλην όμως όποτε βρισκόμαστε στη γειτονιά συμφωνούμε για την κατάντια της τρελομάνας που έχομε για πατρίδα, λέω να το αφήσω για μετά τις εορτές. Αν μέχρι τότε εκδηλωθεί φιλοβασιλικό πραξικόπημα να με ειδοποιήσει κάποιος παρακαλώ. Όχι όμως κάποιος από αυτούς που γελοιοποίησαν εαυτόν τις τελευταίες μέρες δια ασήμαντον αφορμή, γιατί δεν θα τους πιστέψω.