Είναι η μοίρα των απλών ανθρώπων, να μετατρέπονται σε σκόνη κάθε φορά που πέφτουν στις μυλόπετρες ολοκληρωτικών καθεστώτων. Σήμερα θα μιλήσουμε για έναν τέτοιο άνθρωπο, πιστό στις ιδέες του, έντιμο επιστήμονα και εργατικό, ο οποίος μέσα σε μια στιγμή από διακεκριμένος καθηγητής του Μαρξισμού - Λενινισμού, μετατράπηκε σε κρατούμενο, του δόθηκε μία ανάσα ελευθερίας που κράτησε μόλις τρία χρόνια και στην συνέχεια εξορίστηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ήρωας της ιστορίας μας, ο καθηγητής Μωϋσής Αμπράμοβιτς Ποτάς (1892-1973), η ζωή του οποίου μπορεί να ήταν μακρά, κάθε άλλο, όμως, παρά εύκολη ήταν.
Σε ηλικία μόλις 45 χρονών ο Μωϋσής Ποτάς ήταν σεβάσμιος καθηγητής Ιστορίας, μαρξιστικών αντιλήψεων και ειδικός στην ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λευκορωσίας.
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούσαν στα επαναστατικά κινήματα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ορισμένα από τα συμπεράσματα των ερευνών του, προφανώς, δεν άρεσαν σε κάποιους από τους ζηλωτές του τμήματος Ιδεολογίας του κόμματος και έτσι μέσα σε μια, μόλις στιγμής, του αφαιρέθηκε ο επιστημονικός τίτλος, τα αξιώματα και η ήρεμη ζωή του επιστήμονα-ερευνητή και μετατράπηκε σε αριθμό κρατουμένου στο αχανές αρχπέλαγος των Γκουλάγκ. Το ημερολόγιο έγραφε 1937.
Ποια ήταν όμως τα εγκλήματα καθοσιώσεως που διέπραξε ο ατυχής ήρωας της ιστορίας μας; Πρώτον, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Δεύτερον, μέχρι το 1937, τουλάχιστον, ήταν ένα πιστό μέλος του κόμματος, ενώ μέχρι 1920 ήταν μέλος του Μποθντ, της εβραϊκής εργατικής ένωσης στην Λετονία, την Πολωνία και την Ρωσία.
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, εξάλλου, καθόρισαν και τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα και η πρώτη έρευνα που έκανε ως νεαρός επιστήμονας ήταν ο ρόλος του Μπουντ στην ρωσική επανάσταση του 1905. Με τον τρόπο αυτό όμως, ο Ποτάς, προκάλεσε ρωγμές στην καθαγιασμένη και μονολιθική αφήγηση των Μπολσεβίκων, ότι αυτή ήταν η κύρια δύναμη στον δρόμο προς τον κομμουνιστικό παράδεισο. Το 1932, στο απόγειο της εσωκομματικής διαμάχης στο κυβερνών κόμμα της Ε.Σ.Σ.Δ. δηλαδή στο Πανενωσιακό Κομμουνιστικό κόμμα (Μπολσεβίκοι) σε μία από τις τακτικές και έκτακτες εκκαθαρίσεις των γραμμών του, ο Ποτάς κατηγορήθηκε ως «τροτσκιστής».
Εκόν άκον ο Ποτάς, γράφει ένα νέο άρθρο, στο οποίο το κίνημα Μπουντ χαρακτηρίζεται «ως ο πλέον πιστός φίλος των καπιταλιστών και ως ορκισμένος εχθρός του προλεταριάτου».
Ήταν, όμως, αργά, ο καθηγητής βρέθηκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας και, κατ? επέκταση των μυστικών υπηρεσιών του κράτους, οι οποίες ανακάλυπταν διαρκώς κρυμμένους εχθρούς του λαού και προδότες της πατρίδας. Ήδη, πίσω από την πλάτη του, κυκλοφορούσε η φήμη πως είναι αναξιόπιστο, πολιτικά, στοιχείο. Το μοιραίο 1937, θυμήθηκαν τον παλιό φίλο και σύντροφο που πέρασε στην άλλη όχθη.
Συνέλαβαν τον καθηγητή και τον έστειλαν οκτώ χρόνια στα γκουλάγκ, προκειμένου με την εργασία του να εξαγοράσει τα ανομήματά του και να αρχίσει να σκέφτεται υγιώς και με την σωστή πλευρά της ιστορίας, να αναλύει, δε, σωστά, τα διδάγματα της επανάστασης και της ζημιάς που κάνει σε αυτήν, η αστική ιστοριογραφία.
Η σύλληψη του έγινε στις 10 Δεκεμβρίου 1937 με την κατηγορία της «ενεργούς συμμετοχής σε αντισοβιετική, τροτσκιστική οργάνωση». Η απόφαση της εξωδικαστικής τρόικας της N.K.V.D. στις 15 Αυγούστου του 1939, ήταν σαφής «οκτώ χρόνια σε στρατόπεδο αναμορφωτικών εργασιών» στην περιοχή του Κρασνογιάρσκ, στην ανατολική Σιβηρία. Απελευθερώθηκε, λίγο μετά την λήξη του πολέμου, τον Δεκέμβριο του 1945.
Γυρνώντας από το στρατόπεδα, ο Μωϋσής Ποτάς, άρχισε και πάλι να εργάζεται ως ιστορικός, στο Ινστιτούτο Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της Λευκορωσίας. Η μικρή, πικρή ανάσα ελευθερίας, όμως, του αποστερήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1948, όταν το Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ., εξέδωσε διάταγμα «Για την εκτόπιση ιδιαιτέρως επικίνδυνων εγκληματιών κατά του κράτους, μετά την έκτιση της ποινής τους, σε απομακρυσμένες περιοχές της Ε.Σ.Σ.Δ.» και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Ε.Σ.Σ.Δ. «Για την οργάνωση στρατοπέδων και φυλακών ύψιστης ασφάλειας για την κράτηση ιδιαιτέρως επικίνδυνων εγκληματιών κατά του κράτους», τον συνέλαβαν για άλλη μία φορά με την κατηγορία του «πρώην τροτσκιστή» στις 9 Νοεμβρίου 1948. Με απόφαση, και πάλι, εξωδικαστικού οργάνου στις 2 Μαρτίου 1949 με βάση το άρθρο 72, παράγραφος Α και 76 του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας εξορίστηκε.
Θύμα της εκστρατείας κατά του «κοσμοπολιτισμού» δηλαδή της καλυμμένης αντισημιτικής πολιτικής του σταλινικού καθεστώτος, ο Ποτάς, μοιράστηκε με άλλους επιφανείς επιστήμονες την ίδια μοίρα. Οι κατηγορίες που τους βάραιναν ήταν «ειδωλολατρία του καπιταλισμού και της Δύσης και έλλειψη πατριωτισμού. Ο Ποτάς ήταν ένα εύκολο θύμα των μυστικών υπηρεσιών, αφού αμέσως θυμήθηκαν το «τροτσκιστικό παρελθόν» του. Κατά την διάρκεια των ανακρίσεων, προσπάθησαν να υπογράψει καταγγελίες εναντίον άλλων επιστημόνων με επινοημένες κατηγορίες, αλλά αρνήθηκε πεισματικά. Έχοντας περάσει από τα γκουλάγκ, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα.
Τόπος εξορίας ορίστηκε η πόλη Ντζερζίνσκ, η οποία κατά μία τραγική ειρωνεία της μοίρας, έφερε το όνομα του ιδρυτή της διαβόητης μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβίκων, όπου εργάστηκε ως φύλακας από τον Ιούνιο του 1951 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1955 σε τοπικό εργοστάσιο.
Με την έναρξη της πολιτικής της αποσταλινοποίησης μετά το 20ο Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε., με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Λευκορωσίας από 29 Δεκεμβρίου 1955, ο Ποτάς αποκαταστάθηκε. Από την εξορία επέστρεψε σπίτι του, όχι όμως και στην Ιστορία. Έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, εργαζόμενος ως φύλακας σε διάφορα εργοστάσια, διαβάζοντας τις νύχτες τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και κρατώντας στα περιθώρια των σελίδων σημειώσεις, την δε γνώμη του μόνο για τον εαυτό του. Τα οκτώ χρόνια που έζησε στα στρατόπεδα του δίδαξαν το σημαντικότερο πράγμα: η επίσημη και εγκεκριμένη από το κόμμα ιστορία και η αλήθεια, είναι δύο διαφορετικά πράγματα.