Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στα χειρότερά της. Η πανδημία δοκιμάζει τις αντοχές της. Η ανακλαστικότητά της αποδεικνύεται μηδενική. Η γραφειοκρατία της απελπιστική. Η ηγεσία της ελλειμματική.
Η κρίση των εμβολίων συνεχίζεται προσλαμβάνοντας διαλυτικές διαστάσεις. Η αποτελεσματικότητά της καταρρακώνεται. Οι θεσμοί της αυτοεξευτελίζονται. Η Τουρκία προκαλεί τον πολιτισμό της. Η αποτελεσματικότητά της καταρρακώνεται. Οι θεσμοί της αυτοεξευτελίζονται.
Και ενώ η μεν παρουσία της στο διεθνές προσκήνιο είχε αρχίσει να μοιάζει με ευφημισμό, ο δε ρόλος της στην διαμόρφωση των γαιωπολιτικών εξελίξεων να σμικρύνεται όλο και περισσότερο, ήρθε ξαφνικά(;) η ρωσοουκρανική κρίση να την ξαναβάλει βιαίως στο μεγάλο παιχνίδι ενός προαναγγελθέντος νέου ψυχρού πολέμου.
Είχε προ ολίγων μόλις ημερών προηγηθεί η εκδήλωση της αντεπίθεσης των ΗΠΑ που έμοιαζε πολύ με αυτήν που ο Πρόεδρος Ρούζβελτ είχε κάνει παραμονές του Δευτέρου Παγκοαμίου Πολέμου επιχειρώντας με το new deal και τον κεϋνσιανισμό να κάνει την μεγάλη έξοδο από την κρίση του 1929.
Η δύναμη πάντως του πυρός που συγκέντρωσε ο Μπάιντεν για να απογειώσει την αμερικανική οικονομία και να αμφισβητήσει τα πρωτεία της Κίνας στην κούρσα για την οικονομική κυριαρχία των επερχόμενων δεκαετιών, δεν έκανε μόνον να ωχριά η αντίστοιχη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Ταμείο Ανασυγκρότησης. Έδειξε πολύ περισσότερο πόσο μεγάλη παραμένει ακόμα η διαφορά κλάσης και δυναμικότητας μεταξύ του ευρωπαϊκού και του ατλαντικού σκέλους της συμμαχίας των δυτικών δημοκρατιών.
Μένει τώρα να φανεί , κυρίως από την στάση που θα κρατήσουν οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αυριανή έκτακτη σύνοδο του ΝΑΤΟ, αν μπορούν τουλάχιστον να αξιοποιήσουν την ρωσοουκρανική κρίση ως ευκαιρία να συνέλθουν από το σοκ που έχουν υποστεί λόγω της πανδημίας και πρωτίστως, όμως, λόγω της βαθιάς υπαρξιακής κρίσης που διέρχεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης.
Όπως μένει να φανεί σε ποιο βαθμό οι εξελίξεις στο ρωσοουκρανικό μέτωπο θα μεταβάλουν τα δεδομένα τόσο ως προς τις ευρωρωσικές και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, όσο και ως προς τις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις.
Το κλειδί, βέβαια, βρίσκεται στο άγνωστο την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές περιεχόμενο της επικοινωνίας που επρόκειτο να έχουν χθες το βράδυ Μπάιντεν με Πούτιν. Εάν, δηλαδή, θα πρόκειται περί ανταλλαγής τελεσιγράφων ή περί επαναδιαπραγμάτευσης των αμερικανό-ρωσικών σχέσεων.
Γιατί σε κάθε περίπτωση είναι άλλο να κηρύσσεται ένας ψυχρός πόλεμος όταν, όπως συνέβαινε στον προηγούμενο, οι συναλλαγές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων περιορίζονταν σε μερικά εκατομμύρια δολάρια το χρόνο και άλλο να αποφασίζεις την είσοδο σε μια ψυχροπολεμική εποχή υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και με συναλλαγές μεταξύ των εμπλεκομένων που ξεπερνούν πολλά δις την εβδομάδα.
Και είναι άλλο να πρόκειται περί ενός ψυχρού πολέμου σαν και αυτόν που κράτησε την ανθρωπότητα με κομμένη την ανάσα στην κρίση των πυραύλων της Κουβάς κάτω από το μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ, και άλλο να ανοίγει ένα οιωνεί θερμό μέτωπο στα σύνορα της Ευρώπης με την Ρωσική Ομοσπονδία.
Σίγουρα, όμως, και περί ψυχρού μεν, αλλά απλώς οικονομικού, πολέμου να πρόκειται, η επόμενη ημέρα για την Ευρώπη δεν θα είναι ίδια με την προηγούμενη.
Πρώτα από όλα διότι σε μια τέτοια περίπτωση η πρώτη που θα υποχρεωθεί να υποστείλει την σημαία της οικονομικής ηγεσίας που ασκούσε μέχρι σήμερα θα είναι η Γερμανία. Τα σχέδιά της για τον North Stream 2 μάλλον θα πρέπει να τα ξεχάσει. Οι δε φιλοδοξίες για την διείσδυσή της στην Κινεζική αγορά, που ήταν και αυτές που την έκαναν να επισπεύσει την υπογραφή της σινοευρωπαϊκής οικονομικής συμφωνίας πριν καν εγκατασταθεί ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου στο Οβάλ Γραφείο του, μάλλον θα πρέπει να περιοριστούν.
Κατά δεύτερο διότι τον πρώτο λόγο υπό ψυχροπολεμικές συνθήκες τον έχουν οι δυνάμεις με ειδικό βάρος σε θέματα ασφαλείας. Από τις ευρωπαϊκές, δηλαδή, η εξής μία: η πυρηνική Γαλλία. Αυτήν, άλλωστε, οι αμερικανοί περιμένουν να αποφασίσει τι θέλει και μπορεί να κάνει για να δουν και οι ίδιοι αν, πώς και πού θα επιστρέψουν στις περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη.
Κάτι ήξερε ο στρατηγός Ντε Γκωλ όταν από το 1960 επέμενε ότι μόνον αν τα ευρωπαϊκά κράτη μπορούν να συμφωνήσουν σε μια κοινή πολιτική εξωτερικών, άμυνας και πολιτισμού είχε νόημα να συζητούν για την ένωσή τους.
Απλώς κάποιοι άλλοι πίστεψαν ότι θα πρωτοτυπούσαν ιστορικά χτίζοντας στην άμμο μια καθαρά οικονομική ένωση.