Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως οδηγός τρακτέρ και κατέληξε να είναι ο πιο σκληρός βασανιστής και δήμιος της περιόδου της σταλινικής τρομοκρατίας. Μισό αιώνα αργότερα, ο γιος του, καθηγητής Φιλοσοφίας, ανακαλύπτοντας το παρελθόν του πατέρα του, έγραψε ένα συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο «Εγώ, ο γιος του δημίου».
Ο Μπορίς Ρόντος (1905-1956), δεν διέφερε σε τίποτα από τα υπόλοιπα παιδιά των Εβραϊκών οικογενειών, όταν γεννήθηκε στις 22 Μαΐου την χρονιά της πρώτης ρωσικής επανάστασης, στην Μελιτόπολη, η οποία τότε βρισκόταν στη «Ζώνη εγκατάστασης» της εβραϊκής κοινότητας της τσαρικής αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε πως οι Εβραίοι της περιοχής, είχαν δικαίωμα να ζουν, να εργάζονται και να μετακινούνται μόνο εντός αυτής της ζώνης, ήταν δηλαδή μία πολιτική απαρτχάιντ. Ως εκ τούτου, πολλοί Εβραίοι έβλεπαν με συμπάθεια το μικρό τότε κόμμα των Μπολσεβίκων, το οποίο είχε διακηρύξει την πρόθεσή του να καταργήσει όλες τις διακρίσεις σε βάρος των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Στα 19 του χρόνια, ο γιος του ράφτη είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές, να εργαστεί ως παιδί για θελήματα σε μανάβικο, πωλητής τσιγάρων στο δρόμο και στη συνέχεια να φοιτήσει σε τεχνική σχολή, από την οποία αποφοίτησε ως οδηγός τρακτέρ. Εντάχθηκε αμέσως μετά το 1917 στην Κομσομόλ και εργάστηκε ως λογιστής σε εργοστάσιο, γραμματέας επιτροπής παραπόνων των ενοίκων συγκροτημάτων κατοικιών και γραμματέας εργοστασιακής επιτροπής.
Το 1930 όμως, στο μεταίχμιο των δύο πρώτων δεκαετιών της «ρωσικής επανάστασης», κατηγορείται για τον βιασμό μίας υπαλλήλου, δικάζεται σε έξι μήνες καταναγκαστικά έργα. Εκτίει την ποινή του σε ένα εργοστάσιο της περιοχής και την επόμενη χρονιά υποβάλει αίτηση και γίνεται δεκτός ως δόκιμο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το μυστικό της επιβίωσης του ήταν απλό: όλο αυτό το διάστημα ήταν πληροφοριοδότης της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ., της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος.
Το 1931 ξεκινάει η σταδιοδρομία του στη μυστική αστυνομία, όταν αναλαμβάνει γραμματέας της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ στην πόλη Μπερισλάφσκ. Με διαδοχικές προαγωγές, λόγω ζήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων ανέρχεται στην κλίμακα της ιεραρχίας και το 1943 τον βρίσκει αναπληρωτή διευθυντή της ανακριτικής υπηρεσίας της N.K.V.D.
Είχε όμως προηγηθεί η μεγάλη του επιτυχία. Με τη διαταγή Νο 00342 της 20 Μαρτίου 1940 ο Ρόντος, ως μέλος μίας επιχειρησιακής μονάδας της N.K.V.D. στάλθηκε στην περιοχή του Λβοφ στη Δυτική Ουκρανία για να συλλάβει και να προετοιμάσει τους φακέλους των Πολωνών πολιτών, οι οποίοι έπρεπε να εκτελεστούν με βάση την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος από 5 Μαρτίου 1940. Μέσα σε δύο μήνες ο Ρόντος φέρει σε πέρας την αποστολή και παρασημοφορείται από τον λαϊκό κομισάριο Εσωτερικών Υποθέσεων της Ουκρανίας Σερόφ.
Προηγουμένως όμως ο Ρόντος, είχε επιδείξει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα στα καθήκοντα που του είχε αναθέσει η υπηρεσία.
Έτσι, το 1937 το φέρελπι ανακριτή τον καλούν στην Μόσχα από την επαρχία, προκειμένου να συμμετάσχει σε «σεμινάρια» και στη συνέχεια τον διορίζουν στο διαβόητο 4ο τμήμα της N.K.V.D. Η σταλινική τρομοκρατία ήταν σε πλήρη εξέλιξη και στην υπηρεσία «δεν έφταναν τα χέρια» για τις ανακρίσεις. Τον Δεκέμβριο του 1938 ο Ρόντος αναλαμβάνει καθήκοντα βοηθού διευθυντή της ανακριτικής υπηρεσίας της N.K.V.D και δύο χρόνια αργότερα γίνεται αναπληρωτής διευθυντής ή με άλλα λόγια ο δεύτερος στην ιεραρχία ανακριτής της Ε.Σ.Σ.Δ. Η εκτόξευση του στην ιεραρχία οφειλόταν στο γεγονός πως μετά την απόσυρση του λαϊκού κομισάριου Νικολάι Γιεζόφ, είχαν κάνει την εμφάνισή τους στον Τύπο διάφορα κείμενα με υπαινιγμούς για «υπερβασίες» στην πάλη κατά των εχθρών του λαού. Ο νέος λαϊκός κομισάριος Λαβρέντι Μπέρια εφάρμοσε μία νέα πολιτική η οποία κατήργησε «το στατιστικό σύστημα», σύμφωνα με το οποίο κάθε διεύθυνση και τμήμα της υπηρεσίας ήταν υποχρεωμένο να καταθέτει σε τακτά χρονικά διαστήματα καταλόγους με τους εχθρούς του λαού που εξουδετέρωνε. Ο Ρόντος δεν άργησε καθόλου να προσαρμοστεί στις ανάγκες του νέου πολιτικού του προϊστάμενου.
Λόγω της αποτελεσματικότητάς του ως ανακριτή, ο Ρόντος είχε το πλεονέκτημα να υποδέχεται ο ίδιος του «πελάτες» ή «εχθρούς του λαού» και να φροντίζει για την απόσπαση της ομολογίας τους.
Ανάμεσα σε εκείνους που «φιλοξένησε» ο Ρόντος στο ανακριτικό του ενδιαίτημα ήταν ο διάσημος σκηνοθέτης Βσέβολοντ Μέγιερχολντ και ο συγγραφέας Ισαάκ Μπάμπελ. Ο τελευταίος είχε συλληφθεί για την υπόθεση Γιεζόφ, ο οποίος κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέστη από τους πρώην υφισταμένους του, κατηγόρησε τον συγγραφέα για κατασκοπία υπέρ της Αγγλίας. Ο Μπάμπελ πέρασε τρεις εβδομάδες στη φυλακή Σουχάνοφσκα. Τον ανέκριναν ασταμάτητα εναλλασσόμενοι ανακριτές, ανάμεσά τους και ο Ρόντος. Μετά από βασανιστήρια ομολόγησε πως ήταν κατάσκοπος της Αυστρίας και της Γαλλίας, καθώς και μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Στη δίκη αναίρεσε την ομολογία του, αλλά αυτό δεν τον έσωσε από την εκτέλεση.
Ο Μέγιεχολντ υπέστη ανήκουστα βασανιστήρια. Έστειλε επιστολές στον Στάλιν και τον Μόλοτοφ περιγράφοντας την κατάστασή του, ωστόσο ακολούθησε και αυτός τη μοίρα εκατομμυρίων αθώων θυμάτων.
Τη «φιλοξενία» του Ρόντος «απόλαυσαν» και ανώτατα στελέχη του Κόμματος και της Κομσομόλ. Ο ίδιος ανέκρινε τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Σ. Κοσιόρ και Β. Τσουμπάρ, τα αναπληρωματικά μέλη του ιδίου κομματικού οργάνου Π. Ποστίστσεφ και Ρ. Έιχε, τον γενικό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής της Κομσομόλ Α. Κόσαρεφ, πολλούς γραμματείς περιοχών, αλλά και επιφανείς παράγοντες που έπεσαν σε δυσμένεια. Ο Έιχε, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο και περίμενε την εκτέλεσή του, βασανιζόταν άγρια από τον Ρόντο παρέα με τον Μπέρια και τον Εσαούλοφ. Τον χτυπούσαν με ρόπαλα, του έβγαλαν το ένα μάτι, αλλά ο Έιχε δεν ομολογούσε την ενοχή του. Κάποια στιγμή ο Μπέρια βαρέθηκε και διέταξε την άμεσή εκτέλεση του στην αυλή με μία σφαίρα στο σβέρκο.
Ο επικεφαλής του οργανωτικού τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομσομόλ Ι. Μπελοσλούντσεφ, έστειλε τον Φεβρουάριο του 1941 μία επιστολή στον Στάλιν, στην οποία του περιέγραφε τα απάνθρωπα βασανιστήρια. «Σφάδαζα στο πάτωμα μέχρι που είδα το εξαγριωμένο πρόσωπο του Ρόντος. Με περιέλουσε με παγωμένο νερό και με ανάγκασε να κάτσω γυμνός στο πόδι μίας καρέκλας. Έχασα ξανά τις αισθήσεις μου από το πόνο». Η επιστολή έμεινε αναπάντητη και ο Μπελοσλούντσεφ αφού υπέγραψε την ομολογία του εκτελέστηκε, ενώ ο Ρόντος παρασημοφορήθηκε με το Κόκκινο Αστέρι.
Ο Μπορίς Βενιαμίνοβιτς Ρόντος ήταν άνθρωπος που εκτελούσε τον καθήκον τους χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Όταν πολλά χρόνια αργότερα, θα υποβάλει αίτηση χάριτος θα γράψει πως ο Νικολάι Γιεζόφ ήταν εκείνος στον οποίο μαθήτευσε στα βασανιστήρια των κρατουμένων, εκείνος που τον έδειξε πως να χτυπάει. Η ειρωνεία της μοίρας είναι πως το 1939 ο Ρόντος ήταν εκείνος που βασάνισε τον Γιεζόφ, τον «σιδερένιο λαϊκό κομισάριο», ο οποίος κατά τη δίκη που ακολούθησε αναίρεσε την ομολογία του λέγοντας: «Κατά την προανάκριση έλεγα πως δεν είμαι κατάσκοπος, δεν είμαι τρομοκράτης, μα δεν με πίστευαν και μου έκαναν βαριά βασανιστήρια... Αν ήθελα να διαπράξω τρομοκρατική πράξη εναντίον κάποιους μέλος της κυβέρνησης, δεν θα είχα συνενόχους, μα εκμεταλλευόμενος την τεχνολογία θα έκανα όποτε ήθελα αυτή την άθλια πράξη...». Πολλοί θεωρούν πως η ανάθεση της υπόθεσης Γιεζόφ στον πρώην υφιστάμενό του, ήταν ένα τεστ δοκιμασίας του από τον νέο επικεφαλής της N.K.V.D. Μπέρια.
Μετά τον πόλεμο, ο Μπέρια ανέλαβε την ανοικοδόμηση της χώρας και ο Ρόντος πήρε δυσμενή μετάθεση για την Κριμαία, ως επικεφαλής της ανακριτικής υπηρεσίας. Το 1952, σε μία κρίση παροξυσμού της καχυποψίας του Στάλιν απολύεται από την υπηρεσία σε ηλικία 48 ετών. Ένα χρόνο αργότερα όμως, θα κάνει το μοιραίο λάθος της ζωής του. Στέλνει επιστολή στο κόμμα ζητώντας την αποκατάστασή του, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θύμα των διώξεων. Η σύλληψή του δεν αργεί, ήταν ένας ενοχλητικός αυτόπτης μάρτυρας. Παραμένει προφυλακισμένος για δυόμισι χρόνια, δικάζεται με τις κατηγορίας «Εσχάτη προδοσία» και «Τρομοκρατία» και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε στις 20 Απρίλιου 1956, αφού είχε απορριφθεί η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στην αίτησή του έγραφε: «Ήμουν ένα εργαλείο στα χέρια του Μπέρια και των συνενόχων του», «Χαρίστε μου τη ζωή για χάρη των αθώων παιδιών μου, της υπέργηρης μητέρας και της συζύγου μου. Εκλιπαρώ το Προεδρείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ε.Σ.Σ.Δ. να μου χαρίσει τη ζωή για να μπορέσω να αξιοποιήσω τις δυνάμεις μου, έστω και εν μέρει, για να εξιλεωθώ με δουλεύοντας με αυταπάρνηση απέναντι στο κόμμα και στο λαό».
Πενήντα χρόνια αργότερα, ο γιος του Βαλέρι, πρώην καθηγητής της Λογικής στο Πανεπιστήμιο του Τομσκ που μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου έζησε για πολλά χρόνια, έγραψε στο βιβλίο του «Εγώ, ο γιος του δημίου».
«Ο πατέρας μου. Μου είναι εύκολο να γράψω γι’ αυτό. Προσπαθήστε να φανταστείτε ότι στη θέση του ονόματος του πατέρα μου ήταν το όνομα του δικού σας... Όχι, όχι, καταλαβαίνω πως ακόμη και το ίδιο το ερώτημα αναφέρεται στην ηθική μου αναπηρία, ότι ακόμη και στο επίπεδο του διανοητικού πειράματος, το να μιλάς τόσο ανόητα, απαγορεύεται ευθέως, είναι εγκληματικό, ότι οι πατέρες σας..
Σε καμία περίπτωση δεν αγγίζω, ούτε με τη σκέψη μου, τους αξιοσέβαστους πατέρες σας. Ας υποθέσουμε όμως ότι σας ανέθεσαν ένα ρόλο, πρέπει να παίξετε ένα ρόλο και για το λόγο αυτό θα πρέπει να ταυτιστείτε με αυτόν, είστε απλά υποχρεωμένοι να φανταστείτε τον εαυτό σας... Προσπαθήστε λοιπόν! Τον φανταστήκατε; Τώρα κοιτάξτε τον εαυτό σας στον καθρέφτη. Έτσι κι εγώ βλέπω όλη μου τη ζωή, κοιτάζοντας με περιφρόνηση στον καθρέφτη τη ψυχή μου. Αναζητώντας παραλληλισμούς, ομοιότητες... Από αυτό το πείραμα η ψυχή μου σαν να κάηκε. (Έχω γράψει μάλιστα ένα στίχο: «Δεν έχω μέσα μου ψυχή»).