Του Γιώργου Καραμπελιά*
Είναι προφανές πως βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή πλανητικών διαστάσεων, που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες και τον ελληνισμό αλλά το ίδιο το ανθρώπινο είδος, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της αυθυπέρβασής του μέσα από την παραγωγή ενός νέου είδους, του αποκαλούμενου μετανθρώπου. Όλα τα έθνη βρίσκονται μπροστά στην απειλή της βύθισής τους στη χοάνη μιας παγκοσμιοποίησης που δεν είναι μόνο οικονομική ή πολιτισμική αλλά πρωτίστως τεχνολογική.
Όμως, ακόμα και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζεται και θα συνεχιστεί η πορεία των εθνών, τουλάχιστον στη διάρκεια του τρέχοντος αιώνος, και μάλιστα οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, για να καταλάβουν μια καλύτερη θέση σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Οι Έλληνες, εάν θέλουν να συνεχίσουν να επιβιώνουν ως συλλογικό υποκείμενο, είναι υποχρεωμένοι να βαδίσουν κυριολεκτικώς ενάντια στην Ιστορία, που μοιάζει να τους έχει καταδικάσει.
Ο ελληνισμός, εκκινώντας από την αρχική του κοιτίδα, στις όχθες του Αιγαίου Πελάγους, διέτρεξε μια ιστορία 3000 χρόνων κατά την οποία –ουσιαστικά μέχρι το 1922– είχε εξωστρεφή χαρακτηριστικά και άρδευσε πολλούς ξένους πολιτισμούς και ηπείρους. Επηρέασε καθοριστικά τον παγκόσμιο και κατ' εξοχήν τον δυτικό και χριστιανικό πολιτισμό, εξαντλώντας εν πολλοίς την αρχική του ορμή και την πολιτισμική και πληθυσμιακή του πυκνότητα μέσα από αυτή τη διασπορά. Και το 1922, έλαβε οριστικά τέλος αυτός ο κλασικός τρόπος ύπαρξης του Έλληνα ανθρώπου και εισήλθαμε σε μια μακρά περίοδο παρακμής που διαρκεί ήδη 100 χρόνια και διαρκώς επιδεινώνεται, απειλώντας μας και με ιστορική εξαφάνιση.
Η καταθλιπτική αυτή παρακμή αποτελεί συνέπεια της επικράτησης του «νεοέλληνα πάνω στον Έλληνα». Ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο, κυριάρχησε ο ανθρωπολογικός τύπος του ελισσόμενου ανάμεσα στις εξουσίες, χωρίς στέρεη πολιτιστική παράδοση, ανθρώπου. Οι μαυραγορίτες μεταβλήθηκαν στη νέα άρχουσα τάξη, εκτοπίζοντας την παλιά αστική τάξη που καταστράφηκε στον πόλεμο, ενώ στην πολιτική κυριάρχησαν οι θεραπαινίδες των μεγάλων δυνάμεων και των πρεσβειών, και όχι μόνο στα «αστικά» κόμματα αλλά και στην κομμουνιστική Αριστερά.
Έτσι ολοκληρώθηκε η μετάλλαξη του Νεοέλληνα σε γραικύλο, που αδιαφορεί για την πολιτιστική του κληρονομιά, καταστρέφει το φυσικό και δομημένο περιβάλλον και μαϊμουδίζει κραυγαλέα όλα τα ξένα πρότυπα και μόδες. Αυτός ο γραικύλος Νεοέλληνας κατέλαβε σταδιακώς την πολιτική και πνευματική εξουσία και εξόρισε το ελληνικό ήθος, την αυστηρότητα, την ντομπροσύνη, την αξιοπρέπεια στο περιθώριο της δημόσιας ζωής και, στην καλύτερη περίπτωση, σε προστατευμένους ιδιωτικούς χώρους και μικροπεριβάλλοντα.
Ο Έλληνας άνθρωπος και οι αξίες του καταποντίστηκαν κάτω από την κυριαρχία των ελίτ του γραικυλισμού. Τι τρανότερο παράδειγμα από την κυριαρχία ενός πολιτικού όπως ο κ. Τσίπρας και όλου του εσμού που σέρνει πίσω του, μόνη επιδίωξη των οποίων είναι η ηροστράτεια κατεδάφιση όποιας αξίας έχει μείνει ακόμα όρθια.
Δηλαδή, μετά την κρίση του παραδοσιακού ταξιδευτή και οικουμενικού Έλληνα, που όργωνε τα πελάγη και τις ηπείρους, αναδύθηκε ως υποκατάστατό τους μια παρακμιακή μορφή ατζέντηδων, που μισούν τον πολιτισμό που γέννησε αυτός ο τόπος.
Και εάν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, από πού άραγε μπορεί να αντλήσει κανείς την οποιαδήποτε αισιοδοξία; Μόνο σκάβοντας στο λαϊκό σώμα και στο κομμάτι της ψυχής μας που παραμένει συνδεδεμένο, έστω με μια μικρή κλωστή, με τη μεγάλη παράδοση, τις αξίες και τον πολιτισμό μας, μπορεί να βρει κανείς τις δυνατότητες μιας οποιασδήποτε ανάκαμψης. Η υπέρβαση της παρακμής έχει ως προϋπόθεση την «ήττα του Νεοέλληνα από τον Έλληνα», αυτόν τον Έλληνα τον οποίο φέρουμε ακόμα μέσα μας, έστω αποδυναμωμένο, έστω εν σπέρματι, έστω εν δυνάμει.
Και επειδή τα ψέματα έχουν τελειώσει και η ανάκαμψη είναι προϋπόθεση για την επιβίωσή μας, μέσα από μια μεγάλη και μακράς πνοής ανορθωτική πορεία, θα μπορούσαμε ίσως, να εγκαινιάσουμε την αναγκαία τέταρτη στιγμή στη διαχρονία του ελληνικού πολιτισμού. Μια τέταρτη στιγμή μετά από εκείνες της πολεοκρατικής αρχαιότητας, του οικουμενικού ελληνιστικού και βυζαντινού πολιτισμού \και τέλος του νεώτερου ελληνισμού από το 1204 και στο εξής. Πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με μια απλή «επιστροφή στην παράδοση», αλλά μέσα από τη χρησιμοποίησή της ως το λίπασμα που θα γονιμοποιήσει και θα πυροδοτήσει αυτό που ο Σεφέρης έλεγε «ελληνικό ελληνισμό», δηλαδή έναν εκσυγχρονισμό στηριγμένο στην παράδοσή μας.
Οι Έλληνες είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τη λογική του «σκορπίσματος» και της άρδευσης των ξένων λαών και πολιτισμών, που, στην τελική παρακμιακή της έκφανση, παρήγαγε τον Νεοέλληνα γραικύλο, και να ξαναγίνουν «Έλληνες».
Η μόνη δυνατότητα απάντησης είναι η αντιστροφή της κατεύθυνσης του βέλους, ώστε ο Οδυσσέας να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του. Και από εκεί, φέροντας ως ιστορικό του απόθεμα όλον τον πλούτο αυτής της μεγάλης διαδρομής –«Η Ιθάκη σε έδωσεν το ωραίο ταξίδι»– να ξεκινήσει, εάν το κατορθώσει, μια νέα πορεία «από τα μέσα», ακριβώς για να μπορέσει να επιβιώσει και έτσι να ολοκληρώσει ταυτόχρονα και το ανολοκλήρωτο πρόσωπο του νεώτερου ελληνισμού.
* Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας.