Του Δημήτρη Καμπουράκη
Το μπακάλικο κάποτε ήταν μικρό και απευθυνόταν σε μικρή ειδική πελατεία. Υπάρχουν τέτοια μαγαζιά που ζουν μια χαρά καλύπτοντας τις ανάγκες ενός 3% του αγοραστικού κοινού που δεν έχει ούτε γουστάρει τα μαζικά καταναλωτικά πρότυπα. Μετά κάτι συνέβη, απορρυθμίστηκε απότομα η αγορά, κατέρρευσαν οι κολοσσοί και το μπακαλικάκι βρέθηκε κυρίαρχο μέσα στην αχανή πιάτσα.
Μεγάλωσε όπως-όπως για να ικανοποιήσει τον κόσμο που πλάκωσε για να εξυπηρετηθεί, φύρδην-μίγδην προστέθηκαν ράφια και εμπορεύματα, μπρος - πίσω έτρεχαν οι πωλητές μέσα στο πρωτόγνωρο χάος δίχως να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Εμβρόντητοι οι ιδιοκτήτες μετρούσαν τα κέρδη, ανήμποροι να τα αξιολογήσουν ή να τα επενδύσουν σωστά.
Πέρασαν έτσι τέσσερα μεθυστικά χρόνια. Ο κοσμάκης αγόραζε ότι του πάσαραν δίχως να ρωτά, τα ταμεία ξεχείλιζαν από χρήμα, οι παλιοί μπακάληδες έγιναν μεγιστάνες, οι πρώτοι πωλητές έγιναν γενικοί διευθυντές και οι παλιές καθαρίστριες του μικρομάγαζου έγιναν προσωπάρχισες. Ως και οι παλιοί λίγοι εκλεκτοί πελάτες πήραν θέσεις στο προχειροφτιαγμένο μεγαθήριο και κονομάγανε χοντρά.
Τα βράδια κατέβαζαν τα στόρια και το 'ριχναν στο γλέντι, σίγουροι πως ζούσαν κάτι μυθικό και αιώνιο, προορισμένο από την ιστορία ή την θεία χάρη να διαρκέσει δια παντός. Ούτε που κοίταζαν τι γινόταν έξω, είχαν την δική τους πραγματικότητα. Κι αν έριχναν καμιά ματιά, ήταν για να σταμπάρουν κανέναν παλιό σουπερμαρκετά για να τον κλείσουν φυλακή και να ξεμπλέξουν.
Ώσπου ένα πρωινό, άνοιξαν τα ρολά αλλά κόσμος δεν μπήκε μέσα. Είχαν πάει όλοι απέναντι, σ' ένα μαγαζί που νόμιζαν ξοφλημένο και το κορόιδευαν. Στην αρχή δεν ήθελαν να πιστέψουν αυτό που συνέβαινε. Πίστευαν πως έβλεπαν όνειρο, πως θα ξυπνούσαν και θα έβρισκαν το μαγαζί τους γεμάτο κόσμο. Μετά όμως από τρεις-τέσσερις μήνες, άρχισαν να το συνειδητοποιούν.
Και τότε αναρωτήθηκαν: Πως θα φέρουμε πίσω τον κόσμο που χάσαμε; Ο αρχηγός είχε την αλλόκοτη ιδέα να τους βρει έναν-έναν και να τους φέρει πίσω μέσω μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας εγγραφών. Έφαγε τις σόλες του να τριγυρίζει σε βουνά και χωριουδάκια πιάνοντας ξεχωριστά τον κάθε παππού για να τον γράψει στην πλατφόρμα.
Υπάρχουν άλλοι που επιμένουν ότι υπάρχει μια μεγάλη μάζα ανθρώπων με κεντρώες καταναλωτικές συνήθειες που αποτελούν εν δυνάμει πελατεία τους. Πήραν κάτι κράχτες πριν μερικούς μήνες, αλλά προκοπή δεν είδαν. Θεωρητικώς συνεχίζουν να μιλούν γι αυτή την κρίσιμη μάζα, όμως δεν ξέρουν που να την ψάξουν για να την επαναφέρουν στο μπακάλικο.
Υπάρχουν τέλος κι εκείνοι που ψάχνουν την παλιά πρώτη τους πελατεία, από την περίοδο του ντελικατέσεν του 3%. Αυτοί πάνε στα σκαλάκια των πανεπιστημίων, στα δήθεν εξεγερμένα αμφιθέατρα, στις ΜΚΟ των μεταναστών και στα κατειλημμένα σπίτια του κέντρου, για να δηλώσουν στην παλιά πελατεία ότι «ξανανοίξαμε και σας περιμένουμε».
Και δεν καταλαβαίνουν όλοι του ότι ο παππούς του χωριού δεν βλέπει κανέναν απολύτως λόγο να γραφτεί στην πλατφόρμα, ότι ο καταναλωτής με τις κεντρώες καταναλωτικές συνήθειες γοητεύτηκε από άλλο κατάστημα και ότι η πάλαι ποτέ ικανοποιητική πελατεία του 3% είναι πια τόσο μικρή που δεν μπορεί να στηρίξει ούτε περίπτερο. Το μπακάλικο που έγινε σουπερ μάρκετ και ξανάγινε μπακάλικο, δεν θα ξαναγίνει υπεραγορά. Μια φορά τα θαύματα, ό,τι ζήσανε ζήσανε…