Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Διατηρώ τη βαθιά και ακλόνητη πεποίθηση ότι τα Μέσα ευθύνονται κατά ένα πολύ υψηλό, υψηλότερο σε σχέση με άλλους παράγοντες, ποσοστό για το βαθύ τέλμα στο οποίο περιέπεσε η χώρα, αυτή την άνευ όρων παράδοσή της στην πολιτιστική, δευτερευόντως πολιτική και ακολούθως οικονομική βήτα εθνική όπου καμώνεται πως ζει. Υψηλό και, κυρίως, κρίσιμο. Χάρη στην ευκολία με την οποία διεισδύουν στα σπίτια, τα ηλεκτρονικά Μέσα, με πρώτη την τηλεόραση και τις ένα καιρό πιο επιτυχημένες παραγωγές της, τις «εκπομπές λόγου» της πρωινής και βραδινής ζώνης, κατάφεραν να γιγαντώσουν και να φέρουν μια ώρα αρχύτερα ένα κακό που ίσως δεν θα μας έβρισκε με τόση ένταση, και οπωσδήποτε όχι τόσο γρήγορα, αν δεν είχαν αυτά πρώτα ανοίξει τον δρόμο για λογαριασμό του, εδώ και τουλάχιστον μία εικοσιπενταετία. Σχεδόν ολομόναχα. Και ασφαλώς ανερυθρίαστα.
Τα Μέσα, μολονότι (και) αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξής τους, δεν ενδιαφέρθηκαν σε καμία στιγμή σοβαρά να εντοπίσουν και να επισημάνουν τα σημάδια παρακμής και εκφυλισμού ενός πλέγματος ανταλλαγμάτων χρήματος και εξουσίας που υπέσκαπταν την οικονομία, ακόμη και όταν αυτό καταδεικνυόταν είτε από (ελάχιστα) πολιτικά πρόσωπα είτε από ανθρώπους που ως εκ της θέσεώς τους είχαν τη δυνατότητα να διαβλέπουν τον κίνδυνο και το σθένος να μην αποκρύπτουν τις τεκμηριωμένες ανησυχίες τους. Δεν βρέθηκαν ουσιαστικά ποτέ, και σε κάθε περίπτωση όχι οργανωμένα, όχι με ζήλο, όχι με διάρκεια, απέναντι σε καμία ομάδα συμφερόντων που λυμαινόταν το δημόσιο χρήμα και δεν σπατάλησαν ούτε λεπτό από τον χρόνο τους, και μόνο ελάχιστα από τα μονόστηλά τους, για να επισημάνουν τους κινδύνους που γεννούσε μια τέτοια χρόνϊα αντικοινωνική δράση. Είναι αυτά ακριβώς που έφεραν στο προσκήνιο κάποιες εντελώς περιθωριακές ομάδες ανθρώπων και μια δράκα λούμπεν πολιτικούς, τους κατέστησαν με θαυμαστή υπομονή mainstream και τους ανέδειξαν λίγο-λίγο σε ρυθμιστές του βίου — ας μη γελιόμαστε και ας μη μας φαίνεται γλυκερό: του θανάτου μας. Και, επειδή στη ρίζα κάθε κοινωνικού κακού θα βρεις πάντα κουβαριασμένο το φίδι του εθνικισμού, τα Μέσα είναι εκείνα που τον υπηρέτησαν και πρωτοστάτησαν στη γιγάντωσή του επί μακρά σειρά ετών, με γενναία στοχοπροσήλωση μικρομεσαίου στελέχους τού ΚΚΕ.
Τα Μέσα αυτά, η τηλεόραση πρωτίστως και το ραδιόφωνο, ήταν όλα τους ιδιωτικά. (Αυτά άλλωστε με ενδιαφέρουν εδώ —εμένα, τον διαπρύσιο οπαδό της ιδιωτικής οικονομίας—, η κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση αφορά άλλου είδους συζήτηση). Και μπορεί μεν οι ιδιοκτήτες τους, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, να διατηρούσαν στενές σχέσεις με το κράτος, οικονομικές και επιχειρηματικές, αλλά αυτό δεν είχε σε τίποτε να κάνει με τη μορφή, το είδος και την ποιότητα του προϊόντος που πουλούσαν στο κοινό (το οποίο, εν συνεχεία, μετατρεπόταν και το ίδιο, εν αγνοία του, σε προϊόν για τις διαφημιστικές). Το τηλεοπτικό προϊόν τους, βαθιά ποτισμένο σε έναν ανεξέλεγκτο βαθύ εθνικισμό και στον αταβιστικό ανορθολογισμό που χαρακτηρίζει τις μάζες, στηριγμένο στις φοβίες και την ανασφάλεια ανθρώπων χωρίς ισχυρά εκπαιδευτικά ερείσματα, έφερε στα σπίτια και στις συνειδήσεις πελώριων τμημάτων του πληθυσμού έναν αδιευκρίνιστο αλλά πανίσχυρο φόβο για τον Άλλο. Είτε αυτός ο Άλλος ήταν οι Αλβανοί μετανάστες (ποιος θυμάται τις Επιτροπές Ληστευθέντων από Αλβανούς, προδρόμους της Χρυσής Αυγής, που είχαν στήσει στασίδι στον Παπαδάκη, ή την απαίτηση των περιπτεράδων και των ταξιτζήδων να οπλοφορούν;…) είτε η επάρατη Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη «γραφειοκρατία» της και τους «τεχνοκράτες» της που «ως γνωστόν» ξημεροβραδιάζονταν όλοι τους απεργαζόμενοι σχέδια για τον αφανισμό της χώρας, επειδή μάς είχαν άχτι και μας ζήλευαν…
Κανένα κόμμα, ακόμη και το πιο ακραίο —όπως η συμμορία τής ΧΑ— ή το πιο λαϊκιστικό —όπως ο ΣΥΡΙΖΑ—, δεν θα μπορούσε να κάνει μόνο του όλη τη βρομοδουλειά έτσι και δεν είχε τις πλάτες και την αμέριστη στήριξη των φιλικών του Μέσων, που, ω του θαύματος, ήταν υποτίθεται ταγμένα στην υπηρεσία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, ήταν «συστημικά». Μέσων που, μπορεί μεν να έχασαν τη #1 είδηση της μεταψυχροπολεμικής περιόδου —τη χρεοκοπία—, αλλά καθόλου δεν τους διέφυγε η εκ νέου ανάδυση του φόβου στις Δυτικές κοινωνίες τη στιγμή που βρίσκονταν στο ζενίθ της ακμής τους ενόψει του νεομεταναστευτικού κύματος, ενός φόβου που βρίσκεται στη βάση κάθε ανεύθυνης πολιτικής απόφασης. Την εντόπισαν, την εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο και την πολλαπλασίασαν γεωμετρικά.
Δεν τα λέω όλα αυτά επειδή συνιστούν κάποιο καινούργιο εύρημα —προς Θεού—, ούτε επειδή δεν υπάρχει σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία —υπάρχει εδώ και χρόνια, και είναι πλούσια και χρήσιμη—, και βέβαια ούτε επειδή μπορεί σήμερα να γίνει κάτι για να αναστραφεί αυτό το κλίμα — δεν μπορεί να γίνει κάτι, ο χαρακτήρας των παραδοσιακών Μέσων δεν θα αλλάξει: θα πέσουν μαχόμενα με τα όπλα, και τις συνταγές, ακόμη μάλιστα και με τα ίδια πρόσωπα (!), που τα έφεραν κάποια στιγμή στην κορυφή. Θα ζουν, μέχρι τότε, την Ημέρα της Μαρμότας, παρότι όλα άλλαξαν γύρω τους και μόλο που τίποτε δεν είναι το ίδιο με ό,τι υπήρξε χθες.
Τα λέω για δύο άλλους λόγους: επειδή ακριβώς ακόμη και σήμερα κάποια από αυτά διατηρούν μέρος της επιδραστικότητάς τους σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (βλέπε εδώ τη «συνέντευξη» Δούρου στη lifestyle φυλλάδα «Espresso»…), αλλά και επειδή, από την άλλη, ακόμη υπάρχει διάθεση για ρεπορτάζ, για ερευνητική δημοσιογραφία, για προσπάθεια ανάδειξης προβλημάτων και ευθυνών, και όχι συγκάλυψής τους ή δημιουργίας εντυπώσεων. Και δεν μιλώ για τις στήλες απόψεων των αρθρογράφων.
Αφορμή παίρνω, κυρίως, από την έρευνα του «Φιλελεύθερου» για τη Μόρια. Μιας εφημερίδας όχι υψηλής (ακόμη) κυκλοφορίας, που όμως πασχίζει να κάνει εκείνη τη δουλειά για την οποία εντέλει φτιάχτηκε, μέσα σε ένα περιβάλλον που βλέπει κάτι τέτοιο σχεδόν με αποτροπιασμό. (Θυμίζω ότι, από τις δεκάδες του παρελθόντος, και για να γυρίσουμε για λίγο στο αντίπαλον δέος, πλέον δεν υπάρχει ούτε μία ενημερωτική εκπομπή στα μεγάλα κανάλια: ούτε για δείγμα). Δεδομένου δε του όγκου των αντιδράσεων και των επιθέσεων που ξεσήκωσε και εξακολουθεί να ξεσηκώνει αυτή η έρευνα, που ασφαλώς θα έχει και συνέχεια, δεν γίνεται παρά να θυμηθούμε όλοι πόσο σπουδαίο ρόλο είναι σε θέση να παίξουν τα Μέσα —έντυπα και μη— όταν το θέλουν. Και όταν δεν παίζουν ρόλο αντηχείου.
Και πόσο πολύ τα εχθρεύεται, τότε, το κράτος.
ΥΓ1. Η Πληροφορία, ιστορικά εξόχως σημαντική σε κάθε σύγκρουση, θα είναι ένα από τα όπλα της αναδυόμενης νέας ελίτ στην προσπάθειά της να αντέξει. Και λέγοντας νέα ελίτ δεν εννοώ κάτι «κακό». Εννοώ όσους επιζήσουν από τη μείζονα κρίση που αναδεικνύει η Σύγχρονη Εποχή των Μεταναστεύσεων σε συνδυασμό με τη μάχη των νέων Μεγάλων Δυνάμεων να καταλάβουν τον ζωτικό χώρο των παλαιών. Εξ ου και κανείς οφείλει να στηρίζει τη μαχόμενη δημοσιογραφία. Λόγω και έργω.
ΥΓ2. Σε άλλη θέση από σήμερα η στήλη. Ανάμεσα σε τόσους άξιους (δεν τολμώ να πω «συναδέλφους»). Σας ευχαριστώ όλους πολύ. Κάνω ό,τι μπορώ — έστω, το λίγο αυτό που μπορώ.