Του Αλέξανδρου Σκούρα
Χθες σε δρόμο της Αθήνας βρήκα στο πεζοδρόμιο δεκάδες πεταμένα χαρτιά που καλούσαν τους αναγνώστες τους σε μποϊκοτάζ της Coca Cola λέγοντας πως “είναι ο μοναδικός τρόπος να τους “πείσουμε” να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης”. Με αφορμή την έξοδο χιλιάδων επιχειρήσεων από τη χώρα μας προς τη Βουλγαρία, την Κύπρο, και άλλες χώρες της Βαλκανικής αλλά και την αντίστοιχη πορεία εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων προς χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ίσως να ήρθε η ώρα να αλλάξουμε μυαλά και να σοβαρευτούμε.
Η Coca Cola θα πάει το εργοστάσιό της όπου θέλει. Είναι μία πολυεθνική εταιρία που προσφέρει αναψυκτικά και άλλα προϊόντα σε δισεκατομμύρια ανθρώπους καθημερινά. Δεν χρωστάει σε κανέναν Έλληνα, Αμερικάνο, Γερμανό ή Σενεγαλέζο κάποιο εργοστάσιο που να λειτουργεί ως πρόγραμμα απασχόλησης. Αντίθετα, οφείλει να ικανοποιεί καθημερινά όσους προτιμούν τα προϊόντα της με τον πιο ασφαλή και οικονομικό τρόπο που ταυτόχρονα εξασφαλίζει στους μετόχους της τη μεγαλύτερη ανταμοιβή για τα ρίσκα που παίρνουν επενδύοντας στην επιτυχία της. Αυτό δεν ισχύει φυσικά μόνο για την Coca Cola αλλά και για όλες τις επιχειρήσεις.
Αυτή η παραδοχή είναι η απαρχή αλλαγής της κουλτούρας μας. Αν η κάθε επιχείρηση δεν χρωστάει χάρες στο έθνος, το κράτος, ή την τάξη στην οποία ανήκει ο καθένας μας, τότε μία από τις “δουλειές” των κρατών είναι να δημιουργούν ένα περιβάλλον που να ελκύει τα εργοστάσια, τις επιχειρήσεις, τα ταλέντα και τις επενδύσεις. Αυτός είναι και ο δυσθεώρητος ελέφαντας που αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα στο δωμάτιο που λέγεται Ελλάδα.
Αν το εργοστάσιο της εκάστοτε εταιρίας πήγε σε άλλη χώρα, αυτό συνέβη επειδή τη συνέφερε να το πράξει. Υπάρχει περίπτωση να τη συνέφερε επειδή η χώρα στην οποία κατέληξε το εργοστάσιο να είναι υπανάπτυκτη και πολύ φθηνότερη από τη δική μας. Όμως υπάρχει και η περίπτωση να τη συνέφερε επειδή η δική μας η χώρα είναι εχθρική προς την επιχειρηματικότητα με την παράλογη γραφειοκρατία, την υπερφορολόγηση, το ακριβό μη-μισθολογικό κόστος εργασίας, και την αργή απονομή δικαιοσύνης να βρίσκονται στην κορυφή των προβλημάτων μας.
Στην πρώτη περίπτωση δεν ευθυνόμαστε εμείς. Δεν θα φτωχύνουμε ως χώρα για να “βολέψουμε” μία επιχείρηση. Αντίθετα, θα συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τα προϊόντα του εργοστασίου σε ανταγωνιστικές τιμές χάρη στο χαμηλότερο κόστος που πέτυχε. Όμως στη δεύτερη περίπτωση έχουμε εμείς, ως κράτος και ως χώρα, την αποκλειστική ευθύνη. Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί ο καθένας μας με μεγάλη ευκολία να μετακομίσει τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του σε άλλες χώρες. Αυτός ο υγιής ανταγωνισμός έχει τα θετικά του και τα αρνητικά του. Οι χώρες που αρνούνται να ανταγωνιστούν και αντιμετωπίζουν τις επιχειρήσεις ως ταξικό εχθρό στην ουσία επιδοτούν την ανάπτυξη των υπολοίπων σαμποτάροντας τη δική τους οικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες που επιλέγουν να βελτιώσουν το επιχειρηματικό κλίμα, προσφέροντας χαμηλούς φόρους, ευέλικτες δημόσιες υπηρεσίες, σταθερό και προβλέψιμο νομικό καθεστώς και χαμηλό μη-μισθολογικό κόστος, είναι σε θέση να δέχονται τους “διωγμένους” επιχειρηματίες των υπόλοιπων χωρών.
Το ερώτημα που μας αφορά είναι ένα και απλό: Η Ελλάδα, που σήμερα διώχνει επιχειρηματίες και εργαζόμενους, μπορεί να αλλάξει και να φτάσει σε σημείο να τους προσελκύει; Αν κρίνουμε από τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, δεν είναι διόλου απίθανο.