Αντιδρώντας στην έκπτωσή του από το αξίωμα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΚΙΝΑΛ ο Ανδρέας Λοβέρδος έριξε το σύνθημα με το οποίο, αν δεν τον παρερμηνεύω, ρίχνει ταυτόχρονα και τον κύβο της υποψηφιότητάς του για την ηγεσία του κόμματος του: «Το στοίχημα που το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ" δεν δικαιούται να χάσει είναι ο υπερδιπλασιασμός των ποσοστών του».
Η φιλοδοξία είναι ασφαλώς νομιμότατη. Μένει, όμως, να αποδειχθεί και εξίσου ρεαλιστική.
Υπερδιπλασιασμός των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ σημαίνει ανάκτηση των ποσοστών που το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε στις πρώτες εκλογές του 2012. Τότε που το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίστηκε από το βάθρο της εξουσίας χάνοντας 30,74 μονάδες μέσα σε τρία μόλις χρόνια για να χάσει άλλη μία μονάδα μέχρι τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου 2012 και να βρεθεί στον πάτο του 4,68% των εκλογών του 2015 οπότε και στερήθηκε του 2,47% που συγκέντρωσε το ΚΙΔΗΣΟ του αποχωρίσαντος Γιώργου Παπανδρέου.
Ήταν βέβαια η εποχή που ο λαϊκισμός στον οποίο επένδυε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 επέστρεφε ως μπούμερανγκ μετατρέποντάς το σε σάκο του μποξ πάνω στον οποίο ξεσπούσε η τιμωρητική μανία των "προδομένων" στο Καστελόριζο οπαδών του. Τα λεφτά που τους είχε τάξει δεν υπήρχαν. Κάποιοι τους έπεισαν ότι είχαν κλαπεί. Και αυτοί αποφάσισαν να γίνουν πατροκτόνοι βλέποντας τα σχέδια που έκαναν για διαρκή κοινωνική άνοδο να ματαιώνονται από τους ίδιους που τα είχαν πατρονάρει.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι από τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ θυμόντουσαν πλέον ότι του όφειλαν την ευζωία τους και ακόμα λιγότεροι ήταν αυτοί που είχαν τη διάθεση να αναγνωρίσουν ότι τα δανεικά χάρις στα οποία πρόκοψαν θα έπρεπε κάποια στιγμή να επιστραφούν. Έστω και με τους καταχρηστικούς τόκους ενός πρώτου και εν συνεχεία ενός δεύτερου προφανώς κακοσχεδιασμένου μνημονίου. Πολύ δε λιγότερο που δεν του είχαν απομείνει παρά μόνον όσοι μπορούσαν να του συγχωρήσουν την συνεργασία του με την "επάρατη Δεξιά".
Στο άρθρο - διακήρυξη που δημοσίευσε στα "Νέα" του περασμένου Σαββατοκύριακου ο Ανδρέας Λοβέρδος εμφανίζεται παρόλα αυτά αισιόδοξος. Απαριθμώντας τα επιτεύγματα της δεκαετίας του 1980 από το ΕΣΥ μέχρι το ΑΣΕΠ θεωρεί ότι αν το ΚΙΝΑΛ ξαναβρεί τον εαυτό του ΠΑΣΟΚ ως δύναμης κοινωνικών αλλαγών, ο επαναπατρισμός τουλάχιστον των ψηφοφόρων που το εγκατέλειψαν στο διάστημα των τελευταίων οκτώ ετών θα είναι απλώς θέμα χρόνου.
Θέτει βέβαια δυο προϋποθέσεις.
Η μια αναφέρεται ρητώς: είναι να ξαναλειτουργήσει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τρόπο συμβατό προς το κληρονομικό μεταρρυθμιστικό DNA του.
Η δεύτερη συνάγεται εκ των συμφραζομένων: είναι να αποκτήσει ηγεσία αποφασισμένη να έρθει σε ρήξη με κάθε "πολιτικό αλληθωρισμό" προς τον ΣΥΡΙΖΑ ούτως ώστε να επανατοποθετηθεί στρατηγικά ως σταθεροποιητικός κρίκος ενός αντιδημαγωγικού μετώπου.
Πλην όμως η εξίσωση της ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ και πολύ περισσότερο η εξίσωση της ανανέωσης της κεντροαριστεράς είναι κατά πολύ πιο σύνθετη.
Θα πρέπει εν πρώτοις να λύσει το σημειολογικό πρόβλημα που συνιστά αυτού του είδους ο ταυτολογικός δυισμός ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Λες και η κεντροαριστερά είναι ένας πάσχων από σχιζοειδή διαταραχή ιδεολογικός Ιανός με δυο πρόσωπα που το ένα αποστρέφεται το άλλο. Έτσι όμως είναι αδύνατο να εκπέμψει καθαρά και άρα διεισδυτικά μηνύματα. Και, ακόμα χειρότερα, είναι αδύνατον να απεγκλωβιστεί από τις αμοιβαία καταστροφικές σχέσεις ανάμεσα στο "παλιό" που αρνείται να πεθάνει και το "νέο" που δυσκολεύεται να γεννηθεί. Το λιγότερο που επιβάλλεται είναι να ξεκαθαρίσει αν το ζητούμενο είναι να ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ ή να συνεχίσει ως ΚΙΝΑΛ.
Ουαί και αλίμονο αν ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε αντιληφθεί το 1974 ότι η τύχη του εγχειρήματός του εξαρτιόταν από την δυναμική που θα προσλάμβανε η σύγκρουση του ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ με την παλαιοκομματική Ένωση Κέντρου για την κάλυψη του κενού μεσαίου χώρου. Η ελληνική κεντροαριστερά θα πελαγοδρομούσε ακόμα στην βαλτώδη πανσπερμία του τελευταίου και η πολιτική ζωή δεν θα διέφερε πολύ από τη χαώδη προδικτατορική.
Θα πρέπει εν συνεχεία η κεντροαριστερά να λύσει το κατεξοχήν στρατηγικό πρόβλημα που είναι πάντα στην πολιτική η διαχείριση των (κοινωνικών και όχι μόνον) αντιθέσεων, η αξιολόγηση της σημασίας τους και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που προκύπτουν από την ανάγκη της σύνθεσής τους. Χωρίς μια σαφή επανατοποθέτηση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα η σημερινή ελληνική κεντροαριστερά δεν θα μπορεί ούτε να ανασυγκροτηθεί ούτε να ενοποιήσει τις δυνάμεις της ούτε να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της ούτε να δικαιολογήσει την χρησιμότητά της. Το λόγο, δηλαδή, της ύπαρξης της. Κυρίως δε δεν θα μπορεί να επανενεργοποιήσει τα ανακλαστικά της αφού δεν θα μπορεί να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα ποιες, με ποιες διαφορές και υπέρ ποιων μεταρρυθμίσεις προτείνει.
Τρία ήταν τα μυστικά της επιτυχίας του ιστορικού ΠΑΣΟΚ: (α) Το ιδεολογικό εύρημα της αντίθεσης μεταξύ "προνομιούχων" και "μη προνομιούχων". (β) Η πατερναλιστική προστασία που προσέφερε στους πρώτους χωρίς τελικά να εξουθενώσει τους δεύτερους. (γ) Η ικανότητά του να εξασφαλίζει την πολυσυλλεκτικότητά του διαπλεκόμενο με συντεχνιακού ως επί το πλείστον χαρακτήρα συμφέροντα.
Τα μυστικά αυτά της επιτυχίας του ΠΑΣΟΚ η Ιστορία τα έχει κάνει πλέον βούκινο. Κανένα, εξάλλου, από αυτά δεν θα μπορούσε να να ξαναχρησιμοποιηθεί για την αναγέννηση της σημερινής κεντροαριστεράς από την τέφρα της.
Ο κύκλος ριζοσπαστικοποίηση-αστικοποίηση-ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων έχει σπάσει. Άλλης μορφής αντιθέσεις είναι πλέον αυτές που εξελίσσονται σε κυρίαρχες. Και άλλες είναι οι στρατηγικές που πρέπει να εφεύρει η σημερινή κεντροαριστερά για να ανοίξει ξανά η περπατησιά της.
Θα πρέπει να την βρει για το καλό όλων. Και θα την βρει ευκολότερα διδασκόμενη μεταξύ άλλων από την όχι και τόσο ευχάριστη πια εμπειρία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Το μάθημα του υπερκερασμού της τελευταίας από τους γοργά ανερχόμενους "Πρασίνους" μπορεί να της φανεί πολύτιμο.