Οι απαιτήσεις μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας είναι μεγάλες και επείγουσες δηλώνει στο liberal.gr o Καθηγητής Κώστας Υφαντής προσθέτοντας ότι «πρέπει όλοι, φίλοι, σύμμαχοι, εταίροι και γείτονες να μην αμφιβάλλουν για την αποφασιστικότητά μας». Επίσης, χαρακτηρίζει σημαντική από πλευράς ουσίας την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Κύπρο ενώ σημειώνει ότι η συνεργασία με το Ισραήλ είναι στρατηγικής σημασίας.
Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο και επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης σημειώνει ότι «το μεγαλύτερο διπλωματικό όπλο της Λευκωσίας ήταν και εξακολουθεί να είναι το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και η οποιαδήποτε λύση πρέπει να είναι στο πλαίσιο των αρχών του ΟΗΕ και – μετά το 2004- και του ευρωπαϊκού κεκτημένου».
Και αυτό διότι έτσι έχει αντέξει στην τουρκική επιθετικότητας τονίζει επισημαίνοντας πως δεν πρέπει «το Κυπριακό χάσει τον χαρακτήρα του ως ένα εμβληματικό διεθνές ζήτημα παραβίασης των αρχών του χάρτη του ΟΗΕ και διολισθήσει στο επίπεδο της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας τότε όλα είναι στο τραπέζι»
Τέλος αναφέρει ότι η συνεργασία με το Ισραήλ είναι πλέον στρατηγικής σημασίας και υπογραμμίζει πως η προσπάθεια της Άγκυρας «να προσεγγίσει την Λιβύη δελεάζοντάς την με μία οριοθέτηση που αγνοεί την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα» γίνεται για να δημιουργηθεί ένα κεκτημένο. Και αυτό η Αθήνα, όπως λέει, πρέπει να το ακυρώσει άμεσα με τη χρήση των απαραίτητων διπλωματικών μέσων. Δηλώνει όμως πως σε κάθε περίπτωση ουδείς πρέπει να αμφισβητεί την αποφασιστικότητα της Ελλάδας.
Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα
- Κύριε Υφαντή, πώς αξιολογείτε την επίσκεψη του νέου Έλληνα πρωθυπουργού στην Λευκωσία;
Αν και είναι έθιμο πλέον το πρώτο ταξίδι κάθε Έλληνα Πρωθυπουργού να είναι στην Κύπρο, η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Λευκωσία πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τον καθιερωμένο συμβολισμό επιβεβαίωσης της ενότητας μεταξύ των δύο χωρών. Η συγκυρία την καθιστά άκρως σημαντική από πλευράς ουσίας.
Οι απαιτήσεις ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας είναι μεγάλες και επείγουσες. Οι εξελίξεις τρέχουν και θα τρέξουν ακόμη πιο γρήγορα τις επόμενες εβδομάδες. Στις 9 Αυγούστου έχει προγραμματιστεί συνάντηση Αναστασιάδη-Ακιντζί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Λευκωσία αλλά και η ηγεσία της τουρκο-κυπριακής κοινότητας θα ήθελαν να υπάρξουν σχετικά σύντομα οι προϋποθέσεις για την επανέναρξη των συνομιλιών. Με την Τουρκία να προκαλεί συστηματικά, να αμφισβητεί εμπράκτως τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να απειλεί με την δημιουργία νέων τετελεσμένων (βλ. Αμμόχωστος), τα περιθώρια ελιγμών δεν είναι μεγάλα.
Η Αθήνα οφείλει να έχει ξεκάθαρη αντίληψη των πραγμάτων και να είναι έτοιμη να υποστηρίξει την Λευκωσία στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης όπου η Τουρκία θα επιδιώξει να διευρύνει την ατζέντα με απαιτήσεις για μία εξ υπαρχής οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και ένα καθεστώς συνεκμετάλλευσης ως προϋπόθεση μιας λύσης και όχι ως αποτέλεσμα της.
- Ποιο είναι το νέο δίλημμα για την Αθήνα σε μία νέα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού;
Το δίλημμα για την Αθήνα στο πλαίσιο μίας νέας προσπάθειας επίλυσης του Κυπριακού είναι πλέον δίλημμα στρατηγικής και ρόλου. Στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια στο Κραν Μοντανά, η ελληνική διπλωματία διεκδίκησε για τον εαυτό της έναν πολύ περισσότερο «ακτιβιστικό» και παρεμβατικό ρόλο από ότι στο παρελθόν. Δεν λειτούργησε, όπως συνήθως, μόνο ως πυλώνας υποστήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας αφήνοντας στην Λευκωσία να διαμορφώσει τις θέσεις της και να διαπραγματευτεί, αλλά επεδίωξε να ελέγξει την διαπραγμάτευση επιβάλλοντας επί της ουσίας το περιεχόμενο και τον χρόνο και τρόπο εφαρμογής κάποιων από τις προϋποθέσεις της συμφωνίας.
Ξέρω ότι αρκετοί και αρκετές ενδεχομένως δεν θα συμφωνήσουν με αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων αλλά, όπως και να θελήσει κάποιος να αξιολογήσει την προσέγγιση της Αθήνας την προηγούμενη φορά, δύσκολα θα αποφύγει την διαπίστωση ότι η Αθήνα προσέγγισε το Κυπριακό διαφορετικά από ότι στο παρελθόν. Αρκεί κανείς να διαβάσει τον πρόλογο του τόμου που εξέδωσε το Υπουργείο Εξωτερικών με τις ομιλίες, τις συνεντεύξεις, τις δηλώσεις και έγγραφα στην διάρκεια της διαπραγματευτικής διαδικασίας 2015-2018. Στην σελίδα 8, ο τότε επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας αναφέρει ότι αυτός έθεσε το τρίπτυχο των προϋποθέσεων και προαπαιτουμένων μιας λύσης (“WhenIfirstsetoutthetriptych… ”).
Ανεξάρτητα από το αν αυτές οι προϋποθέσεις είναι κρίσιμες – και είναι! – το ζήτημα του αν η Αθήνα μπορεί να έχει το ρόλο του “vetoplayer” αγγίζει την καρδιά της στρατηγικής του ελληνισμού και δεν θυμάμαι να υπήρξε κάποια μεγάλη συζήτηση στην Ελλάδα και την Κύπρο για μία τέτοια απομάκρυνση από το δόγμα «η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται». Το προηγούμενο αυτό θέτει μία σειρά από σοβαρά ζητήματα εν όψει μιας νέας διαπραγμάτευσης. Αν η Λευκωσία αποφασίσει να διευθετηθούν διαφορετικά τα ζητήματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων αυτή τη φορά, έχει το περιθώριο η Αθήνα να εμείνει στην προηγούμενη θέση της;
- Ποια πρέπει να είναι η πολιτική της Αθήνας σχετικά με τον διαχωρισμό των ζητημάτων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου;
Πάγια θέση της Αθήνας ήταν ότι δεν δεχόμαστε την «πακετοποίηση» των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και του Κυπριακού όπως ήθελαν η Άγκυρα αλλά και άλλοι, πχ. οι ΗΠΑ, τουλάχιστον την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Και αυτό γιατί δεν θέλαμε – ούτε η Αθήνα ούτε πολύ περισσότερο η Λευκωσία – να «διμεροποιηθεί» το Κυπριακό. Το μεγαλύτερο διπλωματικό όπλο της Λευκωσίας ήταν και εξακολουθεί να είναι το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και η οποιαδήποτε λύση πρέπει να είναι στο πλαίσιο των αρχών του ΟΗΕ και – μετά το 2004- και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Αυτό είναι που έχει επιτρέψει στην Λευκωσία να αντέξει την τουρκική επιθετικότητα με τις έρευνες και γεωτρήσεις. Διπλωματικά, η Λευκωσία έχει επικρατήσει της Άγκυρας. Και μπορεί η τελευταία να επιμένει, αλλά οι ενέργειές της είναι απονομιμοποιημένες έναντι όλων. Όμως, αν το Κυπριακό χάσει τον χαρακτήρα του ως ένα εμβληματικό διεθνές ζήτημα παραβίασης των αρχών του χάρτη του ΟΗΕ και διολισθήσει στο επίπεδο της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας τότε όλα είναι στο τραπέζι! Στην σημερινή συγκυρία, βεβαίως, όπου το ζήτημα της οριοθέτησης των ΑΟΖ αλλά και της υφαλοκρηπίδας έχει οξυνθεί ως αποτέλεσμα της τουρκικής παραβατικότητας, δυσχεραίνονταιοι άμυνες του ελληνισμού.
Η Αθήνα πολύ σωστά διαχωρίζει το Αιγαίο από την Ανατολική Μεσόγειο. Και γι' αυτό χρειάζεται να υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο την σημασία του Καστελορίζου ώσπου να καθίσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Άγκυρα. Μόνο αφελείς πιστεύουν ότι αυτό δεν θα συμβεί. Γι' αυτό, όταν θα έλθει αυτή η ώρα, οφείλουμε να έχουμε διατηρήσει όλα τα διπλωματικά και γεωστρατηγικά όπλα μας.
- Ποιες είναι κατά την γνώμη σας οι στρατηγικές συμμαχίες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου;
Οι συνεργασία με το Ισραήλ είναι πλέον στρατηγικής σημασίας. Μας εξασφαλίζει σημαντικά πλεονεκτήματα. Κυρίως ότι οι θέσεις μας ακούγονται με αξιοπιστία στην Ουάσιγκτον. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις μας με την Αίγυπτο. Οφείλουμε να τις καλλιεργήσουμε ακόμη περισσότερο. Όσο περισσότερο στρατηγικές είναι αυτές οι συνεργασίες τόσο θα εξουδετερώνονται οι προσπάθειες τις Τουρκίας να αναδιαμορφώσει τον γεωπολιτικό και ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου σύμφωνα με τις προτιμήσεις της.
Γιατί προσπαθεί η Άγκυρα να προσεγγίσει την Λιβύη δελεάζοντάς την με μία οριοθέτηση που αγνοεί την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα; Πρώτον γιατί έτσι θα δημιουργήσει ένα κεκτημένο που θα της φανεί πολύτιμο όταν και αν φτάσουμε να συζητήσουμε μεταξύ μας και δεύτερον γιατί δεν έχει άλλη επιλογή στην περιοχή. Η Αθήνα, οφείλει να ακυρώσει άμεσα τους τουρκικούς σχεδιασμούς και υπάρχουν τρόποι, πρωτίστως διπλωματικοί αλλά όχι μόνο. Για τους διπλωματικούς, πρέπει να στείλουμε – αν εν το έχουμε κάνει ήδη – μήνυμα στην Τρίπολη μέσω κοινών φίλων – και μπορώ να σκεφτώ αρκετούς - ότι μία τέτοια παράνομη συνεργασία με την Άγκυρα δεν θα έχει κανένα μα κανένα όφελος. Για τους μη διπλωματικούς πρέπει όλοι, φίλοι, σύμμαχοι, εταίροι και γείτονες να μην αμφιβάλλουν για την αποφασιστικότητά μας.