Την ιδέα για μια Ενδιάμεση Συμφωνία για το Κυπριακό την πρωτοάκουσα από τα χείλη του Χρίστου Γιάγκου, ενός νέου διπλωμάτη του κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζει και αυτός την τύχη του ως ελεύθερος επαγγελματίας στο χώρο των συμβουλευτικών υπηρεσιών.
Την υποστηρίζει εδώ και 15 χρόνια. Από τότε, δηλαδή, που το Κυπριακό βρέθηκε σε κενό αέρος μετά το ελληνοκυπριακό «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν και η Κυπριακή Δημοκρατία αναζητούσε μια νέα φόρμουλα για την επανέναρξη των συνομιλιών για την λύση του.
Ήταν τότε που ο όρος «Ενδιάμεση Συμφωνία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει τα όσα είχαν φθάσει να συμφωνήσουν ο Πρόεδρος Τάσος Παπαδόπουλος με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, τον ηγέτη των τουρκοκυπρίων μετά την απομάκρυνση του Ραούφ Ντενκτάς, προκειμένου να διευθετηθούν προβλήματα της καθημερινότητας των κυπρίων μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου μόνον εντός της ελεύθερης Κύπρου.
Με τον Ερντογάν να μετατρέπει πλέον την αξίωσή του για λύση δυο ισότιμων και ανεξάρτητων κυπριακών κρατών σε σημαία της στρατηγικής του στην Ανατολική Μεσόγειο, τους Αμερικανούς να διαφοροποιούνται από τους Βρετανούς επαναλαμβάνοντας χθες την κατηγορηματική υποστήριξή τους στην λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και την πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων (58% σύμφωνα με χθεσινή δημοσκόπηση) να θεωρεί ότι η επικείμενη πενταμερής συνδιάσκεψη για το Κυπριακό δεν πρόκειται να οδηγήσει σε επανέναρξη των συνομιλιών για την επίλυσή του, η ιδέα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας θα μπορούσε να αποτελέσει σήμερα μια διέξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο φαίνεται πλέον να οδηγείται η πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ να συγκαλέσει την πενταμερή για το Κυπριακό εντός του προσεχούς Μαρτίου.
Το πρόβλημα, βέβαια, με τον Αντόνιο Γκουτέρες είναι γιατί άφησε στην Τουρκία ανοιχτό το ενδεχόμενο να συζητηθεί η αξίωσή της για λύση δυο ξεχωριστών κυπριακών κρατών ενώ, υποτίθεται, ότι δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για λύση Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας.
Όποιες κι αν είναι οι υποθέσεις που μπορεί να γίνουν, το γεγονός παραμένει ότι με την πρόταση της Τουρκίας να μπαίνει στο τραπέζι οι πιθανότητες να επανέλθουν οι διακοινοτικές συνομιλίες εκεί που έμειναν το 2017 πριν ναυαγήσουν στο Κραν Μοντανά είναι με τα σημερινά δεδομένα σχεδόν μηδενική.
Το ερώτημα είναι, κατά συνέπεια, τι είναι προτιμότερο: Nα διολισθήσει η συζήτηση προς ένα νέο αδιέξοδο που στην πραγματικότητα μπορεί μεν να εκθέτει την Τουρκία για την άρνησή της να αποδεχθεί αποφάσεις του ΟΗΕ, αλλά ταυτόχρονα της δίνει την δυνατότητα να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα με ορατό τον κίνδυνο να παρουσιαστεί κάποια στιγμή η λύση της διχοτόμησης της Κύπρου ως η μόνη εφικτή; Ή να υποχρεωθεί η Τουρκία σε συνομολόγηση μιας ενδιάμεσης συμφωνίας που θα την ωθεί σε μια εξελικτική πορεία συμβιβασμού με την ομοσπονδιακή λύση που είναι και η μόνη στη βάση της οποίας μπορεί να επιτευχθεί το ζητούμενο της επανένωσης του νησιού και άρα της μείωσης του κινδύνου της μετατροπής τουλάχιστον του βόρειου τμήματός του σε τουρκικό προτεκτοράτο;
Η κατάληξη σε Ενδιάμεση Συμφωνία προϋποθέτει ασφαλώς μια πολύ καλή προετοιμασία για ένα σκληρό παζάρι προκειμένου να γίνουν κοινά αποδεκτά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που θα απαιτηθούν για να ξεπεραστούν οι εκατέρωθεν του διαχωριστικού των δυο κοινοτήτων συρματοπλέγματος φοβίες.
Όσο οι φοβίες αυτές στοιχειώνουν τις συνομιλίες, δεν πρόκειται να ανοίξει ποτέ ο δρόμος της μετάβασης προς μια κυρίαρχη και ανεξάρτητη Ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία.
Μέσα από την Οικοδόμηση Μέτρων Εμπιστοσύνης και την αποδοχή του μετά το Κραν Μοντανά Πλαισίου Γκουτέρες ως βάσης για μια μελλοντική διαπραγμάτευση των όρων της οριστικής λύσης αυξάνονται οι πιθανότητες να δημιουργηθούν σταδιακά οι προϋποθέσεις για την άρση των ψυχολογικών και πολιτικών εμποδίων που δεν επέτρεψαν μέχρι σήμερα στις συνομιλίες να παράξουν θετικά αποτελέσματα.
Αρκεί, βέβαια, να υπάρξει ένας καλά σχεδιασμένος οδικός χάρτης που θα οδηγήσει ύστερα από δυο-τρία χρόνια σε μια προσυμφωνημένη κατάληξη Στρατηγικής Συμφωνίας και στη συνέχεια σε μια οριστική λύση με το Συμβούλιο Ασφαλείας να ελέγχει στο μεσοδιάστημα, μέσω ειδικού μηχανισμού, την πιστή εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Εννοείται ότι μια παρόμοια συμφωνία δεν θα μπορούσε να συζητηθεί παρά μόνον υπό τον όρο ότι επιστρέφονται η Μόρφου και η περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου στα ΗΕ και απ’ εκεί στους νόμιμους κατοίκους της, έστω και με αντάλλαγμα την νόμιμη λειτουργία του λιμανιού της πόλης και του αεροδρομίου της Τύμπου, με τη συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας και με φόρμουλα που να μην παραπέμπει σε αναγνώριση (recognition) της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου».
Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε να προβλεφθεί - με έγκριση της Κυπριακής Δημοκρατίας - η δημιουργία μιας δικοινοτικής Επιτροπής Υδρογονανθράκων, ώστε να σταματήσει η Τουρκία να επικαλείται τον αποκλεισμό των τουρκοκυπρίων από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και να παριστάνει τον προστάτη τους παραβιάζοντας την Κυπριακή ΑΟΖ.
Όπως επίσης θα μπορούσε να συζητηθεί η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας (περί σύνδεσης της Τουρκίας με ΕΕ) και το ξεπάγωμα από μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας των διαπραγματευτικών κεφαλαίων της Τουρκίας με την ΕΕ και, από την άλλη το πάγωμα της χρήσης του δικαιώματος βέτο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ειδικά στην περίπτωση που διαφανεί ότι, υπό την πίεση της Γερμανίας (κυρίως αλλά όχι μόνον), θα τεθεί αργά ή γρήγορα το θέμα της αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας – ΕΕ και της «θετικής ατζέντας» των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Όπως, τέλος, θα μπορούσε να προταθεί σειρά μέτρων για την σύσφιξη των πολιτισμικών, εκπαιδευτικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ θα μπορούσε να κρατηθεί ως θέμα ειδικού χειρισμού η (σταδιακή) απόσυρση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων.
Υποτίθεται ότι η άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί την πλήρη απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων άμα τη επιτεύξη της συμφωνίας στο Κραν Μοντανά, ήταν ένας από τους ελάχιστους λόγους που ανάγκασαν στις συνομιλίες του 2017 τον Πρόεδρο Αναστασιάδη να εγκαταλείψει την τότε διαπραγμάτευση προς μεγάλη απογοήτευση των συμπατριωτών του που πίστεψαν ότι είχε έρθει η ώρα της λύσης και της επανένωσης της Κύπρου.
Επέστρεψε στην Λευκωσία τον Σεπτέμβριο φορώντας την «φουστανέλα του πατριώτη» που χάλασε τα σχέδια των Τούρκων. Σε πέντε μήνες κέρδισε τις μετατεθειμένες για τον επόμενο Φεβρουάριο προεδρικές εκλογές του 2018 έχοντας αποφύγει το σκόπελο του Κυπριακού η πρόσκρουση στον οποίο θα δημιουργούσε ρήγματα στο κόμμα του και πιστεύοντας ότι ο διαμοιρασμός των οικοπέδων της κυπριακής ΑΟΖ στους δυτικούς ενεργειακούς κολοσσούς θα λειτουργούσε εσαεί σαν προστατευτική ομπρέλα απέναντι στην επιθετικότητα της Άγκυρας. Ενάμιση χρόνο αργότερα το Γιαβούζ βρισκόταν στα ανοιχτά της Πάφου κάνοντας έρευνες για υδρογονάνθρακες στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα με τους Βρετανούς να μιλούν περί αμφισβητούμενων υδάτων.
Για μια ακόμα φορά η στρατηγική βεβαιότητα της ελληνοκυπριακής πλευράς ότι θα υπερασπιζόταν αποτελεσματικά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας αυξάνοντας το «κόστος» που θα υποχρέωνε την Τουρκία να καταβάλει, αν τολμούσε να τα αμφισβητήσει, είχε διαψευστεί.
Όπως είχε διαψευστεί στην περίπτωση του Κυπριακού και το διαπραγματευτικό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο «τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί εκτός αν όλα έχουν συμφωνηθεί». Η εφαρμογή του στην πράξη παρήγαγε ένα παρατεταμένο επί πενήντα σχεδόν χρόνια αδιέξοδο.
Αν το ίδιο αξίωμα συνεχίσει να διέπει την λογική της κυπριακής διπλωματίας μέχρι τελικής πτώσης, το πιθανότερο είναι στο μεταξύ τα κατεχόμενα να μην θυμίζουν Κύπρο!
Ακόμα κι αν η Τουρκία δεν πετύχει στην πενταμερή να θέσει υπό συζήτηση την λύση των δυο κρατών, τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει μετά την εισβολή του 1974 θα διαιωνίζονται μαζί με την προοπτική της διχοτόμησης.
Αλλάζοντας μεθοδολογία ίσως μάθουμε τουλάχιστον πού σταματάνε τα προσχήματα και πού αρχίζει η αλήθεια για τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας. Και το ζητούμενο είναι μαζί μας να το μάθουν και όσοι μέχρι σήμερα της βάζουν πλάτη.